Είναι από τις πλέον θρυλικές μορφές του κορυφαίου πρωταθλήματος μπάσκετ στον πλανήτη, καθώς μέχρι και σήμερα παραμένει ο αθλητής που έχει σημειώσει τους περισσότερους πόντους στον «μαγικό» κόσμο του ΝΒΑ.
Ο λόγος για τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, του οποίου τους 38.387 πόντους δεν κατάφερε να ξεπεράσει ούτε ο άνθρωπος που άγγιξε την τελειότητα στο άθλημα, ο Μάικλ Τζόρτναν (μάλιστα είναι τέταρτος στη λίστα), ούτε ο Καρλ Μαλόουν (δεύτερος), ούτε ο μετέπειτα ηγέτης της ομάδας που διακρίθηκε, των Λος Άντζελες Λέικερς, ο Κόμπε Μπράιαντ (τρίτος).
Κι όμως, ο θηριώδης αστέρας χρειάστηκε να ξεπεράσει τους 36.000 πόντους στην καριέρα του, πριν σημειώσει το πρώτο του τρίποντο στο ΝΒΑ. Ήταν μια ημέρα σαν σήμερα, πριν από 31 ολόκληρα χρόνια, 24 Φεβρουαρίου του 1987, κόντρα στους Φοίνιξ Σανς, όταν σε ηλικία 40 χρονών, πέτυχε κάτι που φάνταζε αδύνατο για εκείνον, παρόλο που είχε γεμίσει τα αντίπαλα καλάθια με ουκ ολίγα εύστοχα σουτ. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε εντός παιδιάς ποσοστό ευστοχίας που άγγιζε το 56%. Όμως, για έναν άνθρωπο που έχει ύψος 2,18 μ., το τρίποντο δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Γενικά, δεν δοκίμαζε από μακριά. Προτιμούσε να εκμεταλλεύεται το τεράστιο του μπόι και να «βομβαρδίζει» από κοντά, κυρίως με τη χαρακτηριστική του ραβέρσα, που έγινε σήμα κατατεθέν του. Με την οποία για 20 σεζόν όχι μόνο έβγαζε το ψωμί του, αλλά κατάφερε να μπει στο Hall of Fame και να αναδειχθεί έξι φορές πολυτιμότερος παίκτης του πρωταθλήματος. Όλα αυτά μοιάζουν μυθικά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Τζαμπάρ είχε και ένα πρόβλημα όρασης και για τον λόγο αυτό έπαιζε πάντα με τα ειδικά προστατευτικά γυαλιά του.
Το πρώτο δείγμα γραφής και το ντραφτ στο Μιλγουόκι
Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1947 και βαφτίστηκε με το όνομα Φέρντιναντ Λιούις Άλσιντορ Τζούνιορ. Μεγάλωσε στο Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη και ήταν πολύ καλός μαθητής. Τα άλλα παιδάκια τον κορόιδευαν και τον φώναζαν «σπασίκλα». Αυτός ήταν και ο λόγος που έψαχνε την κοινωνικοποίηση και σε άλλους τομείς. Κάτι που έγινε, όταν κάποια αγόρια από μεγαλύτερη τάξη του πρότειναν να παίξει μαζί τους μπάσκετ. Όντας από πιτσιρικάς αρκετά ψηλός, δεν είχε πρόβλημα να παίξει στα ίσα.
Όσο μεγάλωνε, τόσο ψήλωνε. Μάλιστα, η μητέρα του τον έστελνε σινεμά με πιστοποιητικό γέννησης, προκειμένου να πληρώνει παιδικό εισιτήριο, διότι πολλοί τον θεωρούσαν ενήλικο. Συλλογικά, έπαιξε για πρώτη φορά μπάσκετ στο γυμνάσιο που φοιτούσε, το Power Memorial Academy. Όπως φαντάζει λογικό, ήταν το μεγάλο αστέρι της ομάδας του, η οποία είχε 79 νίκες, 2 ήττες και ένα αήττητο σερί 71 αγώνων. Εκεί ξεκίνησε και τη συλλογή τίτλων, με τρία πρωταθλήματα Νέας Υόρκης. Όσον αφορά τις ατομικές του επιδόσεις: τελείωσε το γυμνάσιο με 2.067 πόντους. Ήταν ένας προάγγελος για το τι θα ακολουθούσε…
Στο κολέγιο αγωνίστηκε με το UCLA από το 1966 ως το 1969 και ήταν ο καταλύτης για το ασύλληπτο ρεκόρ των 88 νικών σε 90 παιχνίδια μέσα σε τρεις αγωνιστικές περιόδους. Στο NCAA ο Άλσιντορ αναδείχθηκε δύο φορές MVP της σεζόν, το 1967 και το 1969. Για να περιοριστεί η υπεροχή του κάτω από τα καλάθια, αποφασίστηκε η απαγόρευση του καρφώματος στο κολεγιακό πρωτάθλημα, το οποίο επετράπη ξανά το 1976. Το 1967 και 1968 κέρδισε τον τίτλο του USBWA College Player of the Year, το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Oscar Robertson Trophy.
Ο δρόμος για το ΝΒΑ είχε ανοίξει… Οι Χάρλεμ του έδιναν μυθικό ποσό για εκείνη την εποχή, προκειμένου να παίξει σε αυτούς, όμως οι Μιλγούκι Μπακς, που τον επέλεξαν ως Νο1 στο ντραφτ τον κέρδισαν. Με την πρώτη του σεζόν, 1969-70, τα «ελάφια» έφτασαν στους τελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας, αλλά έχασαν από τους Νικς, που τελικά πήραν και τον τίτλο κόντρα στους Λέικερς. Ο ίδιος αναδείχθηκε δεύτερος σκόρερ στο πρωτάθλημα με 28,2 πόντους μέσο όρο, τρίτος ριμπάουντερ με 14,5 μ.ο. και πήρε το βραβείο του ρούκι της χρονιάς.
Ο παρθενικός τίτλος και ο τραυματισμός στο μάτι
Με την προσθήκη του Όσκαρ Ρόμπερτσον τη σεζόν 1970-71, του ανθρώπου με τα περισσότερα τριπλ-νταμπλ μέσα σε μια σεζόν, πριν τον ξεπεράσει πέρσι ο… διαστημικός Ράσελ Ουέστμπρουκ, οι Μπακς έκαναν το τρίτο καλύτερο ρεκόρ στην ιστορία του ΝΒΑ και έφτασαν στον τίτλο. Με 66 νίκες και ένα σερί 20 αήττητων ματς, το πρωτάθλημα πήγε στο Μιλγουόκι. Ο Άλσιντορ, με 31,7 πόντους ανά παιχνίδι πήρε και το βραβείο MVP της σεζόν.
Οι προγονοί του μεταφέρθηκαν βίαια στην Αμερική ως σκλάβοι και υποχρεωτικά άλλαξαν το όνομά τους. Την 1η Μαΐου του 1971, όταν φόρεσε το πρώτο δαχτυλίδι στα χέρια του, ανακοίνωσε ότι ασπάστηκε τον μουσουλμανισμό και άλλαξε το όνομά του σε αυτό με το οποίο τον γνωρίζει πλέον όλος ο κόσμος: σε Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, που σημαίνει «Ευγενής και Δυνατός Υπηρέτης». Πάντως, η αλλαγή αυτή δεν έφερε και… αλλαγή στις συνήθειες. Με 34,8 πόντους μ.ο. ξαναψηφίστηκε MVP και την επόμενη σεζόν, αλλά δεν πήρε και τον τίτλο. Όπως και τις επόμενες, παρά τα σταθερά του νούμερα σε σκορ και ριμπάουντ.
Στην preseason του 1974 έγινε κάτι που τον σημάδεψε για πάντα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το γεγονός ότι είχε μια μεγάλη διαφορά ύψους από τους υπόλοιπους, έκανε τους αντιπάλους του να τον μαρκάρουν λίγο έως πολύ άγαρμπα. Έτσι, ένας από αυτούς του γρατζούνισε το μάτι, με αποτέλεσμα από τα νεύρα του να ρίξει μπουνιά στη ρακέτα και να σπάσει το χέρι του. Για τον λόγο αυτό έχασε και τα 16 πρώτα παιχνίδια της σεζόν, ενώ ξεκίνησε να φοράει και τα ειδικά γυαλιά, που επίσης τον χαρακτηρίζουν. Αυτή ήταν και η τελευταία του χρονιά στο Μιλγούκι, καθώς το 1975 πήρε μεταγραφή στους Λος Άντζελες Λέικερς.
Ο ακλόνητος «Πύργος της Ισχύος» στην Πόλη των Αγγέλων
Στην πρώτη του σεζόν στο Λος Άντζελες ήταν εντυπωσιακός. Εκτός από τους 27,7 πόντους ανά ματς, ήταν πρώτος στο πρωτάθλημα σε ριμπάουντ και τάπες, με τα 1.111 αμυντικά ριμπάουντ που μάζεψε το 1975-76 να αποτελούν ένα «στοιχειωμένο» ρεκόρ που δύσκολα θα σπάσει κάποιος. Τα νούμερά του δημιουργούσαν δέος, αλλά έπρεπε να φτάσει 1980 για να πανηγυρίσει το πρωτάθλημα και στην Πόλη των Αγγέλων. Όπως άλλωστε έλεγε ο ίδιος, «δεν μπορείς να κερδίσεις αν δεν μάθεις πώς χάνεις».
Χρειάστηκε ένα… ντόμινο στο ντραφτ, για να πάει στους «λιμνανθρώπους» ο… μαγικός Μάτζικ Τζόνσον, για να αλλάξει ξανά η ιστορία. Ο ύψους 2,06 μ. πόιντ γκαρντ θα συνέθετε με τον Τζαμπάρ ένα εκπληκτικό δίδυμο, που έκανε τους Λέικερς κυρίαρχους τη δεκαετία του ’80. «Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι βασικό συστατικό μιας ομάδας, αλλά δεν μπορεί να φτιάξει μία ομάδα», είχε δηλώσει ο γιγαντόσωμος Νεοϋορκέζος και αποδείχθηκε ότι είχε απόλυτο δίκιο.
Μετά από αυτόν τον τίτλο ακολούθησαν άλλα τέσσερα πρωταθλήματα (1981-82, 1984-85, 1986-87, 1987-88) με τους Λέικερς και αναδείχθηκε άλλη μια φορά MVP της σεζόν. Η τελευταία του πρωταθληματική χρονιά, ήταν αυτή που σημείωσε και το τρίποντο, έχοντας κάνει σχεδόν τα πάντα σε συλλογικό επίπεδο. Το 1989 οι Λέικερς θα ξαναφτάσουν στον τελικό του NBA, όπου θα χάσουν (και μάλιστα με 4-0) από τους Ντιτρόιτ Πίστονς, τους οποίους είχαν κερδίσει έναν χρόνο πριν. Μετά τους τελικούς, ο «Πύργος της Ισχύος», σε ηλικία 42 ετών, ανακοίνωσε πως αποσύρεται από την αγωνιστική δράση ύστερα από 20 χρόνια επαγγελματικής καριέρας.
Η ευαισθησία του σε κοινωνικά ζητήματα και το μποϊκοτάζ
«Προσπαθώ να κάνω το σωστό πράγμα στη σωστή στιγμή. Ενδεχομένως να είναι μικρές λεπτομέρειες, αλλά συνήθως αυτές κάνουν τη διαφορά», ήταν ακόμη μια από τις ατάκες του Τζαμπάρ που έγραψαν ιστορία. Από τη φιλοσοφία αυτή, εξηγείται και σε μεγάλο βαθμό η απόφασή του το 1968, σε ηλικία μάλιστα 20 ετών, να μην συμμετάσχει με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, οι κοινωνικές ανισότητες και η άδικη μεταχείριση των Αφροαμερικανών στη χώρα, ήταν οι λόγοι για τους οποίους προχώρησε σε αυτό το μποϊκοτάζ.
Σε μέρος της επιστολής, την οποία δημοσίευσαν οι Times της Νέας Υόρκης, σχετικά με αυτήν την απόφαση, αναφέρεται: «Το 1968 δεν ήταν όπως οι άλλες χρονιές. Ο πόλεμος του Βιετνάμ δίχασε τη χώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά μετά τον εμφύλιο. Η βία είχε ξεπεράσει κάθε όριο στις ΗΠΑ. Πρώτα ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ πυροβολήθηκε, στη συνέχεια ο Ρόμπερτ Κένεντι… Ήμουν 20 ετών. Την ίδια ηλικία είχαν και κάποιοι στρατιώτες που πολεμούσαν και σκοτώνονταν στο Βιετνάμ. Μερικοί από αυτούς ήταν παιδικοί μου φίλοι…».
Η φιλία του με τον Μπρους Λι, η συγγραφή και η λευχαιμία
Από την ημέρα που αποσύρθηκε από τα γήπεδα ως παίκτης, εργάζεται σαν συγγραφέας και έχει εκδώσει αρκετά μεγάλο αριθμό βιβλίων, τα περισσότερα με θέμα το μπάσκετ και τον αθλητισμό, αλλά και για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ζει στη Νέα Υόρκη με τη δεύτερη σύζυγό του, με την οποία έχει και ένα παιδί, ενώ από τον προηγούμενο γάμο του έχει αποκτήσει άλλα τέσσερα… Τζαμπαράκια.
Στον Τζαμπάρ δεν άρεσε μόνο το μπάσκετ, αλλά και οι πολεμικές τέχνες. Ήταν μαθητής και φίλος του Μπρους Λι, ο οποίος του πρότεινε να συμμετάσχει και στην ταινία Game of Death (1972). Η μεταξύ τους μονομαχία έχει περάσει στην ιστορία της έβδομης τέχνης ως μια από τις πλέον επικές. Ο Αμερικανός αστέρας του ΝΒΑ ήταν ένας από τους ελάχιστους παρευρισκόμενους της κηδείας και ταφής του Λι στο κοιμητήριο του Σιάτλ (είχε προηγηθεί η συμβολική κηδεία στο Χονγκ Κονγκ). Επίσης, έπαιξε και στην κωμωδία του 1980, Airplane, που έπαιξε τον ρόλο του συγκυβερνήτη. Γενικά, οι εμφανίσεις του στον φακό ήταν αρκετές και ειδικά στην τηλεόραση, συνήθως υποδυόμενος τον εαυτό του…
Τον Ιανουάριο του 2012, η Χίλαρι Κλίντον ανακοίνωσε ότι Τζαμπάρ αποδέχθηκε την απόφαση του υπουργείου εξωτερικών των ΗΠΑ και ορίστηκε πρεσβευτής πολιτισμού της χώρας. Μάλιστα, δεν ξέχασε την αφροαμερικανική παράδοση σε αυτό το πόστο. «Θυμάμαι ότι ο Λούις Άρμστρονγκ έκανε πρώτος πίσω για τον πρόεδρο Κένεντι, έναν εκ των ηρώων μου. Είναι ωραίο που ακολουθώ τα βήματά του», είχε τονίσει στη σχετική συνέντευξη Τύπου, διευκρινίζοντας τους λόγους της απόφασής του.
Το 2008, ο Τζαμπάρ διαγνώστηκε με μια μορφή λευχαιμίας. Για το ζήτημα της υγείας του επισήμανε ότι η αγωγή που ακολουθεί είναι καθημερινή και παρακολουθείται από τους καλύτερους επιστήμονες. Το 2011 θεωρείσαι ότι τα συμπτώματα εξαφανίστηκαν και ενθουσιασμένος ανακοίνωσε μέσω Twitter ότι απαλλάχθηκε από τον καρκίνο. Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, είπε με πίκρα ότι «ποτέ δεν ξεφεύγεις από τον καρκίνο»… Παρόλα αυτά, συνεχίζει τη μάχη του και το άστρο του συνεχίζει να δίνει φως στον κόσμο του μπάσκετ και όχι μόνο. Άλλωστε, η φανέλα με το Νο 33 θα παραμένει για πολλά χρόνια ακόμη κρεμασμένη στην οροφή του «Staples Center».