Επιχειρηματίες, λογιστές, βιβλιοθηκάριοι, φαρμακοποιοί, εκδότες. Άνδρες που στην καθημερινότητά τους φόραγαν κουστούμια και διέπρεπαν στον εργασιακό τους χώρο, αλλά τα Σαββατοκύριακα γίνονταν η Φελίσιτι, η Σύνθια, η Τζέιλ, η Σάντι, η Φιόνα, η Βιρτζίνια και η Σουζάνα.
Ήταν η αυγή του 1960 και εκείνοι φορώντας λευκά γάντια, σεμνά φορέματα και χαμηλά τακούνια έρχονταν ανεπιτήδευτα σε επαφή με τη γυναικεία τους φύση. Καταφύγιό τους το Casa Susanna, μία εξοχική κατοικία στην επαρχία της Νέας Υόρκης, το μέρος που μπορούσαν να νιώσουν σπίτι τους, μακριά από τα επικριτικά βλέμματα.
Σε μια εποχή που το γένος ήταν βιολογικά προσδιορισμένο, αυτοί οι «πρόσφυγες του φύλου», όπως συνήθιζαν να αποκαλούν την παρενδυσία* οι κλινικοί ψυχολόγοι, μπορούσαν να χάσουν τη δουλειά τους και την ελευθερία τους αν αποκαλυπτόταν τι έκαναν. Και έτσι κρατούσαν τους θηλυκούς εαυτούς τους κρυφούς στην καθημερινότητα και τους άφηναν ελεύθερους μόνο για δύο μέρες. (*παρενδυσία: Η πρακτική του να ντύνεται ένας άνδρας με γυναικεία ρούχα).
Οι ιστορίες τους δεν ήταν γνωστές μέχρι που αρκετές δεκαετίες μετά τη δημιουργία του Casa Susanna ο Robert Swope και ο Michel Hurst, δύο έμποροι αντικών, βρήκαν σε ένα παζάρι στο Μανχάταν εκατοντάδες φωτογραφίες των επισκεπτών του σπιτιού. Άνδρες ντυμένοι με γυναικεία ρούχα που πόζαραν ευτυχισμένοι μπροστά στον φωτογραφικό φακό, έπαιζαν χαρτιά, έτρωγαν, διασκέδαζαν. Γυναικείες παρουσίες που έμοιαζαν με τις γειτόνισσες της διπλανής πόρτας και όχι με drag queens που ήθελαν πολλοί να πιστεύουν ότι ήταν.
Οι δύο έμποροι αντικών, ενθουσιασμένοι με το εύρημά τους και με όσα αυτό αποκάλυπτε, αποφάσισαν να εκδώσουν τις φωτογραφίες σε ένα βιβλίο με τίτλο «Casa Susanna», το οποίο εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Powerhouse Books και αμέσως έκανε πάταγο, κυρίως στο χώρο της μόδας και της δημιουργίας ρούχων.
Ο «πατέρας» του Casa Susanna ήταν η Σουζάνα ή τουλάχιστον σε αυτό το όνομα άκουγε τα Σαββατοκύριακα. Γιατί για πέντε μέρες την εβδομάδα η Σουζάνα ήταν ο δικαστικός μεταφραστής Τίτο Βαλέντι, ένας παντρεμένος άνδρας με σύζυγο τη Μαρί, ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος με περούκες που γνώριζε από την πρώτη στιγμή τη γυναικεία φύση του συζύγου της. Και όχι μόνο γνώριζε αλλά τον βοήθησε να ανοίξουν το σπίτι-καταφύγιο όλων των ανδρών που ήθελαν, έστω και για λίγο, να αφήσουν ελεύθερη τη γυναικεία πλευρά τους.
Το ζευγάρι αρχικά ξεκίνησε να κάνει σεμινάρια στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη. Ο Βαλέντι μάθαινε στους συμμετέχοντες να χτενίζονται, να βάφονται, να κινούνται με γυναικεία χάρη. Η συμμετοχή ήταν μεγάλη και έτσι η γυναίκα του αποφάσισε να αγοράσει την εξοχική κατοικία, που τελικά πήρε το γυναικείο όνομά του άνδρα της, στο Catskills, στα προάστια της μεγαλούπολης. Εκεί με 25 δολάρια το διήμερο ο Βαλέντι μάθαινε στους καλεσμένους του -κυρίως επιχειρηματίες του Μανχάταν- πώς να έρθουν κοντά στη γυναικεία πλευρά τους.
Πολλές πόλεις τη δεκαετία του ’60 θεωρούσαν την παρενδυσία διαστροφή, που μπορούσε να οδηγήσει στη φυλάκιση. Στο δίκαιο της Νέας Υόρκης όμως οι άνδρες επιτρεπόταν να φορούν γυναικεία ρούχα, αρκεί να μην είχαν στόχο τους την εξαπάτηση, δηλαδή στην ερώτηση ενός αστυνομικού ήταν υποχρεωμένοι να δηλώσουν το φύλο τους. Παρόλα αυτά η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη σε εθνικό επίπεδο με τους αστυνομικούς να μην κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στην ετεροφυλόφιλη και την ομοφυλόφιλη παρενδυσία.
Το Casa Susanna ήταν ταυτόχρονα ένας κρυφός κόσμος και ένα κοινό μυστικό. Αρκετοί γείτονες του εξοχικού γνώριζαν πώς λειτουργούσε τα Σαββατοκύριακα, αλλά και οι επισκέπτες του -οι περισσότεροι ετεροφυλόφιλοι- συνήθιζαν να μιλούν γι’ αυτό σε κάθε ευκαιρία με αρκετό σεβασμό καθώς ποτέ δεν ήταν στόχος τους να προκαλέσουν με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους.
«Προσπαθούσαν να αποδράσουν από τους ρόλους που τους υπαγόρευε το αντρικό φύλο» είχε πει ο Hurst, ο ένας εκ των δύο ανδρών που είχαν βρει τις φωτογραφίες του Casa Susanna στο παζάρι του Μανχάταν. «Οι φωτογραφίες ήταν πολύ σημαντικές γι’ αυτούς. Ήταν απόδειξη της ύπαρξής τους» προσθέτει.
«Ήταν ευγενικές, δεν ενοχλούσαν κανέναν. Αντίθετα ενίσχυαν την επιχειρηματικότητα στην περιοχή» λέει στο chronogram η ηλικιωμένη Wilma Harty, που έμενε κοντά στο Casa Susanna τη δεκαετία του ’60. Δεν έλειπαν βέβαια και αυτοί που ενοχλούνταν με την λειτουργία του εξοχικού και με τις γυναίκες ενοίκους. «Τις αποκαλούσαν με διάφορα ονόματα. Έλεγαν ότι ακόμα και αν το σπίτι τυλίγονταν στις φλόγες δεν θα πήγαιναν να σβήσουν τη φωτιά» λέει ο ηλικιωμένος John Ham.
«Στην αρχή το Casa Susanna ήταν ένα συναρπαστικό μέρος» αποκαλύπτει στους New York Times ένας διαζευγμένος επιχειρηματίας, πρώην ένοικος του σπιτιού, που ήθελε να κρατήσει κρυφή την ταυτότητά του. «Ήταν συναρπαστικό γιατί όποιες και αν ήταν οι κρυφές φαντασιώσεις σου συναντούσες άλλους ανθρώπους που είχαν τις ίδιες και συνειδητοποιούσες ότι “μπορεί να είμαι διαφορετικός, αλλά δεν είμαι τρελός”. Εκεί αποφορτιζόμουν και αυτό για μένα ήταν πολύ σημαντικό. Μεγάλωσα σε μία πολύ πουριτανή οικογένεια. Είχα σαν όνειρο να παντρευτώ, να αγοράσω ένα σπίτι, να έχω αμάξι και ένα σκύλο. Και τα έκανα όλα αυτά. Αλλά υπήρχαν και αυτές οι αντικρουόμενες επιθυμίες, δεν ήξερα πού ανήκω».
Στο τέλος της δεκαετίας του ‘6ο το Casa Susanna έκλεισε. Έμειναν όμως για πάντα οι vintage φωτογραφίες των ενοίκων. Τα σικ φορέματα, οι περίτεχνες περούκες, τα παιχνίδια, τα γέλια, ενίοτε η μελαγχολία, όλες εκείνες οι πόζες που φώναζαν, καλύτερα και από τις λέξεις, «είμαστε εδώ και νιώθουμε καλά με τη γυναικεία φύση μας».
- Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Casa Susanna» των Robert Swope και Michel Hurst (Powerhouse Books)