Θα μπορούσε να έχει μια άνετη ζωή. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας της Αργεντινής, σπούδασε ιατρική και είχε τη δυνατότητα να ζήσει μέσα στα πλούτη και τις ανέσεις. Εκείνος, όμως, διάλεξε τον δύσκολο δρόμο. Παράτησε τα πάντα πίσω του, πήρε το μοτοσικλέτα του και άρχισε να γυρνάει τη λατινική Αμερική προκειμένου να βοηθήσει όσους ανθρώπους το είχαν ανάγκη.
Η μοίρα τον έστειλε δίπλα στον άνθρωπο που είχε στο αίμα του την εξουσία. Που με λιγοστά μέσα και μπόλικο κουράγιο και θάρρος έριξε έναν δικτάτορα που στηριζόταν στις πλάτες των ΗΠΑ.
Οι δυο τους συνέθεταν ένα εκρηκτικό δίδυμο, ικανό για τα πάντα. Μεταξύ τους ανέπτυξαν μια σχέση αδελφική από την οποία, πάντως, δεν έλειπαν οι εντάσεις, ειδικά όταν πλέον όλα είχαν κριθεί. Και τότε οι δρόμοι τους χώρισαν καθώς ο καθένας ήθελε διαφορετικά πράγματα. Ο ένας ήθελε την επανάσταση και ο άλλος την εξουσία.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Φιντελ Κάστρο ήταν δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι που… συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο.
Τα χρόνια στη Σιέρα Μαέστρα
Η οικογένεια του Ερνέστο Γκέβαρα ήταν μια πλούσια οικογένεια, από αυτές που θα λέγαμε σήμερα πως ανήκουν στην ολιγαρχία. Ο πατέρας του, περονιστής και αρχιτέκτονας παρείχε στην οικογένεια του κάθε άνεση.
Ο Ερνέστο, ωστόσο, ένας ασθματικός νεαρός, δεν είχε καμία διάθεση να ζήσει μέσα στην άνεση και τα πλούτη. Σπούδασε γιατρός με μοναδικό στόχο να βοηθήσει τους φτωχούς. Έτσι, μόλις τελειώνει τις σπουδές του, ανεβαίνει πάνω στη μοτοσικλέτα του και με λιγοστά προσωπικά αντικείμενα ξεκινά ένα ομηρικό ταξίδι στη λατινική Αμερική.
Βοηθάει τους φτωχούς και όσους ήταν αποκλεισμένοι από τα ούτως ή άλλως φτωχικά συστήματα υγείας. Έρχεται αντιμέτωπος με κοινωνικές ανισότητες και αδικίες και η φλόγα που είχε μέσα του φουντώνει.
Τον Σεπτέμβριο του 1954 και αφού έχει γυρίσει μέχρι τότε τις περισσότερες από τις χώρες της λατινικής Αμερικής, φτάνει στο Μεξικό. Εκεί μετά από περίπου ένα χρόνο γνωρίζει τον Ραούλ Κάστρο ο οποίος τον ενημερώνει για το σχέδιο μιας χούφτας Κουβάνων για ένοπλη εξέγερση κατά του δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα.
Λίγο καιρό μετά θα γίνει και η συνάντηση που θα του αλλάξει τη ζωή. Έρχεται σε επαφή με τον Φιντέλ Κάστρο ο οποίος τον πείθει να μπει στο κίνημα της «26ης Ιουλίου» ως γιατρός προκειμένου να βοηθάει και τους ντόπιους αλλά και τους αντάρτες.
Ο Γκεβάρα «μαγεύεται» από την έντονη προσωπικότητα του Κάστρο για τον οποίο όμως στην αρχή δεν είχε εμπιστοσύνη πως θα τα καταφέρει.
Οι δυο τους μαζί με λιγοστούς ακόμα συντρόφους τους (δεν ξεπερνούσαν τα 80 άτομα) ξεκινούν στις 25 Νοεμβρίου 1956 από το Μεξικό, με ένα μικρό πλοιάριο, το Γκράνμα, για την Κούβα. Η ομάδα πέφτει σε ενέδρα των στρατιωτών του Μπατίστα και όσοι γλιτώνουν καταφεύγουν στην οροσειρά της Σιέρα Μαέστρα απ’ όπου ξεκινούν την μεγάλη έφοδο προς την Αβάνα.
Την πρωτοχρονιά του 1959, και ενώ πλέον ο Τσε εκτός από γιατρός είναι και κομαντάντε των ανταρτών, ο Μπατίστα φεύγει από την Κούβα και οι επαναστάτες μπαίνουν θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα της χώρας.
Ένα υπουργείο σε έναν άνθρωπο που μισούσε τα γραφεία
Στην μετεπαναστατική Κούβα, ο «Τσε» είναι μέλος της «αγίας τετράδας». Μαζί με τα αδέρφια Κάστρο και τον Καμίλο Σιενφουέγος, αποτελούν την ραχοκοκαλιά της κυβέρνησης. Αρχικά αναλαμβάνει τη διοίκηση του φρουρίου Λα Καμπάνια για να εξετάζει τις εφέσεις των δυο επαναστατικών δικαστηρίων.
Στη συνέχεια διοικεί το Εθνικό Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης και το Νοέμβριο του 1959 αναλαμβάνει την διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας. Τον Φεβρουάριο του 1961 διορίζεται από τον Φιντέλ, υπουργός βιομηχανίας της Κούβας.
Ο «Τσε», ωστόσο, δεν χωρούσε σε κοστούμια. Είτε μεταφορικά, είτε κυριολεκτικά. Αρνείται να παίρνει ακριβά δώρα. Πηγαίνει στο υπουργείο του με το λεωφορείο, πηγαίνει στα χωράφια και βοηθάει στη συγκομιδή ζαχαροκάλαμου, πηγαίνει στα εργοστάσια και βοηθάει τους εργάτες.
Παράλληλα, ως ένθερμος υποστηρικτής της επαναστατικής κομμουνιστικής ιδεολογίας έρχεται αρκετές φορές σε κόντρα με τον Φιντέλ Κάστρο. Βασικό σημείο τριβής είναι πως οι ιδέες αυτές θα πρέπει να έχουν άμεση και καθημερινή εφαρμογή στην καθημερινή διακυβέρνηση της χώρας, κάτι που δεν εφάρμοζε πλήρως ο περισσότερο συγκεντρωτικός Κάστρο.
Η πρώτη δημόσια κόντρα των δυο ανδρών έγινε με αφορμή την αγροτική μεταρρύθμιση στη χώρα. Όντας ένθερμος υποστηρικτής μίας ριζικής αλλαγής ο Γκεβάρα κατακεραύνωσε τον πρώτο σχετικό νόμο της κυβέρνησης ως «μετριοπαθή, που δεν αποτολμούσε να υπεισέλθει στα ουσιαστικότερα ζητήματα, όπως ήταν η κατάργηση της μεγάλης γαιοκτησίας».
Οι δυο τους, ωστόσο, συνδεδεμένοι με μια σχεδόν αδερφική σχέση δεν ήρθαν ποτέ σε ευθεία και οριστική ρήξη. Όσο περνούσε ο καιρός, ωστόσο, ο «Τσε» διαπίστωνε πως δεν χωρούσε μέσα στο «πολιτικό κοστούμι» που του είχε… ράψει ο Κάστρο.
Ο επώδυνος χωρισμός και ο θάνατος του αμετανόητου επαναστάτη
Ο Γκεβάρα, πιστός στις κομμουνιστικές ιδέες του, ήθελε να συνεχίσει τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών και σε άλλες χώρες της λατινικής Αμερικής. Αυτό το όνειρο τον «έτρωγε» και όσο πιο πολύ έψαχνε τη νέα επαναστατική του πατρίδα τόσο πιο αιχμηρός γινόταν με τα κακώς κείμενα στην Κούβα αλλά και στη «μητέρα» Σοβιετική Ένωση.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο εύκολα γινόταν αντιληπτό πως ο «Τσε» δεν θα αργούσε να ξεκινήσει το επόμενο ταξίδι του.
Η ευκαιρία που έψαχνε (και ίσως και να επεδίωκε) του δόθηκε τον Δεκέμβριο του 1964. Τότε ήταν που φορώντας τη στρατιωτική στολή εργασίας, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για να μιλήσει στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ.
Ο «Τσε», όπως όλοι περίμεναν, δεν χαρίστηκε στις ΗΠΑ αλλά προς γενική έκπληξη αφήνει κάποιες αιχμές και κατά της ΕΣΣΔ. Οι αιχμές αυτές γίνονται φωνή οργής μερικές εβδομάδες αργότερα στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση που έγινε στο δεύτερο Οικονομικό Σεμινάριο Αφροασιατικής Αλληλεγγύης.
Για πολλούς εκείνη η ομιλία ήταν η πέτρα που έσπασε το τζάμι της σχέσης του με τον Κάστρο. Λέγεται, μάλιστα, πως ο «Τσε» υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από την Κούβα μετά από απαίτηση των Σοβιετικών. Στις 14 Μαρτίου του 1964 επέστρεψε από την Αφρική στην Κούβα. Μετά από περίπου μία εβδομάδα παραμονής του στην Αβάνα, τα ίχνη του χάνονται. Κανείς δεν ξέρει που είναι και τα σενάρια δίνουν και παίρνουν.
Ο Φιντέλ δίνει τέλος, διαβάζοντας σε δημόσια εκδήλωση την αποχαιρετιστήρια επιστολή του «κομαντάντε», που του την έδωσε ο ίδιος λίγο πριν φύγει από το νησί.
«Νιώθω πως έχω πια εκπληρώσει το μέρος εκείνο του χρέους μου, που με έδενε με την κουβανική επανάσταση στο έδαφος της, και σας αποχαιρετώ, εσένα, τους συντρόφους, τον λαό σου που πια είναι και δικός μου. […] Παραιτούμαι επίσημα από τα καθήκοντα μου στην ηγεσία του Κόμματος, από τη θέση του υπουργού, από το βαθμό του κομαντάντε, από την κουβανική υπηκοότητα. Καμιά νομική σχέση δεν με συνδέει με την Κούβα, μόνο δεσμοί άλλου είδους, που δεν μπορούν να σπάσουν, όπως οι διορισμοί σε κάποιες θέσεις» γράφει ο «Τσε» στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς την Κούβα και τον Φιντέλ.
Φεύγει για να προετοιμάσει την επανάσταση αρχικά στο Κονγκό και στη συνέχεια στη Βολιβία. Αυτός θα είναι και ο τελευταίος του σταθμός. Εκεί στις 9 Οκτωβρίου 1967, αφού πρώτα την προηγούμενη ημέρα αυτός και οι σύντροφοί του είχαν πέσει σε ενέδρα στρατιωτών και είχαν συλληφθεί, θα εκτελεστεί στο σχολείο του χωριού Λα Ιγκέρα. Ήταν μόλις 39 ετών.
Επικεφαλής της ομάδας εκτέλεσης ήταν ο πράκτορας της CIA, Φέλιξ Ροντρίγκεζ, ενώ τη σκανδάλη πάτησε ένας αξιωματικούς του Βολιβιανού στρατού που προθυμοποιήθηκε να το κάνει.
«Η ζωή του είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας. Οι δολοφόνοι του θα απογοητευτούν όταν συνειδητοποιήσουν ότι η τέχνη στην οποία αφιέρωσε τη ζωή και την εξυπνάδα του δεν μπορεί να πεθάνει», είπε ο Φιντέλ Κάστρο μερικές ημέρες αργότερα.