Ένας φοιτητής ξεκληρίζει την πενταμελή του οικογένεια του στη Θάσο το 1996. «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου», δηλώνει ατάραχος ο μακελάρης και σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι «όταν ξέρεις ότι ο ίδιος έχεις το δίκιο με το μέρος σου, απλά δεν ανησυχείς. Εγώ κοιτάζω να τα έχω καλά πρώτα με τη συνείδησή μου και έπειτα με οποιονδήποτε άλλον». Ο λόγος του είναι συγκροτημένος και η ομολογία του σχεδόν αβίαστη. Πρώτο θύμα, ο θείος του Βασίλης (αδελφός του πατέρα του), ο οποίος διαπληκτίστηκε με τον 24χρονο φοιτητή: «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», ισχυρίζεται ο ανιψιός. Αφού έκρυψε τη σορό σε μια συστάδα θάμνων, αγοράζει ένα καινούριο πουκάμισο και ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο και επιστρέφει στο σπίτι για να στήσει το φονικό καρτέρι στους υπόλοιπους της οικογένειας. Το απόγευμα επιστρέφει ο πατέρας του Θεόφιλου, ο Δημήτρης, ξεσπά νέος καυγάς που καταλήγει σε νέο έγκλημα: «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα … Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι». Το μένος δεν έχει κοπάσει και μετατρέπεται σε νέο φονικό όταν μπαίνει στο σπίτι η μητέρα του, Μαρία: «Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», διηγείται ανατριχιαστικά ο Σεχίδης, αν και βρίσκεται μάλλον σε σύγχυση, καθώς ο ιατροδικαστής διαπιστώνει αργότερα ότι και η τραγική μητέρα είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι. Η ιστορία δεν είχε όμως τελειώσει, καθώς στο σπίτι υπήρχε κάποιος ακόμα. Η αδελφή του Θεόφιλου, Έμμυ, η όποια έπασχε από βαριάς μορφής σχιζοφρένεια. Η κοπέλα ακούγοντας τη φασαρία και τους πυροβολισμούς μπήκε δειλά δειλά στο σαλόνι, κρατώντας ένα τασάκι στο χέρι προκειμένου να αμυνθεί, έχοντας προφανώς καταλάβει τι είχε συμβεί. Στο ταραγμένο μυαλό του Σεχίδη, το σταχτοδοχείο μετατρέπεται και πάλι σε μαχαίρι. Αυτό υποστήριξε πράγματι στην κατάθεσή του, πως και η Ερμιόνη (Έμμυ) έφερε μαχαίρι και είχε την ίδια απειλητική στάση απέναντί του: «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο», συμπλήρωσε λιτά. Ο φρικιαστικός πενταπλός απολογισμός δεν θα ολοκληρωνόταν αν δεν έβγαινε από τη μέση άλλο ένα συνωμοτικό μέλος της οικογένειας, η γιαγιά, η οποία ήθελε κι αυτή προφανώς να τον σκοτώσει. Είμαστε στα τέλη Μαΐου του 1996 όταν μια περίεργη υπόθεση απασχολεί την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, καθώς την ίδια ημέρα φαίνονται εξαφανισμένα πέντε μέλη της οικογένειας Σεχίδη: ο 55χρονος πατέρας, η 48χρονη μητέρα, η 27χρονη αδελφή, η 75χρονη γιαγιά, καθώς και ο 58χρονος θείος, μόνιμος κάτοικος εξωτερικού. Η καταγγελία για την εξαφάνιση της οικογένειας Σεχίδη έρχεται μάλιστα από τη σύζυγο του θείου Βασίλη, επίσης μόνιμη κάτοικος Βελγίου, η οποία ενημερώνει τις αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης ότι ο σύζυγός της δεν είχε δώσει σημεία ζωής από τις 9 Μαΐου. Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας καλείται να καταθέσει και ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο οποίος είχε εκμυστηρευτεί στη θεία του πως ο άντρας της είχε πάει ταξιδάκι στην Ιταλία, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Σεχίδη είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία και δεν επρόκειτο να επιστρέψουν στη Θάσο! Το αστυνομικό θρίλερ θα κρατούσε αρκετές μέρες και θα ξεδιπλωνόταν σε πολλαπλές καταθέσεις, μέχρι να «σπάσει» τουλάχιστον ο Σεχίδης και να ομολογήσει αυτό που θα προκαλούσε ρίγη ανατριχίλας στην ελληνική κοινωνία. Κατά τις 19 και 20 Μαΐου είχε σκοτώσει τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και τον θείο του: «Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου έλεγαν την αλήθεια». Η ομολογία δεν μπορούσε ωστόσο να χωρέσει εντός της όλη τη φρίκη και τον τρόμο που θα απλωνόταν σαν φάντασμα τόσο πάνω από την τοπική κοινωνία όσο και την υπόλοιπη Ελλάδα. Κι αν αυτό το πανελλήνιο έχει την τάση να συγκλονίζεται συχνά πυκνά, όπως θέλουν κάθε τόσο οι πηχυαίοι τίτλοι των εφημερίδων, αυτή τη φορά θα ήταν ολότελα αληθινός ο αποτροπιασμός του…
Η μυστηριώδης εξαφάνιση της οικογένειας Σεχίδη
Ο πενταπλός φόνος του δικού μας «Χάνιμπαλ Λέκτερ»
Ο επίλογος