Γυρνούσε για ώρα μηχανικά στο χέρι της το πακέτο με τα τσιγάρα, αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια.
Είχα να τη δω ένα χρόνο περίπου και το κορίτσι που καθόταν απέναντι μου, μου φαινόταν σαν ξένο. Μόλις 21 χρόνων τότε και ήταν λες και το βάρος του κόσμου είχε καθίσει στους ώμους της.
Ζούσε ήδη τρία χρόνια στην Αθήνα και δεν σκόπευε όπως έλεγε να ξαναγυρίσει στους δικούς της στην επαρχία.
Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα, τη πρώτη μου μέρα στη σχολή. Καθόταν στη δεύτερη σειρά σε ένα αμφιθέατρο γεμάτο ψαρωμένους πρωτοετείς, που μέσα σε ένα μήνα, θα είχε μείνει το μισό. «Με λένε Κατερίνα, εσένα;». Στο διάλειμμα είχαμε ήδη φύγει για καφέ αφήνοντας πίσω μας την ιστορία της τέχνης και τη βαρετή διάλεξη της καθηγήτριας.
Ήταν το μικρότερο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας από ένα χωριό της Εύβοιας. Δεν ήταν ακόμη σίγουρη τι ήθελε να κάνει στη ζωή της, πίστευε όμως ότι ο μόνος τρόπος για να το μάθει ήταν να φύγει από κει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Μιλούσε πάντα γρήγορα και νευρικά και έβλεπες στα μάτια της μια δίψα να ανακαλύψει και να γευτεί τα πάντα.
Κοντούλα και αδύνατη, την έβλεπα τώρα να κάθεται αμίλητη απέναντί μου και τη φανταζόμουν να κουβαλά τους φορτωμένους δίσκους στο χέρι, στην καφετέρια που δούλευε και να προσπαθεί να ισορροπήσει.
Χαμογέλασα στη σκέψη και τη ρώτησα πώς πάει η δουλειά, μιας και από τη σχολή ήταν εξαφανισμένη. «Καλά, καλά εσύ τι γίνεται;» μου απάντησε βιαστικά προσπαθώντας να αλλάξει κουβέντα. «Την άλλη βδομάδα θα έρθουμε όλες για καφέ μιας και εσύ δεν μας καταδέχεσαι πια». Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και είχε ήδη χλωμιάσει.
Μου ζήτησε συγγνώμη που δεν μπορούσε να κάτσει παραπάνω. «Θα σε πάρω αύριο τηλέφωνο να περάσω από το σπίτι», μου είπε πριν φύγει βιαστικά.
Μια βδομάδα μετά μου ζήτησε να βρεθούμε «κάπου οι δυο μας, θέλω να μιλήσουμε». Γκομενοδουλειά μου μυρίζει, της είπα γελώντας όταν έφτασε σπίτι.
«Οι δικοί μου θέλουν να γυρίσω πίσω…», αποκρίθηκε. «Έμαθαν τα πάντα για μένα και τον Έντι από την αδερφή μου».
Είχαν γνωριστεί λίγο μετά που έπιασε δουλειά στην καφετέρια. Εκείνος προμηθευτής, γύρω στα 27, λιγομίλητος. Είχε έρθει πριν από έντεκα χρόνια από ένα χωριό της Αλβανίας με την οικογένεια του. Δεν είχαν ανταλλάξει τίποτα πέρα από ένα γεια μέχρι ένα βράδυ λίγο πριν κλείσει ταμείο και γυρίσει σπίτι. Έβρεχε και το 608 δε φαινόταν πουθενά. Από την επόμενη μέρα τη γυρνούσε πάντα σπίτι. Την περίμενε δύο στενά πιο κάτω για να μην τους πάρει κανένα μάτι.
Όταν έφερνε τα πράγματα στο μαγαζί δεν αντάλλαζαν ούτε βλέμμα και τα βράδια τον περίμενε με ανυπομονησία και όλη την τρέλα του νεανικού έρωτα. Εκείνη θα έπαιρνε το πτυχίο, μετά θα παντρεύονταν και θα έφευγαν για Θεσσαλονίκη που ένας ξάδελφος του Έντι είχε εκεί δικό του μαγαζί.
Μέχρι που η πραγματικότητα την προσγείωσε απότομα. Τα αναπάντητα τηλεφωνήματα από τους γονείς της και οι απειλές ανάγκασαν την αδερφή της να τους πει τα πάντα. Είχε ένα μήνα διορία να ξενοικιάσει και να γυρίσει πίσω. «Δε σε πληρώναμε και σε σπουδάζαμε για να μπλέξεις με αυτόν. Δε θα μας κάνεις εσύ ξεφτίλα», ήταν τα λόγια του πατέρα της.
Στο τελευταίο τηλεφώνημα από το χωριό, ο αδερφός της, υποσχέθηκε ότι θα «περιποιηθεί» αναλόγως το γαμπρό, έτσι και ανέβει Αθήνα. Η ευυπόληπτη οικογένεια αναρωτιόταν καθημερινά τι έκανε λάθος με τη μικρή και βγήκε έτσι. Την κοιτούσα να μιλάει με το βλέμμα στο κενό.
«Και ο Έντι τι λέει για αυτά;», τη ρώτησα. «Είσαι ενήλικη, μπορείς να κάνεις ό,τι γουστάρεις και με όποιον γουστάρεις», ξεσπάθωσα.
«Το είπε στους δικούς του και τους ζήτησε να μείνω λίγο καιρό μαζί τους μέχρι να πιάσουμε σπίτι. Μου είπε ότι θα με φροντίζει αυτός, να μην ανησυχώ για το σπίτι και τη δουλειά»…
«Ε, μια χαρά τότε, τι ανησυχείς άσε τους δικούς σου να λένε…».
«Δεν έχουμε μιλήσει εδώ και τρεις ημέρες, έχει μπλέξει λέει με κάτι δουλειές», μου απάντησε. «Όλα θα πάνε καλά ρε χαζό, θα δεις», της είπα και έφυγε για τη δουλειά.
Λίγες ημέρες μετά, ένα μήνυμα στο κινητό ήταν η τελευταία φορά που επικοινώνησε μαζί μου. Θα έφευγε την επόμενη για το χωριό και ήθελε να με αποχαιρετίσει. Η οικογένεια του Έντι του είχε απαγορεύσει να έχει οποιαδήποτε επαφή μαζί της, γιατί δε «θέλουμε μπελάδες στο κεφάλι μας. Αυτή είναι Ελληνίδα τι τη θες; Χάθηκαν τα δικά μας τα κορίτσια;».
Κλείνοντας το τηλέφωνο, δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι πόσο διαφορετικά θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν ο Έντι λεγόταν Κώστας ή η Κατερίνα Σίλβια.
Μετά από τόσα χρόνια συνύπαρξης Ελλήνων και Αλβανών στην ίδια χώρα, η ιστορία της Κατερίνας και του Έντι είναι ίσως μια από τις πολλές που θάβονται και αποκρύπτονται, σα να μη συνέβησαν ποτέ…