Ας ξεκινήσουμε με κάποια μη αντικειμενικά δεδομένα. Όσον αφορά τον κινηματογράφο δεν υπάρχουν πράγματα που ισχύουν για όλους. Κάποιοι βλέπουν σινεμά με όλες τους τις αισθήσεις σε εγρήγορση και κάποιοι απλά για διασκέδαση. Φυσικά υπάρχει και όλο το ενδιάμεσο φάσμα.
Σε κάθε μα κάθε περίπτωση ωστόσο, όσο «σκληρό» προφίλ αποφασίζει να περάσει ένας άντρας ή μία γυναίκα αποκλείεται να μην έχει «σπάσει» ή έστω να έχει επηρεαστεί από κάποιες ταινίες.
Σε αυτό το κείμενο θα γίνει μία προσωπική κατάθεση των ταινιών αυτών που επηρέασαν σε τέτοιο βαθμό που εκείνη η πρώτη θέαση ήταν ίσως και η τελευταία μιας και το συναισθηματικό φορτίο ήταν πολύ μεγάλο για να το διαχειριστεί κάποιος. Πόσο μάλλον όταν αυτή η θέαση έγινε σε κρίσιμη ηλικία.
Στο κείμενο θα υπάρξουν spoilers. Βέβαια για να γίνει ένα spoiler σημαίνει ότι δεν έχετε παρακολουθήσει τις εν λόγω ταινίες. Αν κάτι τέτοιο είναι αλήθεια, τι έχει πάει στραβά; Επίσης η επιλογή έγινε μετά από κόπο καθώς έπρεπε να καταλήξω σε αυτές που όντως με τσάκισαν.
Το «Freedom» στο Braveheart (1995)
O Μελ Γκίμπσον μπορεί να μην είναι αρεστός για τις κινηματογραφικές του επιλογές. Αυτό που πρέπει να του αποδοθεί ωστόσο είναι ότι στις επικές ταινίες που έχει επιλέξει να σκηνοθετήσει, να πρωταγωνιστήσει ή και τα δύο είναι εξαιρετικός. Σαν να είχε κάποια συμφωνία με το καλλιτεχνικό του όραμα να ενσαρκώνει αρκετά καλά επικούς λαϊκούς ήρωες οι οποίοι ενέπνευσαν τους καταπιεσμένους να κάνουν το άλμα προς την ελευθερία παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια τους.
Για το Braveheart απέσπασε πέντε βραβεία Όσκαρ. Και πώς να μην το κάνει όταν η υπερπαραγωγή με πρωταγωνιστή τον Σκοτσέζο μαχητή Γουίλιαμ Γουάλας καθόρισε σχεδόν μία γενιά θεατών και επικών ταινιών.
Το φιλμ βρίθει από συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα και ο Γκίμπσον σε κάνει να παίρνεις πολύ εύκολα θέση όσον αφορά τα πεπραγμένα της ταινίας. Για να φτάσουμε στο τέλος με τον βασανισμό και αποκεφαλισμό του πρωταγωνιστή από τους Άγγλους σαν παραδειγματισμό προς τους μαχόμενους Σκοτσέζους και το σπαρακτικό «Freedom» να ακούγεται μέχρι το Βόρειο Πόλο. Οι περισσότεροι την επόμενη γυρίσαμε στην συνήθη ρουτίνα μας αλλά για εκείνα τα λίγα λεπτά πιστέψαμε ότι μπορούμε να απαλλαγούμε από κάθε ζυγό μας.
Κάθε δευτερόλεπτο του I Am Sam (2001)
Εδώ θα μπορούσαμε να μην γράψουμε λέξη και να ξεκινήσουμε να κλαίμε μόνο και μόνο από την περίληψη. Είτε από το τρέιλερ. Ένα πολύ δύσκολο θέμα σε μία περίοδο όπου τα social media δεν είχαν τέτοια επίδραση στη ζωή και κατ’ επέκταση ζητήματα όπως η κοινωνική αντιμετώπιση των ΑμΕΑ, ο ρατσισμός, το bullying και ο αποκλεισμός δεν είχαν την δημοσιότητα που έχουν πλέον. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν αλλάξει και οι αντιλήψεις λόγω δημοσιότητας.
Ένας συγκλονιστικός Σον Πεν με την πιτσιρίκα Ντακότα Φάνινγκ να δίνουν ρεσιτάλ ως μπαμπάς με νοητική στέρηση και την κόρη του η οποία μέσω δικαστηρίων και κοινωνικών λειτουργών φεύγει από την κηδεμονία του.
Το «I Am Sam» είναι ταινία η οποία ανοίγει, πέρα από τις βρύσες, μυαλά και μπορεί να αλλάξει αντιλήψεις.
Το ατελείωτο τρέξιμο του Forrest Gump (1994)
Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο χαρακτήρας που ενσάρκωσε ο Τομ Χανκς στην ταινία που έκανε πάταγο στα 90s, έκανε όλα αυτά που έκανε. Το ατελείωτο τρέξιμο για δύο μήνες σε όλη την Αμερική «χωρίς κανένα λόγο». Απλά γιατί ο Forrest Gump είχε «όρεξη για τρέξιμο».
Όταν κάποιος όμως θέσει την ταινία και τη σεναριακή της δομή αλλά και την εξέλιξη του φιλμ μέσα στο κατάλληλο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στις ΗΠΑ αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο θα καταλάβαινε ότι ο Gump ήταν η μετενσάρκωση του ανθρώπου που έζησε τα 60s και τα 70s ηθελημένα ή άθελα από μέσα και πολύ έντονα.
Το flower power κίνημα και οι χίπις και πώς μία ολόκληρη γενιά καταστράφηκε από τα νέα ναρκωτικά που έπεσαν αφειδώς στις κοινωνίες. Ο ρατσιμός που είτε με την κουκούλα της Κου Κλουξ Κλαν είτε με το προσωπείο του «America first» συνεχίζει να δηλητηριάζει τις ζωές των ανθρώπων στις ΗΠΑ. O πόλεμος του Βιετνάμ που πλήγωσε ανείπωτα την Αμερική όπως και τα πολιτικά σκάνδαλα.
Ποιος άλλωστε άντεξε να μην αφήσει τα συναισθήματά του να τον συνεπάρουν όταν η αγαπημένη του Forrest, Jenny (Robin Wright) του ανακοίνωσε ότι είναι άρρωστη «από κάποιο άγνωστο ιό». Πιθανότατα να αναφερόταν στον HIV που άρχισε να θερίζει τη νεολαία. Ή όταν ο Τομ Χανκς με μία όψη σαν εκείνη του Ναυαγού, σταμάτησε ξαφνικά το τρέξιμο και είπε σε όσους τον ακολουθούσαν «κουράστηκα. Θέλω να πάω σπίτι μου».
Εγώ προσωπικά είδα την ταινία όταν ακόμα πήγαινα σχολείο και ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που την παρακολούθησα. Και το απέφυγα εν γνώσει μου.
Τα απανωτά χαστούκια στον Will Smith στο «Κυνήγι της Ευτυχίας» (2007)
Ναι, σεναριακά μπορεί να ήταν υπερβολικά τσίζι. Και τα κινηματογραφικά χαστούκια που δεχόταν ο Will Smith ως φτωχός πατέρας να ήταν απανωτά και σκληρά. Αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι είτε βρήκαμε την ταινία «Το Κυνήγι της Ευτυχίας» συναισθηματικά εκβιαστική είτε όχι, το δράμα του πρωταγωνιστή είναι από αυτά που λέμε «μη σου τύχει».
Οι αγωνιώδεις προσπάθειες να βρει μία δουλειά που θα του επέτρεπε να ζει αξιοπρεπώς εκείνος και ο μικρός του γιος έκαναν και τους πιο «σκληρούς» να λυγίσουν. Από που να ξεκινήσουμε και πού να τελειώσουμε. Από το ότι σταδιακά πατέρας και γιος έμεναν άστεγοι; Από το στιγμιότυπο στον ηλεκτρικό που στέκονται στο παγκάκι με όλο το βιος τους; Από κάθε στιγμή που ο Will Smith απογοητεύει τον γιο του αλλά ταυτόχρονα δεν τα παρατάει;
Δηλαδή ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και ας παραδεχτούμε ότι κλαίγαμε και εμείς παρέα με τον Κρις Γκάρντνερ που κοιμήθηκε με τον γιο του μέσα σε μία τουαλέτα…
Πώς ο φόβος για τον Άλλο μπορεί τελικά να νικήσει, όπως στον «Βασιλιά» (2002)
Ο «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο μου Βαγγέλη Μουρίκη είναι ίσως μία από τις πιο υποτιμημένες ελληνικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών.
Και αυτό μπορεί να έχει ως αιτία το γεγονός ότι τα πραγματικά γεγονότα που ενέπνευσαν την ταινία του 2002 είναι παντού γύρω μας. Ακόμα και μέσα μας. Όλοι και όλες κρύβουμε ένα τέτοιο σκοτεινό κομμάτι εαυτού και απλά κάποιοι προσπαθούμε να το αποτινάξουμε και κάποιοι το αφήνουν να διαπερνά όλοι τους την καθημερινότητα.
Ο Βαγγέλης Μουρίκης ήταν θύμα αυτής της δεύτερης κατηγορίας όταν και αποφάσισε να ρίξει μαύρη πέτρα στην σκοτεινή πλευρά του παρελθόντος του που τον οδήγησε στη φυλακή και να κάνει μία νέα αρχή στο χωριό του παππού του στην ελληνική επαρχεία.
Τα ανοικτά μέτωπα του παρελθόντος όμως και ο φόβος για το διαφορετικό και τον Άλλο είναι αρκετά για να νικήσουν κάθε καλή πρόθεση. Και αρκετά για να με κάνουν να κλαίω με λυγμούς από την οργή και τη στεναχώρια μέσα σε ένα ασφυκτικά γεμάτο σινεμά μιας επαρχιακής πόλης.