Τα πρώτα φορτηγά περνούν την πύλη της αγοράς λίγο πριν τις πέντε. Άνθρωποι αεικίνητοι, με νευρώδεις κινήσεις μετακινούν παλέτες με δεκάδες καφάσια στοιβαγμένα πάνω τους. Τελάρα με πολυποίκιλα φρούτα και λαχανικά μετατοπίζονται, περνώντας από ζευγάρια χέρια για να καταλήξουν στην αποβάθρα. Πού και πού καμιά φωνή. Μια προσταγή, ένα μπινελίκι. Σπανιότερα μια προτροπή. Τις περισσότερες φορές όλα γίνονται γρήγορα και σχεδόν αθόρυβα. Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία και ζυγιστούν τα εμπορεύματα, υπογράφεται η παραλαβή στα τιμολόγια. Το λευκό στέλεχος στον πελάτη, το κίτρινο στον προμηθευτή. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Βίντεο-φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών. Στις παρυφές του Ποταμιού ή της Πειραιώς, ανάλογα πώς την κοιτάζει κάποιος. Σε έκταση 260 στρεμμάτων στεγάζονται συνολικά 350 επιχειρήσεις. Σε μια κλειστή κοινωνία με τους δικούς της κανόνες.
Το χρηματιστήριο
«Όλα τα παζάρια γίνονταν εδώ μπροστά. Στην ράμπα. Ερχόταν ο πελάτης και παλεύαμε με το γείτονα ποιος θα δώσει την καλύτερη τιμή. Όποιος κράταγε πεισματικά την τιμή ψηλά και δεν δεχόταν το παζάρι, στο τέλος έχανε. Και το εμπόρευμα του έμενε, και ο πελάτης έφευγε», λέει ο Λάμπης, ένας από τους παλιότερους της λαχαναγοράς.
Πατάτες υπό το άγρυπνο βλέμμα του χωροφύλακα
Όταν τον ρωτάω να θυμηθεί μια στιγμή που του έμεινε αποτυπωμένη στο μυαλό, φέρνει στο προσκήνιο την εποχή, στα μέσα της επταετίας των συνταγματαρχών. «Ερχόταν ο χωροφύλακας, ο οποίος επέβλεπε τη διανομή της πατάτας. Υπήρχαν μόνο 1.000 σακιά και ο καθένας από εμάς περίμενε να παραλάβει το δικό του». Με τα χρόνια οι κανόνες άλλαξαν. Μαζί και το ωράριο. Τα μαγαζιά σταμάτησαν να λειτουργούν νύχτα. Μόνο η τροφοδοσία γίνεται αξημέρωτα. Η ζωή όμως για τους πολλούς στην αγορά επανέρχεται λίγο μετά τις 7 κάθε πρωί.
Παναγιώτης, υπάλληλος στην κεντρική λαχαναγορά: Από αφεντικό, υπάλληλος
«Η λαχαναγορά δεν είναι κολλέγιο»
«Η λαχαναγορά δεν είναι κολλέγιο. Και θα σε βρίσουν, και θα σου φωνάξουν. Είναι περίεργη δουλειά. Μπαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι. Υπομένω… Αυτό που έχει σημασία είναι να παίρνω το μεροκάματό μου. Κάποιες φορές λυγίζω. Πηγαίνω στο σπίτι και είμαι έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Δεν επιδίωξα να φτάσω σε αυτή την κατάσταση. Το λάθος μου ήταν η κακή διαχείριση των οικονομικών. Νόμιζα πως κάθε μέρα είναι η ίδια με την προηγούμενη. Με πλάκωσαν τα δάνεια και οι κάρτες και η εξέλιξη είναι αυτή που βλέπετε σήμερα».
Γιάννης Κάτσος, έμπορος, Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών
Βαγγέλης Φωτιάδης, υπάλληλος Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών
«Δεν υπάρχει προσωπική ζωή»
«Αυτό που μου λείπει μ’ αυτή τη δουλειά είναι ότι δεν έχω ελεύθερο χρόνο. Έρχομαι στις 7 το πρωί και τελειώνω το βράδυ μετά τις 9. Φεύγω, πάω σπίτι μου, κοιμάμαι και ξαναέρχομαι το επόμενο πρωί. Η μόνη μέρα που δεν δουλεύω είναι το Σάββατο. Δεν υπάρχει προσωπική ζωή».
«Η λαχαναγορά έχει γέλιο»
«Αν με ρωτούσες, θα σου έλεγα ότι το μόνο καλό που έχει η λαχαναγορά, είναι ότι έχει γέλιο. Πειράγματα μεταξύ μας. Κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να παλέψουμε την καθημερινότητα. Άλλαξαν όμως και οι άνθρωποι. Μπαίνει κόσμος μέσα να ψωνίσει και γκρινιάζει». Η ανεργία χτύπησε και την πάλαι ποτέ εύρωστη λαχαναγορά. «Κόσμος μπαίνει και ρωτάει διαρκώς για δουλειά. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, και νέοι άνθρωποι με πτυχία. Κάτι που δεν συνέβαινε σε άλλες εποχές. Φταίμε όμως. Όλοι ήθελαν να γίνουν αφεντικά», λέει με νόημα ο Βαγγέλης.
Χαν Ρεζουάν, υπάλληλος λαχαναγοράς
«Δεν βρήκα αυτό που μου έταξαν»
«Η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά πιο ψηλά από το Πακιστάν σε βιοτικό επίπεδο. Ωστόσο δεν είναι όπως θα έπρεπε τα πράγματα εδώ. Δεν είναι αυτό που είχα στο μυαλό μου ή αυτό που μου έταξαν».