Ιούνιος 1973, ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη, ανεβάζουν την παράσταση το «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ένα έργο με έντονο πολιτικό περιεχόμενο που στόχευε κατευθείαν στη συνείδηση του Έλληνα και κατάφερε να γίνει σύμβολο του αγώνα κατά της χούντας.
Οι δυο σπουδαίοι ηθοποιοί προσπαθούσαν να βρουν έναν ξεχωριστό τρόπο για να αντισταθούν στο καθεστώς των συνταγματαρχών. Όπως έλεγε η Τζένη Καρέζη, τα πιο όμορφα και μελαγχολικά μάτια του ελληνική κινηματογράφου, «έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα.Όλα αυτά όμως θα ‘πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα ‘πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν».
Έτσι απευθύνθηκαν στον σπουδαίο Έλληνα θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη, επειδή είχε «ταλέντο, πείρα, γνώση» και στο έργο του «χτυπάει πάντα πυρετικά, σπαρακτικά και γνήσια ο σφυγμός της ράτσας». Ο Καμπανέλλης δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή τους κι έτσι το θεατρικό «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» πήρε σάρκα και οστά.
Το «Μεγάλο μας Τσίρκο» ήταν μια κωμωδία, μια αλληγορία, μια ευφυής σάτιρα. Μια εξαιρετική αφορμή διαµαρτυρίας µέσω της τέχνης, ένα «ξύπνημα», ένα «ταρακούνημα» από αυτά που έχει ανάγκη ο κόσμος όταν οι στιγμές και οι συνθήκες είναι δύσκολες.
Μία παράσταση που σημάδεψε την Ελλάδα, ένα σπουδαίο θεατρικό έργο που μνημονεύεται μέχρι και σήμερα ακόμα και από αυτούς που δεν πρόλαβαν ποτέ να την δουν.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε ένα σπονδυλωτό έργο που διατρέχει όλη τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας από την Τουρκοκρατία και τα χρόνια του Όθωνα μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή και τη Γερμανική Κατοχή χωρίς να παραλείπει υπαινιγμούς για τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας έως τη χούντα. Μιλούσε για ελευθερία και οι θεατές έβλεπαν αυτό που δεν μπορούσε να δει η λογοκρισία. Την ανάγκη για ελευθερία και ελεύθερη έκφραση.
Την παράσταση ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έφτιαξε ο Φαίδων Πατρικαλάκης. Τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο σπουδαίος Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης, Με τα μαύρα ρούχα του και το κρητικό μαντήλι στο κεφάλι ενθουσίαζε και συγκινούσε με τις ασύγκριτες ερμηνείες του.
Η κίνηση και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε το χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.
Η πρεμιέρα του έργου ήταν στις 22 Ιουνίου 1973 θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων, που βρισκόταν απέναντι από το Πολυτεχνείο και από την πρώτη μέρα των παραστάσεων λατρεύτηκε από το κοινό που σχημάτιζε ουρά έξω από το θέατρο. Δεν ήταν απλώς μια παράσταση γι’ αυτούς, αλλά μια πράξη αντίστασης, ήταν το δικό τους έργο, η δική τους φωνή.
Ήταν ένα έργο γεμάτο αλληγορίες που κατόρθωναν να μπερδεύουν την λογοκρισία, σχεδόν να την εξαπατούν, δίνοντας δυνατά χτυπήματα κατά της δικτατορίας και περνώντας μηνύματα στον κόσμο, έναν κόσμο που διψούσε για σάτιρα, κριτική και ελευθερία λόγου.
Μάλιστα, κάποια πασίγνωστα συνθήματα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπως το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» και το «Φωνή Λαού-Οργή Θεού» είχαν πρωτοεμφανιστεί στη συγκεκριμένη παράσταση. Οι συντελεστές έχοντας επιστρατεύσει όλη τους την υποκριτική γκάμα, είτε με χειρονομίες και υπονοούμενα είτε με μορφασμούς και αστεία, περνούσαν περίτεχνα όσα ήθελαν να πουν στον κόσμο που έδειχνε να τα «πιάνει» με τη μία.
Αυτό που γινόταν κάθε βράδυ στο θέατρο μόνο με λαϊκό προσκύνημα θα μπορούσε να παρομοιαστεί. Ανάμεσα στους θεατές βρίσκονταν φυσικά και εκπρόσωποι του στρατιωτικού καθεστώτος. Κατέγραφαν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών. Συγκεκριμένα σημείωναν τις φράσεις στις οποίες χειροκροτούσε περισσότερο ο κόσμος, προκειμένου να επιβεβαιώσουν ότι το έργο είχε μηνύματα εναντίον του καθεστώτος. Καμπανέλλης, Καζάκος και Καρέζη οδηγήθηκαν πολλές φορές ενώπιον του στρατιωτικού λογοκριτή για… εξηγήσεις. Ωστόσο το έργο ήταν γεμάτο αλληγορίες και υπονοούμενα χωρίς όμως να έχει αντικαθεστωτικές εκφράσεις. Έτσι οι συντελεστές δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν επίσημα για κάτι και το έργο δεν μπορούσε να κατέβει.
Συνοδοιπόρος σε όλο αυτό ήταν και ο κόσμος που ένιωθε πως με το να παρακολουθεί την παράσταση έκανε αντίσταση. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ήθελε να προμηθευτεί εισιτήρια, τα έλεγε ψήφους κι όχι εισιτήρια.
Παρ’ όλα αυτά τον Οκτώβριο του 1973 η Τζένη Καρέζη, συνελήφθη μέσα στο θέατρο και φυλακίστηκε στην απομόνωση του ΕΑΤ-ΕΣΑ για ένα μήνα.
Όταν αφέθηκε ελεύθερη επέστρεψε στο «Αθήναιον» ακόμα πιο αποφασισμένη και συνέχισε τις παραστάσεις, ενώ στο μεταξύ μεσολάβησε και η εξέγερση του Πολυτεχνείου (17 Νοεμβρίου 1973). Εκείνη στήριξε την παράσταση καθώς και την εξέγερση με όλες της τις δυνάμεις με αποτέλεσμα να συλληφθεί ξανά. Αυτή τη φορά συνελήφθη και ο σύζυγός της, Κώστας Καζάκος.
Στις 15 Δεκεμβρίου αφέθηκαν ελεύθεροι και χωρίς να χάσουν χρόνο στις 22 Δεκεμβρίου η παράσταση ανέβηκε και πάλι στο «Ακροπόλ» αυτή τη φορά. Η πρεμιέρα συγκλονιστική. Ο κόσμος είχε κρυμμένα κόκκινα γαρύφαλλα στις τσέπες του και όταν έπεσε η αυλαία έρανε τη σκηνή και τους συντελεστές.
Η Τζένη Καρέζη ψιθύρισε «Ναι. Θα ξαναπάω φυλακή. Αν χρειαστεί θα ξαναπάω». Ούτε οι πολύ συχνές επεμβάσεις των αρχών, ούτε οι συλλήψεις των πρωταγωνιστών και άλλων συντελεστών κατάφεραν να μειώσουν την επιρροή του έργου.
Μετά την πτώση της Χούντας οι συντελεστές της παράστασης πήγαν στη Θεσσαλονίκη και στην περιφέρεια. Τα τραγούδια αγαπήθηκαν και πολλά από αυτά τραγουδήθηκαν από τον κόσμο. Το 1974 δισκογραφήθηκαν από την Columbia με τον Σταύρο Ξαρχάκο να κάνει την ενορχήστρωση και να έχει αναλάβει τη διεύθυνση της ορχήστρας.
Μόνο κάποια ολιγόλεπτα αποσπάσματα έχουν σωθεί από «το Μεγάλο μας Τσίρκο», ένα έργο που ξεπέρασε την εποχή του και τις προθέσεις του δηµιουργού χάρη στην ευφυΐα του συγγραφέα του, την υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών αλλά την ενθουσιώδη υποδοχή του κόσμου.