Την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου θα πραγματοποιηθεί η γιορτή του μπάσκετ στις ΗΠΑ, το All Star Game 2018. Σε αυτήν, για ακόμη μια φορά και όντας μάλιστα δεύτερος σε προτιμήσεις στη σχετική ψηφοφορία, πίσω από τον «Βασιλιά» ΛεΜπρόν Τζέιμς, θα δώσει το παρών και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Ο Έλληνας φόργουορντ, που συνεχίζει να εντυπωσιάζει με τις επιδόσεις του τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ και βελτιώνεται συνεχώς, έτοιμος να γράψει ιστορία, όπως πολλοί περιμένουν. Όμως, η τύχη του 23χρονου αστέρα ίσως να ήταν πολύ διαφορετική, εάν στον δρόμο του δεν είχε βρεθεί ο Σπύρος Βελλινιάτης. Ο άνθρωπος που ανακάλυψε τόσο τον Γιάννη όσο και τον Θανάση, αυτός που με την προσωπική του… τρέλα έτρεξε το πρότζεκτ Αντετοκούνμπο, μίλησε στο newsbeast.gr τόσο για το μεγάλο «θαύμα» που πέτυχε, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε για να φτάσει ο μεγάλος πρωταγωνιστής των Μιλγουόκι Μπακς το potential του, τον τρόπο που «έψησε» την οικογένειά του να τον αφήσει να ασχοληθεί αποκλειστικά με το μπάσκετ, αλλά και για το εάν διατηρούν επαφές. Επίσης, απάντησε στο τι έκανε να ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με παιδιά μεταναστών, με τι ασχολείται αυτήν τη στιγμή και εάν μπορεί να βγάλει… νέους Αντετοκούνμπο, ενώ έστειλε και το μήνυμά του σε αυτούς που δεν αντέχουν να βλέπουν έναν μαύρο αθλητή με τα γαλανόλευκα.
«Μια προσπάθεια που ξεκίνησε πολύ πριν τον Γιάννη»
Συναντήσαμε τον Σπύρο στο κλειστό των Εξαρχείων. Εκεί είναι που συνεχίζει την προπονητική του καριέρα, έχοντας αναλάβει τις τύχες του Ανταίου σε Παίδες και Άνδρες. Παράλληλα, ο σύλλογος διατηρεί και τμήμα Νεανίδων όπως και Γυναικών. Έχει περάσει από Εθνικό Πατησίων, Πήγασο Κυψέλης, Δάφνη, Φιλαθλητικό, Ρουφ, Τρεις Αστέρες, Μοσχάτο, Μαρούσι και πλέον συνεχίζει εκεί την προσπάθεια που ξεκίνησε πολύ πριν το 2007, όταν ανακάλυψε τους Αντετοκούνμπο. «Τη δεκαετία του ’90, στα Κάτω Πατήσια, ήταν που ξεκινήσαμε να μαζεύουμε παιδιά μεταναστών, για να τα ενσωματώσουμε στον Εθνικό και στον Πήγασο Αγίου Στεφάνου (υπάρχουν δύο Πήγασοι). Αυτή ήταν η πρώτη γενιά που “κυνηγήσαμε” μαζί με τον Μανώλη Περρή, συνάδελφο προπονητή, που με οδήγησε να καταλάβω ότι υπήρχε μια ομάδα ταλαντούχων παιδιών, στα οποία οι μεγάλες ομάδες δεν έδιναν καμία σημασία». Η πρώτη φορά που γνώρισα τον Σπύρο, ήταν όταν εκείνος εργαζόταν ως σεκιούριτι τα βράδια στην «Εξέδρα των Σπορ», με σκοπό να βγάλει ένα έξτρα μεροκάματο. Εκεί ήταν που μου είχε πει για πρώτη φορά το πρότζεκτ που έτρεχε, αλλά η αλήθεια είναι ότι παρά τη φλόγα στα μάτια του, θεωρούσα ότι υπάρχει μια υπερβολή. Άλλωστε, πώς θα χαρακτήριζε οποιασδήποτε άλλος στη θέση μου έναν άνθρωπο που έλεγε ότι «έχω κάτι παιδιά, μετανάστες από Αφρική, που θα πάνε σίγουρα στο ΝΒΑ!». Όταν… έσκασε η βόμβα με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο στα ντραφτ, σχεδόν όλη η Ελλάδα έμεινε έκπληκτη. Όχι όμως και εκείνος. «Θεωρούσα ότι ήταν θέμα χρόνου να ξεπηδήσει το επόμενο μεγάλο ταλέντο. Το 2005 ήμουν στον Φιλαθλητικό. Πήγαινα συχνά στον Τρίτωνα και έβλεπα πώς δούλευε ο φίλος μου ο Βασίλης Ξενάριος και παρακολουθούσα τον Θανάση και την εξέλιξή του. Τότε είδα και τους άλλους τρεις: τον Γιάννη, τον Κώστα και τον Αλέξανδρο. Εκεί κατάλαβα ότι υπάρχει το απόλυτο. Παιδιά που ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα φανούν. Γνώριζα ότι δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός και ότι έπρεπε να τον δημιουργήσω. Είχα μάθει ότι στον Φιλαθλητικό είχαν δώσει σε ένα Ελληνόπουλο από επαρχία μια υποτροφία και ότι είχαν στο δυναμικό τους ένα παιδί από την Αφρική. Διέκρινα πως δεν είχαν κάποιο πρόβλημα με τα παιδιά μεταναστών και πρότεινα στον έφορο τα ομάδας, τον Λουκά Καρακούση, τον Γιάννη. Ο Τάκης Ζήβας, ο προπονητής της ομάδας, που είχε όλη την εποπτεία, έδωσε το “OK”». Και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία.
«Λίγοι κατάλαβαν ότι χάθηκαν δέκα Αντετοκούνμπο»
Αλλά, ο δρόμος μόνο στρωμένος με… ροδοπέταλα δεν ήταν. «Όλοι πανηγύριζαν για τον Αντετοκούνμπο, αλλά λίγοι κατάλαβαν ότι χάθηκαν δέκα Αντετοκούνμπο. Αποκορύφωμα ήταν ότι δεν αξιοποιήθηκε ποτέ το ταλέντο του Κέισι Ογκουνόρι. Ούτε τότε καταλάβαμε τι γινόταν, ούτε τώρα καταλαβαίνουμε. Η κοινωνία δεν εκμεταλλεύτηκε αυτό το “μπαμ” με τον Γιάννη, για να βοηθήσει κι άλλα παιδιά να ενσωματωθούν στην κοινωνία μέσω του αθλητισμού, της μουσικής, του θεάτρου και κάποιου φορέα καλών τεχνών». Εκείνος, όμως, σε αυτήν την περίπτωση ήταν προετοιμασμένος. «Όταν κατάλαβα ότι η οικογένεια είχε πρόβλημα διαβίωσής, τους πρότεινα εργασία. Η λύση αυτή δεν τελεσφόρησε και ο Καρακούσης επενέβη και πρότεινε στην οικογένεια ένα αντίτιμο 500 ευρώ τον μήνα. Και αυτό λειτούργησε, γιατί έτσι δεν έστελναν τα παιδιά να δουλεύουν. Με αντάλλαγμα αυτό, τους ζήτησα ένα 7% από το πρώτο συμβόλαιο, αν πάνε σε ομάδα στο ΝΒΑ ή στη Euroleague». Αυτομάτως, η ερώτηση που ήρθε, ήταν εάν πήρε αυτά τ χρήματα. «Δεν τα πήρα. Περιμένω κάποια στιγμή να κάνουν αυτό που είχαμε συμφωνήσει», τονίζει ο Σπύρος. Για να συνεχίσει αναφορικά με τις δυσκολίες που βίωσε η οικογένεια Αντετοκούνμπο και οι οποίες είχαν αντανάκλαση στα παιδιά: «Ακόμη και ο Γιάννης δεν είχε μια συνέπεια στις προπονήσεις μέχρι και τον τρίτο χρόνο. Όταν υπήρξε μια κρίση στην οικογένεια και πήγαν να τους πετάξουν έξω από το σπίτι, τους βοήθησα να μην συμβεί κάτι τέτοιο. Εκεί ήταν που κατάλαβαν όλοι τη σοβαρότητα, με αποτέλεσμα να βοηθήσουν τόσο ο σύλλογος όσο και η Ομοσπονδία. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Την τελευταία χρονιά στον Φιλαθλητικό ο Γιάννης έκανε τους… παππάδες που ξέρουμε. Άρχισαν να έρχονται ομάδες να τον βλέπουν και όλα είχαν μπει σε μια σειρά».
Δεν έψαξε για νέο… Κούκοτς ή Ράτζα
Τι είδες πάνω τους εκτός από τη σωματοδομή, ήταν η επόμενη ερώτηση στον Σπύρο. «Ο Μανώλης (Περρής), ήταν μαθητής του Ηλία Βλαβάκη, ενός πατέρα του ελληνικού μπάσκετ. Εκείνος με τη σειρά του είχε μεταλαμπαδεύσει σε αυτόν τον τρόπο για το πώς ένα παιδί μπορεί να εξελιχθεί. Είχαμε κάνει ατελείωτες συζητήσεις πάνω στο θέμα. Ο Μανώλης θεωρούσε ότι μπορεί να βγάλει τον καινούργιο Κούκοτς ή Ράτζα… Όταν άρχισαν να φτάνουν παιδιά από την Αφρική στην Ελλάδα, ο σωματότυπος τους μου έδωσε να καταλάβω το διακύβευμα. Είχα την τύχη να ζήσω στις ΗΠΑ για δύο χρόνια, όπως και ότι ασχολήθηκα αργά με το μπάσκετ. Οπότε, δεν είχα στο μυαλό μου… αφορισμούς. Βρήκα και τον Φιλαθλητικό που χρηματοδότησε την όλη προσπάθεια και έτσι δημιουργήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις για να βγει το πρότζεκτ. Αλλά πάντα με προσωπική πρωτοβουλία».
«Να βγάλουμε νέους Αντετοκούνμπο»
Στο κλειστό στον λόφο Στρέφη, βρέθηκε και ο πρόεδρος του Ανταίου μαζί με τον Σπύρο. Ένας άνθρωπος που μια κουβέντα αρκούσε να καταλάβει κανείς τι προσπαθεί να κάνει και για ποιον λόγο χρηματοδοτεί μια νέα προσπάθεια. «Στόχος μας είναι να βγάλουμε νέους Αντετοκούνμπο, αλλά το βασικότερο είναι η χαρά που γεμίζω, όταν βλέπω στα μάτια αυτών των παιδιών την ικανοποίηση που παίζουν μπάσκετ», λέει ο Γιάννης Θωμόπουλος. Όσο για τον Βελλινιάτη: «Πολλοί πανηγύρισαν για τον Γιάννη, αλλά ελάχιστοι ενδιαφέρθηκαν για τα παιδιά που θα έρθουν. Τα έχουμε αφήσει όλα στην τύχη και έτσι αποφάσισα να κάνω αυτήν τη νέα προσπάθεια. Βρήκα τον Γιάννη Θωμόπουλο, που τη στηρίζει, ενώ στο σχήμα αυτό προστέθηκε και ο Γιάννης Καριοοφύλης, στα κορίτσια». «Τα παιδιά αυτά είναι πολύ εύκολο να μπλέξουν σε μια παραβατική διαδικασία. Βλέπουν ότι οι γονείς τους βγάζουν με το ζόρι 500 ευρώ, αλλά ο έμπορος της γειτονιάς τα τριπλάσια. Κακά τα ψέματα, θα δουν αυτόν σαν πρότυπο, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας. Όταν θα σκάσει, θα κλαιγόμαστε. Αλλά όσο αυτή “γεμίζει”, κανείς δεν ασχολείται. Ήθελα να συνεχίσω αυτό που ξεκίνησε με τον Γιάννη, αλλά δεν μας στήριξε κανένας. Η Πολιτεία δεν μας δίνει καν τις ώρες που δικαιούμαστε στο κλειστό. Δεν σκέφτεται πώς να συνδράμει με θετικές πρωτοβουλίες. Υπάρχει μάλιστα μια σημαντική διαφορά: τότε είχα μόνο τον Γιάννη και την οικογένεια Αντετοκούνμπο και άλλα δέκα παιδιά, έτσι μπορούσα να παράσχω αυτήν την υποστήριξη. Τώρα έχω 70. Είναι σαφώς διαφορετικές οι απαιτήσεις…».
«Πήγα κόντρα σε όλους και όλα»
Για το εάν νιώθει δικαίωση, με την ανάδειξη των Αντετοκούνμπο, είναι ξεκάθαρος: «Και βέβαια. Δεν υπάρχει συζήτηση ότι νιώθουμε δικαιωμένοι για τον Γιάννη, όπως και για τον Θανάση. Σκέψου ότι ο Θανάσης ξεκίνησε 15 χρονών και τον σώσαμε για έναν μήνα, γιατί βάσει του παλιού κανονισμού, εάν δεν είχε βγάλει δελτίο, δεν θα μπορούσε να έπαιζε ούτε στα ερασιτεχνικά εφ’ όρου ζωής… Δεν υπάρχει καμία σκέψη για το πώς θα ενσωματώσουμε αυτά τα χαρισματικά, ταλαντούχα και φιλόδοξα παιδιά. Αντί να βλέπουμε τη θετική πλευρά, βλέπουμε το αδιέξοδο να μεγαλώνει και περιμένουμε κάποιον μάγο να το λύσει. Μπορεί κάποιοι να την κατηγορήσουν την οικογένεια Αντετοκούνμπο που έστελνε το παιδί για μεροκάματο, αλλά αυτό βοήθησε τον Γιάννη να μάθει τη σκληρή πραγματικότητα. Εμείς, ουσιαστικά του μάθαμε μια τέχνη και μπορέσαμε να του δώσουμε μια διέξοδο, όπως και στα άλλα αδέλφια. Είχαμε και “σχέδιο Β” και “σχέδιο Γ”. Αυτός είναι ο πρώτος στόχος μου, μια υγιής ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία. Αν από εκεί και πέρα έχουν το χάρισμα, αυτό είναι το μπόνους». Σχετικά με το αν αισθάνεται ικανοποιημένος από αυτά που πήρε, ενώ θα μπορούσε να έχει περισσότερα, απαντάει: «Στο θέμα της αναγνώρισης νιώθω ικανοποιημένος. Αν σκεφτείς ότι ήμουν ο τρελός του χωριού, που με έβριζαν ακόμη και άτομα της ομάδας. Ακόμη και ο Γιάννης με κατηγόρησε κάποια στιγμή ότι τον πούλησα, γιατί δεν είχαμε καταφέρει να του βρούμε ομάδα. Δεν είχε αντιληφθεί τότε ότι κάναμε παγκόσμιο ρεκόρ, για ένα παιδί που δεν ήξερε να σκάει την μπάλα, να βρούμε στην οικογένειά του 500 ευρώ για να μην το στέλνει για μεροκάματο. Σίγουρα δεν νιώθω δικαιωμένος από την Ελληνική Πολιτεία. Αν εξαιρέσουμε τον Γιάννη, έχω βγάλει τον Νίκο Οντουμπιτάν που τρέχει για τα δικαιώματα των μεταναστών, τον Μιχάλη και τον Μανόλη Αφολάνιο και μια σειρά από παιδιά που μέσω του μπάσκετ βρήκαν διέξοδο στην κοινωνία,. Το να έχω πετύχει αυτό το πράγμα, χωρίς να υπάρχει καμία υποστήριξη. Πιστεύω αν μη τι άλλο θα έπρεπε να αναγνωριστεί. Πολλοί προπονητές κάνουν το ίδιο και θα αποτελούσε παράδειγμα να ακολουθήσουν κι άλλοι. Τέλος, στο οικονομικό ζήτημα, περιμένω ακόμη από τον Γιάννη και την οικογένειά του μια κίνηση, όπως είχαμε συμφωνήσει. Γιατί αν εξαιρέσουμε τους Ζίβα και Καρακούση, πήγα κόντρα σε όλους και όλα». Και προσθέτει: «Δεν μπορείς κάθε φορά να κάνεις θαύματα. Εάν δεν μπορείς να τους κεράσεις ένα σουβλάκι ή να πάρεις στην οικογένεια ένα μικρό δώρο, για να τους δείξεις ότι πραγματικά πιστεύεις σε αυτούς, πώς θα το πετύχεις; Πρέπει να υπάρξει ευαισθητοποίηση από σοβαρούς παράγοντες του τόπου. Δεν μπορείς για παράδειγμα να βγάλεις επιστήμονες, εάν δεν υπάρχει το κατάλληλο περιβάλλον. Εάν ο Γιάννης πήγαινε για μεροκάματο, θα είχε χρόνο για προπόνηση;». Πάντως, ο Σπύρος δεν έχει επικοινωνία αυτήν την περίοδο με τον Γιάννη, όπως αποκάλυψε…
«Πώς θα αξιοποιήσεις το καλό, όταν δεν του δώσεις ευκαιρία;»
Γιατί ασχολείται κυρίως με παιδιά μεταναστών, ήταν η επόμενη ερώτηση. «Πιστεύω ότι είναι απωθημένο. Είμαι μισός Έλληνας από τον πατέρα μου και μισός Γερμανός από τη μητέρα μου. Μεγάλωσα με το στίγμα ότι είμαι ο κακός Γερμανός. Όπως κατάλαβα ότι η μάνα μου δεν καταλάβαινε το ελληνικό πλαίσιο, έτσι θεωρούσα ότι και αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πώς λειτουργούν οι Έλληνες. Ο σκοπός είναι να τους πείσεις πως υπάρχει ένα φως στο τούνελ. Μου ραγίζει την καρδιά όταν βλέπω ένα χαρισματικό παιδί να του κόβεται η ευκαιρία. Με συγκινεί το γεγονός ότι στη διαφήμιση της Nike με τον Γιάννη, εκείνος λέει “ο Σπύρος είδε”. Είχα ανοικτά τα μάτια μου. Δεν εθελοτυφλούσα. Τα έδωσα όλα. Μπορεί να αποτύγχανα, αλλά η τύχη με βοήθησε», ήταν α λόγια του. Τέλος, για το τι έχει να πει σε όλους αυτούς που δεν αντέχουν να δουν έναν μαύρο με τα χρώματα της Ελλάδας, σημείωσε: «Οι ανάγκες μας κάνουν να προσαρμοστούμε. Φόβοι υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Και μπορεί να είναι σωστό να υφίστανται… Το θέμα είναι ότι όποιος θέλει να διεκδικήσει το μέλλον, δεν μπορεί να το κάνει με εγωπάθεια και εσωστρέφεια. Είναι και ένα θέμα ρεαλισμού. Η ζωή δεν πάει πίσω. Σίγουρα υπάρχουν προβλήματα, όταν υπάρχει τέτοια κοσμοσυρροή, αλλά αντί να τα αφορίζουμε, πρέπει να βλέπουμε πώς μπορούμε να αναδείξουμε πρακτικά πως κερδίζουμε με το ταλέντο τους. Δες το παράδειγμα: δεν έπαιξε ο Γιάννης με την Εθνική, τον έβριζαν. Ακόμη και αυτός που δεν τον αγαπάει, τον θέλει! Η ουσία είναι να πάρουμε από κάθε κουλτούρα το θετικό, για να βοηθήσουμε τον τόπο μας. Η σοφή ελληνική ρήση λέει “όλοι οι καλοί χωράνε”. Πώς θα αξιοποιήσεις το καλό, όταν δεν του δώσεις ευκαιρία;». Ο ίδιος πάντως πίστεψε στο καλό και δικαιώθηκε. Και θέλει να το κάνει ξανά και ξανά…