Χαρακτηριστική φυσιογνωμία της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου έπαιζε συνήθως τον στοργικό πατέρα, τον χωροφύλακα, τον δήμαρχο-κοινοτάρχη ή τον μέντορα των πρωταγωνιστών όπου παρουσιαζόταν παραδοσιακός και αυστηρός, αλλά πάντοτε καλόκαρδος, δίκαιος και ευχάριστος.
Ο Παντελής Ζερβός ζούσε τους ρόλους του, βίωνε την αγάπη, το φόβο, την λύπη, την απελπισία, την απόγνωση και την μετέδιδε αυθόρμητα, μη συνειδητά και χωρίς επεξεργασία. Συνεργάστηκε με τους καλύτερους θιάσους της εποχής ενώ και η παρουσία του στην κινηματογράφο επίσης υπήρξε μεγάλη. Ένας στοργικός πατέρας, ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης, ένας δοτικός άνθρωπος, ένας εξαιρετικός καρατερίστας κι ένας ανεκτίμητος ηθοποιός και θεατρίνος.
Η μεγαλύτερη τραγωδία που είχε να κάνει με το χαμό του παιδιού του, τον βρήκε λίγο πριν βγει να παίξει στην Επίδαυρο. Μόνο όταν έπεσε η αυλαία και μετά από ένα παρατεταμένο χειροκρότημα είχε έρθει η ώρα για εκείνον να πενθήσει…
Ο Παντελής Ζερβός γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1908 στην Περαχώρα Κορινθίας λίγο έξω από το Λουτράκι. Έζησε πίκρα και απώλεια από νωρίς στη ζωή του. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έχασε τη μητέρα του και στα οκτώ του χρόνια έμελλε να φύγει από τη ζωή και ο πατέρα του.
Οι συγγενείς τότε αποφάσισαν να τον βάλουν εσώκλειστο στο Τζάνειο Ορφανοτροφείο αλλά εκείνος δεν θα έμενε πολύ. Είχε αποφασίσει να πάρει τη ζωή στα χέρια του και το έκανε. Ήταν αποφασισμένος όμως να μορφωθεί, να τελειώσει το σχολείο και να μάθει και καλά αγγλικά.
Το πρωί δούλευε σε καφενείο στον Πειραιά, παρακολουθούσε νυχτερινό σχολείο και το βράδυ πουλούσε αναψυκτικά στους περαστικούς. Κατατάχθηκε στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό και έφτασε μάλιστα στον βαθμό του αρχινοσοκόμου.
Ο Παντελής Ζερβός είχε καλή φωνή κι έτσι αποφάσισε να πάρει μέρος στον διαγωνισμό νέων ταλέντων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όπου εντυπωσίασε με την φωνή του.
Την εποχή εκείνη ο Κάρολος Κουν ξεκινούσε δειλά τη δραματική σχολή του. Μια μέρα, ενώ συζητούσε με τους μαθητές του, άκουσε απ’ έξω ένα ηχηρό γέλιο. Βγήκε και είδε έναν ναύτη. Ήταν ο Παντελής Ζερβός. Ο Κουν τον ρωτάει: «Θέλεις να παίξεις στο θέατρο;» «Φυσικά», απαντάει ο Ζερβός. Αυτό ήταν. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και συνεργάστηκε με τους καλύτερους θιάσους της εποχής του.
Έπειτα ήρθε ο κινηματογράφος, οι 70 ταινίες και το πρώτο βραβείο δεύτερου ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960, για τον ρόλο του παπα-Φώτη στην ταινία Μανταλένα.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον εκδικητικό θείο του Ηλιόπουλου στους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες», τον ετοιμόλογο παπά στη «Μανταλένα», τον γραφικό βουλευτή στο «Ζητείται ψεύτης» ή τον αυστηρό πατέρα της Λάσκαρη στον «Ατσίδα»;
Ο Παντελής Ζερβός ήταν παντρεμένος και είχε τρεις κόρες. Η οικογένεια ζούσε στο Παλαιό Φάληρο τον χειμώνα και τα καλοκαίρια η μητέρα με τις κόρες της πήγαιναν στη Σαντορίνη, στον τόπο καταγωγής της συζύγου του.
Η προσωπική τραγωδία θα του χτυπούσε για άλλη μια φορά την πόρτα το καλοκαίρι του 1956. Η οικογένειά του βρισκόταν στη Σαντορίνη για τις καλοκαιρινές διακοπές και ο Ζερβός ήταν στην Επίδαυρο. Ο Εγκέλαδος της 9ης Ιουλίου 1956 που ισοπέδωσε το νησί έθαψε κάτω από τα ερείπια τη μικρή του κόρη, την 12χρονη Ευδοξία. Η γυναίκα του κι οι άλλες δυο κόρες πρόλαβαν και βγήκαν απ’ το σπίτι και σώθηκαν. Το βράδυ λίγο πριν βγει στη σκηνή για να παίξει έμαθε το τραγικό νέο: «Σκοτώθηκε η Ευδοξούλα» του είπαν.
Εκείνος, έπνιξε τον πόνο του και βγήκε στο θέατρο. Παίζει. Τελειώνει. Υποκλίνεται. Το κοινό δεν ξέρει, το κοινό θέλει μόνο να τον βλέπει και να τον χειροκροτεί. Οκτώ φορές, εκείνο το τραγικό, για τον ίδιο, βράδυ, τον καλούν να βγει στη σκηνή για τον χειροκροτήσουν αχόρταγα, να τον απεθεώσουν.
Μόλις το χειροκρότημα σώπασε, εκείνος γύρισε στα παρασκήνια. Εκεί μπορούσε πια να θρηνήσει για τον χαμό του παιδιού του. Σωριάζεται λιπόθυμος στο πάτωμα.
Το δράμα έμελλε να έχει συνέχεια. Τρία χρόνια αργότερα, κατά την εκταφή, διαπιστώθηκε πως το κοριτσάκι είχε ενταφιαστεί ζωντανό (η σορός της είχε αλλάξει θέση μέσα στο φέρετρο).
Ο Παντελής Ζερβός κράτησε για πάντα μέσα του αυτό το μυστικό, ακόμα κι από τη γυναίκα του. Το εξομολογήθηκε λίγο πριν από το τέλος του: «Εκείνες τις τραγικές μέρες στο νησί, όποιον σκουντούσαν και δεν σάλευε, τον έθαβαν», είπε σε πολύ μεταγενέστερη συνέντευξή του.