Όσο ο ζυγός των Συμμάχων κύκλωνε ολοένα και περισσότερο τη ναζιστική Γερμανία, τόσο πιο βαθιά στην ευρωπαϊκή επικράτεια του Γ’ Ράιχ προωθούνταν τα στρατεύματα των διαφαινόμενων νικητών.
Στις επιθετικές αυτές ενέργειές τους, οι στρατιώτες άρχισαν να έρχονται σε επαφή με ένα αποτρόπαιο θέαμα που δεν χωρούσε ο νους: τα στρατόπεδα εξόντωσης των ναζί.
Οι δεκάδες χιλιάδες όμηροι τους οποίους αντίκριζαν οι συμμαχικοί στρατιώτες είχαν επιβιώσει από τις καταναγκαστικές αυτές πορείες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας στη Γερμανία και υπέφεραν από τις κακουχίες, τον υποσιτισμό και την αρρώστια.
Τα σοβιετικά στρατεύματα ήταν τα πρώτα που μπήκαν ποτέ σε ναζιστική φάμπρικα θανάτου, στο πολωνικό στρατόπεδο του Μαϊντάνεκ, συγκεκριμένα, στις 23 Ιουλίου 1944. Αιφνιδιασμένοι από την ταχύτατη σοβιετική προέλαση, οι υπεύθυνοι του κολαστηρίου δεν πρόλαβαν να εξαφανίσουν τα ίχνη του μαζικού εγκλήματός τους με τη συνήθη μεθοδικότητα που έδειχναν σε τέτοιες επιχειρήσεις συγκάλυψης. Κι ενώ ανατίναξαν το κρεματόριο, δεν πρόλαβαν να κάνουν το ίδιο με τους θαλάμους αερίων.
Αυτή θα ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που το ευρωπαϊκό και αμερικανικό κοινό θα ερχόταν σε επαφή με τα όσα ανατριχιαστικά λάμβαναν χώρα στα κολαστήρια του Γ’ Ράιχ, μέσω των κινηματογραφικών επικαίρων που έπαιζαν στη Δύση. Το ναζιστικό έγκλημα ξεδιπλωνόταν σε όλη του τη ζοφερή έκταση.
Το ίδιο καλοκαίρι, ο Κόκκινος Στρατός αντίκρισε παρόμοια τραγικά θεάματα στα κολαστήρια της Τρεμπλίνκα, του Σομπιμπόρ και του Μπέλζεκ. Αυτά είχαν προλάβει να τα ανατινάξουν οι Γερμανοί ήδη από το 1943, καθώς το έργο της εξόντωσης των Πολωνοεβραίων έφτανε στο τέλος του.
Οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν και το Άουσβιτς-Μπιρκενάου, τη μεγαλύτερη φάμπρικα εξόντωσης της Πολωνίας, τον Ιανουάριο του 1945. Οι ναζί είχαν φροντίσει να εκκενώσουν το στρατόπεδο και να μεταφέρουν την πλειονότητα των ομήρων δυτικά, σε αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως «πορείες θανάτου». Έξι χιλιάδες λιπόσαρκοι αιχμάλωτοι παρέμεναν ωστόσο στο εσωτερικό του όταν πέρασε ο Κόκκινος Στρατός τις πύλες, εκεί που ήρθε για άλλη μια φορά σε επαφή με τα πειστήρια μιας θηριωδίας που κανείς δεν ήταν έτοιμος να αντικρίσει.
Κι ενώ οι Γερμανοί είχαν καταστρέψει τις περισσότερες αποθήκες του στρατοπέδου εργασίας, οι Σοβιετικοί ανακάλυψαν προσωπικά αντικείμενα σε νούμερα που προκαλούσαν ίλιγγο: 348.820 αντρικά κοστούμια, για παράδειγμα, 836.255 γυναικεία πανωφόρια, μερικές δεκάδες χιλιάδες παπούτσια, αλλά και ανθρώπινα μαλλιά βάρους 6,5 τόνων.
Το μέγεθος της ναζιστικής θηριωδίας άφησε έκπληκτη την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη όσο οι εικόνες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της νοτιοδυτικής Πολωνίας κυκλοφορούσαν στη Γηραιά Ήπειρο στις αρχές του 1945. Το Άουσβιτς ήταν ένα από τα έξι βασικά στρατόπεδα εξόντωσης του Γ’ Ράιχ (με θαλάμους αερίων και κρεματόρια) και το μόνο που συνέχιζε να λειτουργεί κατά τους τελευταίους μήνες του Β’ Παγκοσμίου. Περισσότερα από 3 (από τα 6 συνολικά) εκατομμύρια εβραίοι βρήκαν τον θάνατο στα έξι αυτά στρατόπεδα.
Στους επόμενους μήνες, οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν κι άλλα στρατόπεδα κράτησης και εξόντωσης στις χώρες της Βαλτικής και την Πολωνία. Πριν την οριστική παράδοση μάλιστα της Γερμανίας, ήταν και πάλι σοβιετικά στρατεύματα αυτά που απελευθέρωσαν και μια σειρά από κολαστήρια σε γερμανικό έδαφος, όπως το Στούτχοφ, το Σαχσενχάουζεν και το Ράβενσμπρουκ.
Οι Σοβιετικοί δεν ήταν φυσικά οι μόνοι Σύμμαχοι που ήρθαν αντιμέτωποι με τη φρίκη και τον εφιάλτη της καλοδουλεμένης γραμμής παραγωγής θανάτου του Γ’ Ράιχ. Οι Αμερικανοί απελευθέρωσαν το διαβόητο Μπούχενβαλντ στις 11 Απριλίου 1945, λίγες μόλις μέρες αφότου το είχαν εγκαταλείψει τα SS. Οι ΗΠΑ απελευθέρωσαν πολλά ακόμα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, όπως το Νταχάου, το Μαουτχάουζεν, το Φλόσενμπεργκ και το Μίτελμπαου.
Αλλά και οι Βρετανοί μπήκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Βόρειας Γερμανίας, όπως το Μπέργκεν-Μπέλσεν και το Νοϊενγκάμε. Στο Μπέλσεν βρήκαν 60.000 ομήρους σε άθλια κατάσταση, χτυπημένους και από επιδημία τύφου. Περισσότεροι από 10.000 από αυτούς θα έχαναν τις ζωές τους στις επόμενες εβδομάδες.
Όλες αυτές οι απελευθερώσεις των ανατριχιαστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης είχαν ένα κοινό: οι απελευθερωτές έρχονταν αντιμέτωποι με τους σωρούς των πτωμάτων και τα σκελετωμένα παιδιά. Μάθαιναν όσα φρικιαστικά είχαν ζήσει τα προηγούμενα χρόνια οι επιζώντες και συχνά ξεσπούσαν σε βιαιοπραγίες, καθώς η οργή όλων δύσκολα μπορούσε να δαμαστεί.
Το μικρό ποσοστό των ομήρων που επιβίωσαν από την τραγική δοκιμασία του Β’ Παγκοσμίου έμοιαζαν με κινούμενους σκελετούς, την ίδια ώρα που οι Σύμμαχοι έπρεπε να γκρεμίσουν πολλά στρατόπεδα για να περιορίσουν την επέκταση των επιδημιών που μάστιζαν τα κολαστήρια. Γάλλοι και Καναδοί απελευθέρωσαν επίσης στρατόπεδα συγκέντρωσης και περιέγραφαν αντίστοιχες μαύρες καταστάσεις.
Κι ενώ οι Σύμμαχοι ισχυρίζονταν πως οι στρατοί τους τήρησαν κατά γράμμα τη Συνθήκη της Χάγης και τη Σύμβαση της Γενεύης, υποστηρίζοντας πως οι άντρες τους έπραξαν δίκαια σε έναν πόλεμο που πολέμησαν για να αμυνθούν, ξέρουμε πια πως συχνά κατέφυγαν σε πολλές παραβιάσεις των όρων.
Το τι συνέβη στους γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου στα στρατόπεδα κράτησης Σοβιετικών και Αμερικανών μετά την απελευθέρωση είναι λίγο-πολύ γνωστά, όπως είναι και το γεγονός ότι οι βιασμοί των Γερμανίδων από τους σοβιετικούς άντρες έχει χαρακτηριστεί ιστορικά ως «το μεγαλύτερο φαινόμενο μαζικού βιασμού στην Ιστορία», με τις εκτιμήσεις να μιλούν ακόμα και για 1,4 εκατ. βιασμένες γυναίκες σε Πρωσία, Σιλεσία και Πομερανία.
Αν έχαναν όμως την ψυχραιμία τους οι συμμαχικοί στρατιώτες ερχόμενοι σε επαφή με τα γερμανικά κολαστήρια και τα ανείπωτα εγκλήματα των SS, πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα διαφορετικά για τα τραγικά θύματα; Που είχαν υποστεί μυριάδες βασανιστήρια και δεινά τα προηγούμενα χρόνια και τώρα έρχονταν αντιμέτωποι στα ίσα με τους λυσσαλέους βασανιστές τους;
Οι Σύμμαχοι συναντούσαν συχνά στο διάβα τους στρατόπεδα αιχμαλώτων ή εργασίας και, παρά τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν κι εκεί, ο θάνατος δεν ήταν εδώ ο βασικός σκοπός. Κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου όμως, όταν οι Ρώσοι έπεσαν πάνω στο Άουσβιτς, οι Αμερικανοί στο Μπούχενβαλντ και οι Βρετανοί στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, ένα νέο έγκλημα άρχισε να αναδύεται: η «Τελική Λύση» των εβραίων της Ευρώπης.
Η ναζιστική φρουρά του Μπέργκεν-Μπέλσεν συμφώνησε να το παραδώσει στους Βρετανούς στις 15 Απριλίου 1945, λέγοντας πως μέσα του υπάρχουν 9.000 άρρωστοι όμηροι, χτυπημένοι από τύφο, δυσεντερία και φυματίωση. Και ήταν μάλιστα έτοιμοι να το παραχωρήσουν στους Βρετανούς μπας και περιοριστεί η επιδημία που απειλούσε όλη τη νότια Σαξονία πια.
Η πρώτη εντύπωση που είχαν οι Βρετανοί περνώντας τις πύλες του κολαστηρίου ήταν πως επρόκειτο για άλλο ένα κέντρο κράτησης αιχμαλώτων. Αυτό που δεν τους είχαν πει οι Γερμανοί ήταν πως στις προηγούμενες μέρες είχαν μεταφέρει εκεί 60.000 εβραίους από τα γύρω στρατόπεδα που έπεφταν στα χέρια των Συμμάχων, αν και πάλι δεν ήταν ό,τι πιο σοκαριστικό σε αυτό που περιέγραφαν οι άγγλοι στρατιώτες στα ημερολόγιά τους ως ζωντανή εκδοχή της Κόλασης.
Όταν πήγαν να δουν τους κοιτώνες, βρήκαν τα πτώματα 20.000 ανθρώπων στοιβαγμένα προχείρως εδώ κι εκεί και ανάμεσά τους σκελετωμένους ανθρώπους που ούτε να σηκωθούν δεν μπορούσαν. Το στρατόπεδο ήταν εδώ και έξι μέρες χωρίς νερό, συνέπεια ενός συμμαχικού βομβαρδισμού, και κανείς δεν είχε μεταφέρει πόσιμο νερό στους αιχμαλώτους.
Οι χιλιάδες αυτοί επιζώντες, οι «ζωντανοί σκελετοί» που περιγράφουν αποτροπιασμένοι οι άγγλοι οπλίτες, παραήταν αποδυναμωμένοι για να προβούν σε αντίποινα. Και παρά τις προσπάθειες των στρατιωτικών γιατρών των Συμμάχων, οι επιδημίες και ο υποσιτισμός διεκδίκησαν χιλιάδες ακόμα ζωές. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το γεγονός πως οι μισοί περίπου επιζώντες του Άουσβιτς πέθαναν λίγες μέρες μετά την απελευθέρωσή τους.
Οι επιζώντες είχαν, όπως ήταν φυσικό, ανάμεικτες αντιδράσεις κατά τις πρώτες ώρες της ελευθερίας τους. Την ώρα που οι περισσότεροι έψαχναν τη δύναμη να κρατηθούν στη ζωή και να γίνουν καλά από τα δεινά, άλλοι αναζητούσαν τις οικογένειές τους ή πρόσωπα οικεία. Δεν ήταν μάλιστα καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να νιώθουν ακόμα και ένοχοι που επιβίωσαν, ενώ οι γονείς, τα παιδιά και οι φίλοι τους είχαν πεθάνει.
Μια καλή μερίδα δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε απελευθερωθεί. Όπως έγραψε ο επιζώντας του Άουσβιτς και ψυχίατρος κατόπιν Βίκτορ Φρανκλ: «Δειλά, κοιτούσαμε τριγύρω και περιεργαζόμασταν ο ένας τον άλλο με απορία. Μετά αποπειραθήκαμε μερικά βηματάκια εκτός στρατοπέδου. Αυτή τη φορά δεν μας ούρλιαξαν εντολές ούτε και υπήρχε η ανάγκη να σκύψεις γρήγορα για να αποφύγεις κάποιο χτύπημα ή κλοτσιά. ‘‘Ελευθερία’’, μονολογούσαμε, αν και κανείς δεν μπορούσε να τη συλλάβει».
Στο Μπούχενβαλντ η κατάσταση ήταν ελαφρώς διαφορετική, καθώς κατά την απελευθέρωση οργανώθηκε μια ένοπλη ομάδα ομήρων, ένα σωστό αντάρτικο στο στρατόπεδο, για να αντισταθούν στις συνήθεις θηριωδίες της τελευταίας στιγμής που έκαναν οι ναζί όταν εγκατέλειπαν ένα στρατόπεδο.
Τα περισσότερα στρατόπεδα οι Σύμμαχοι τα έβρισκαν εξάλλου με λιγοστό πληθυσμό, συνήθως πολιτικούς κρατουμένους ή ντόπιους αιχμαλώτους. Στο Μαϊντάνεκ, για παράδειγμα, οι Σοβιετικοί συνάντησαν μερικούς πολωνούς αντιφρονούντες που είχαν πιάσει οι ναζί και Ρώσους που είχαν αυτομολήσει στον Άξονα, καθώς οι χίλιοι τελευταίοι εβραίοι και οι γερμανοί φρουροί τους είχαν φύγει με τα πόδια την προηγούμενη μόλις ημέρα.
Υπήρξαν πάντως στρατόπεδα που θύματα και θύτες ήρθαν σε επαφή, είτε γιατί οι Σύμμαχοι προέλαυναν πολλές φορές γρηγορότερα απ’ όσο υπολόγιζαν οι Γερμανοί είτε γιατί ο ναζιστικός σχεδιασμός προέβλεπε άλλα πράγματα για κάθε στρατόπεδο, ανάλογα αν ήταν κέντρο κράτησης αιχμαλώτων πολέμου, στρατόπεδο εργασίας ή κολαστήριο εξόντωσης.
Στο Μπούχενβαλντ, για παράδειγμα, όταν μπήκε η 89η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ, βρήκε μια ολότελα διαφορετική κατάσταση. Το Μπούχενβαλντ είχε εκκενωθεί μερικώς στις 6 Απριλίου και μέχρι τις 11 του μήνα η συντριπτική πλειονότητα των ομήρων είχαν εξαναγκαστεί σε άλλη μια «πορεία θανάτου».
Οι Αμερικάνοι βρήκαν το στρατόπεδο στα χέρια των «κομμουνιστών τροφίμων», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, μια ομάδα ομήρων που είχαν ορμήσει στις αποθήκες οπλισμού και σκότωσαν τους τελευταίους φρουρούς του στρατοπέδου. Η Αντίσταση του Μπούχενβαλντ προετοιμαζόταν ήδη από το 1942 και είχαν συλλέξει μυστικά 91 τουφέκια και ένα πολυβόλο…
Στο Νταχάου η κατάσταση ήταν όμως ολότελα διαφορετική, καθώς εκεί δεν κράτησε κανείς την ψυχραιμία του και αντίποινα έγιναν τόσο από τους αποτροπιασμένους αμερικανούς στρατιώτες όσο και τους ομήρους. Στις 29 Απριλίου 1945, κάπου 50 μέλη των SS εκτελέστηκαν, φρουροί του στρατοπέδου δηλαδή που τις προηγούμενες ημέρες είχαν εκτελέσει αρκετές χιλιάδες αιχμαλώτων και είχαν ξαποστείλει μερικές δεκάδες χιλιάδες ακόμα σε «πορείες θανάτου» σε άλλα στρατόπεδα.
Η οργή ξεχείλιζε στο Νταχάου τόσο από τις στοίβες των πτωμάτων όσο και κάποιους θύλακες ναζιστικής αντίστασης μέσα στο συγκρότημα του στρατοπέδου. Όπως περιγράφει όμηρος του Νταχάου (Walenty Lenarczyk) για τη στιγμή της απελευθέρωσης: «κρατούμενοι ορμούσαν στα συρματοπλέγματα και άρπαζαν τους Αμερικανούς και τους σήκωναν στους ώμους τους … άλλοι φυλακισμένοι έπιαναν τους άντρες των SS», τους οποίους «έριχναν κάτω και κανείς δεν μπορούσε να δει τι τους συνέβαινε, αν τους ποδοπατούσαν ή κάτι άλλο, αλλά όλοι τους σκοτώνονταν».
Αλλού στο στρατόπεδο, άντρες των SS και συνεργάτες των ναζί ξυλοκοπούνταν μέχρι θανάτου με τα χέρια ή με φτυάρια, με τους αμερικανούς στρατιώτες να κάνουν τα στραβά μάτια, όταν δεν προέβαιναν και οι ίδιοι σε αντίποινα, εκτελώντας δεκάδες φρουρούς και ουρλιάζοντας «θα πληρώσουν τα ναζιστόσκυλα». Την ώρα που έστηναν στο απόσπασμα καμιά πενηνταριά άντρες των SS και της Βέρμαχτ και πριν τους «θερίσουν» με το πολυβόλο, οι Αμερικανοί βροντοφώναζαν «δεν παίρνουμε αιχμαλώτους». Η αμερικανική Σφαγή του Νταχάου έφερε σφοδρές επικρίσεις στις ΗΠΑ μεταπολεμικά, όταν το επεισόδιο έγινε ευρύτερα γνωστό μέσα από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων.
Ο υπολοχαγός Bill Walsh είδε με τα μάτια του έναν τέτοιο ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου ενός στρατιώτη των SS, τον οποίο χτυπούσαν με τέτοια λύσσα στο πρόσωπο «ώσπου δεν έμεινε τίποτα από αυτό»…
Τα αντίποινα των ομήρων του Ολοκαυτώματος κατά των ναζί βασανιστών τους έχουν κι αυτά τη δική τους θέση στον πιο αιματοβαμμένο πόλεμο που δυστύχησε να ζήσει ο κόσμος. Μόνο που για κάποιους η ρεβανσιστική διάθεση δεν σταμάτησε εκεί. Η εκστρατεία του Γ’ Ράιχ να εξαφανίσει το εβραϊκό στοιχείο από την Ευρώπη δεν τελεσφόρησε, κι έτσι κάποιοι επιζώντες διψούσαν πια για εκδίκηση.
Πολλοί ένιωθαν πως αυτοί οι 24 ναζί που σύρθηκαν στα δικαστήρια της Νυρεμβέργης για να πληρώσουν για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας του Γ’ Ράιχ δεν ήταν ακριβώς όλοι οι υπαίτιοι του Ολοκαυτώματος. Χρειάζονταν εξάλλου λίγοι περισσότεροι από 24 νοματαίους για να εξοντώσουν 6 εκατομμύρια ψυχές.
Ένοχοι ήταν όλοι, από τους φρουρούς των κολαστηρίων εξόντωσης και τους οδηγούς των τρένων μέχρι και όσους στελέχωναν τις ναζιστικές υπηρεσίες των γκέτο. Τα επίσημα συμμαχικά έγγραφα έκαναν εξάλλου μεταπολεμικά λόγο για 13,2 εκατ. μέλη του ναζιστικού μηχανισμού, από τα οποία μόλις τα 3,5 εκατ. δέθηκαν με κατηγορίες και από αυτά ακόμα, τα 2,5 εκατ. απελευθερώθηκαν χωρίς να περάσουν από δίκη.
Όσο για το 1 εκατ. ναζί που υπέστησαν διώξεις, οι περισσότεροι τη γλίτωσαν με πρόστιμα, άντε και κατάσχεση της περιουσίας που είχαν αρπάξει ή ισόβια απαγόρευση να πολιτευτούν. Μέχρι το 1949, τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, μόλις 300 ναζί ήταν στη φυλακή. Από την αρχική λίστα των 13 εκατ. κατηγορουμένων, μόλις 300 είχαν υποστεί πραγματικές κυρώσεις!
Ακόμα και οι Βρετανοί που είχαν βάλει σκοπό ζωής να κάνουν τους φρουρούς των SS να πληρώσουν για τη σφαγή στο Μπέργκεν-Μπέλσεν πριν το απελευθερώσουν, πέρασαν εννιά εξαντλητικούς μήνες για να καταφέρουν να αποδώσουν ευθύνες. Και το Μπέλσεν ήταν ένα μόνο από τα 70 στρατόπεδα που διψούσαν για απόδοση ευθυνών.
Μια ομάδα εβραίων εκδικητών οργανώθηκε λοιπόν μετά την απελευθέρωση, νεαρά αγόρια και κορίτσια που είχαν σφυρηλατηθεί στην αντίσταση των γκέτο ή ως παρτιζάνοι στα βουνά της ανατολικής Ευρώπης.
Την ώρα λοιπόν που οι Σύμμαχοι ενδιαφέρονταν περισσότερο να μοιράσουν την Ευρώπη, οι «Nokmim» («Εκδικητές» στα εβραϊκά) γεννιόνταν το 1945 στο Βουκουρέστι. Η ιστορία των εκδικητών που ξεπήδησαν από τις στάχτες του Ολοκαυτώματος έχει απαθανατιστεί σε πλήθος βιβλίων και όλα τους μας λένε για μια ομάδα που ξετρύπωνε ναζί που είχαν παρεισφρήσει στον μεταπολεμικό κόσμο και ζούσαν ως απλοί πολίτες.
Το γκρουπ περνούσε συνήθως ως συμμαχική στρατιωτική αστυνομία και «καθάριζε» ταυτοποιημένα πρώην μέλη των SS, προσπαθώντας συχνά -αν και όχι πάντα- να φανούν οι φόνοι ως αυτοκτονίες. Οι «Nokmim» έδρασαν ως και ένα καλό μέρος της δεκαετίας του 1950 και δολοφόνησαν πρώην ναζί στην Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στη Λατινική Αμερική, ακόμα και τον Καναδά.
Πολλοί υψηλά ιστάμενοι ναζί βρέθηκαν νεκροί σε χαντάκια, στραγγαλισμένοι, δηλητηριασμένοι ή ακόμα και κρεμασμένοι στο σπίτι τους, από αυτούς τους διαφορετικούς εκδικητές που έψαχναν να επαναφέρουν τον νόμο και την τάξη με τον τρόπο ακριβώς που είχαν διδαχτεί στις γερμανικές φάμπρικες του θανάτου…