Τον Απρίλιο του 1595, τρία ειδικά κατασκευασμένα εμπορικά πλοία και ένα γιοτ, βαριά οπλισμένα με περισσότερα από 100 κανόνια, αρκετά εκ των οποίων δανεισμένα από την κυβέρνηση της Ολλανδίας και φορτωμένα με διάφορα εμπορεύματα αποπλέουν για την Ασία. Δύο χρόνια αργότερα, η αποστολή επιστρέφει στην Ολλανδία με 87 άνδρες λιγότερους και τα μπαχαρικά που κουβαλούσαν τα πλοία, μόλις που καλύπτουν τα έξοδα του εγχειρήματος.

Αποδεικνύεται, όμως, ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί άμεσο εμπόριο μεταξύ Ολλανδίας και Ασίας. Ο δεύτερος στόλος που στέλνουν οι έμποροι του Άμστερνταμ επιστρέφει στην Ολλανδία το 1599, όντας θεαματικά κερδοφόρος. Μέχρι το 1602 δεκαπέντε ολλανδικές αποστολές, αποτελούμενες από συνολικά 65 πλοία, ταξιδεύον στην Ασία, με τα 50 να επιστρέφουν. Η επιτυχία αυτών των εγχειρημάτων έχει σαν αποτέλεσμα την ίδρυση, το 1602, της Verenigde Oost India Compagnie ή αλλιώς VOC.

Ο καθηγητής και ιστορικός, Gerard Koot, αναφέρει πως η VOC έλαβε ουσιαστικά το μονοπώλιο όλου του ολλανδικού εμπορίου με την Ασία. Είχε, μάλιστα, το δικαίωμα να συνάπτει συνθήκες με ασιατικές κυβερνήσεις, να στρατολογεί στρατιώτες και να διεξάγει πόλεμο, να κατασκευάζει οχυρά και εμπορικούς σταθμούς και να επιβάλει το νόμο και την τάξη στους υπαλλήλους της.

Η εταιρεία χρηματοδοτήθηκε με την πώληση μετοχών στο κοινό, καθιστώντας την πρώτη δημόσια εισηγμένη εταιρεία στον κόσμο. Κατάφερε έτσι να συγκεντρώσει πρωτοφανή ποσά κεφαλαίου, τα οποία με τη σειρά τους της επέτρεψαν να αναλάβει τις τεράστιες υλικοτεχνικές προκλήσεις του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων. Οι επενδυτές, σε αντάλλαγμα, λάμβαναν μερίδιο από τα κέρδη, τα οποία διανέμονταν ως μερίσματα.

Αν και το μεγαλύτερο μέρος της επένδυσης προερχόταν από ευκατάστατους εμπόρους, μέλη όλων των κοινωνικών τάξεων, συμπεριλαμβανομένων των απλών τεχνιτών, μπορούσαν να αγοράσουν μετοχές της εταιρίας.

Η θεμελιώδης καινοτομία της Εταιρίας, σύμφωνα με τον Koot, ήταν η περιορισμένη ευθύνη των διευθυντών και των μετόχων της. Οι διευθυντές δεν ήταν προσωπικά υπεύθυνοι για τα χρέη της Εταιρείας και η ευθύνη των μετόχων σταματούσε εκεί που έφθανε η αξία των μετοχών τους. Σε αντίθεση με άλλες εταιρείες που εμπορεύονταν με την Ανατολή οι οποίες  σχηματίζονταν για ένα και μόνο ταξίδι και στη συνέχεια διαλύονταν, τα κεφάλαια στη VOC παρέμεναν στην Εταιρία για τουλάχιστον δέκα χρόνια με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα μόνιμο κεφαλαίο κίνησης.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων δέκα ετών της ύπαρξής της, η VOC επικεντρώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στο εμπόριο μπαχαρικών, ιδίως στα γαρύφαλλα, μοσχοκάρυδο και στο πιπέρι. Για να μπορεί να προμηθεύεται τα προϊόντα αυτά απευθείας από τα νησιά Μολούκες,  άρχισε να επιτίθεται σε πορτογαλικά πλοία στην περιοχή.

Το 1619, η VOC ονομάζει τον Jan Pieterz Coen γενικό κυβερνήτη με οικονομικές και πολιτικές  αρμοδιότητες στην Ασία. Ο νέος κυβερνήτης ιδρύει τη μόνιμη έδρα της VOC στην Ασία στο Μπατάβια (σημερινή Τζακάρτα), στη δυτική Ιάβα. Η προσπάθειά του να ελέγξει τις τιμές και τις ποσότητες των παραγόμενων και εξαγόμενων μπαχαρικών στις Μολούκες, προκαλεί την εξέγερση των ιθαγενών των νησιών Banda. Ο Pieterz εκτοπίζει ή σκοτώνει σχεδόν όλο τον ντόπιο πληθυσμό και εγκαθιστά ολλανδικές φυτείες γαριφαλόδενδρων στις οποίες δούλευαν σκλάβοι.

Αν και η VOC δεν κατάφερε ποτέ να καθιερώσει το απόλυτο μονοπώλιο στο εμπόριο μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, κατάφερε όμως να δημιουργήσει ένα πραγματικά αξιοσημείωτο εμπορικό σύστημα από την Περσία έως την Ιαπωνία. Κατά κύριο λόγο προμηθεύονταν ινδικά υφάσματα για να τα ανταλλάξει με μπαχαρικά στα νησιά.

Το 1612 «παίρνει» το Pulicat από τους Πορτογάλους και επεκτείνεται στη Βεγγάλη τη δεκαετία του 1630. Το 1637 διώχνει τους Πορτογάλους από την Κεϋλάνη και καταφέρνει να ελέγξει το εμπόριο κανέλας. Οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι εμπόδιζαν την πολύτιμη πρόσβαση της VOC στις κινεζικές αγορές, με αποτέλεσμα η εταιρία να αρχίσει να επιτίθεται στην παράκτια κινεζική ναυτιλία μέχρι που έλαβε την άδεια να χτίσει ένα οχυρωμένο φυλάκιο στην Ταϊβάν, το Φορτ Ζεελάντια, από το οποίο μπορούσε να εμπορευτεί με την ηπειρωτική Κίνα.

Το 1616 δημιουργεί έναν  εμπορικό σταθμό στο Σουράτ, ο οποίος της επιτρέπει  να εμπορεύεται με την ακτή Μαλαμπάρ, την Περσία και τη Μόκα στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας.

Η Ιαπωνία μετατρέπεται σε κεντρικό άξονα των εμπορικών συναλλαγών της VOC, όταν η νησιωτική χώρα διώχνει τους Πορτογάλους το 1637 και απαγορεύει στους ιάπωνες εμπόρους να ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Η εταιρεία ουσιαστικά κυριάρχησε στο εμπόριο της Ιαπωνίας με την Κίνα κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκλεισμού.

Μέχρι τα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα, η VOC ήταν μια πολυμερής εμπορική εταιρεία με κέντρο τη Βατάβια, η οποία ήταν σε θέση να χειραγωγήσει τις αγορές πουλώντας αγαθά τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ασία ανάλογα με το που θα απέφεραν το μεγαλύτερο κέρδος.

Ο Koot εξηγεί ότι, εκτρέποντας για παράδειγμα πιπέρι και μπαχαρικά στο Σουράτ και την Περσία, η εταιρεία μπορούσε να περιορίσει την εξαγωγή τους στην Ευρώπη και να αυξήσει την τιμή τους εκεί, ενώ ταυτόχρονα αγόραζε περσικά μεταξωτά είδη και υφάσματα Γκουτζαράτι, τα οποία πωλούσε στις ασιατικές αγορές. Στη Βεγγάλη και την Κίνα μπορούσε να αγοράσει μετάξι, βαμβακερά υφάσματα και πορσελάνη για να τα πουλήσει στην Ιαπωνία με αντάλλαγμα άλλα είδη.

Πώς, λοιπόν, μία πολυεθνική που στο απόγειο της δύναμής της άξιζε 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια (σε σημερινά χρήματα) και είχε 35.000 υπαλλήλους εξαφανίστηκε καταχρεωμένη από προσώπου γης, στα τέλη του 18ου αιώνα;

Ο Hao Tao, στο άρθρο του «On the decline of Dutch East India Company», αναφέρει πως η άμεση αιτία της κατάρρευσης της ολλανδικής ινδικής εταιρείας ήταν ο τέταρτος αγγλο-ολλανδικός πόλεμος, ο οποίος ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1780. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το βρετανικό ναυτικό κατέστρεψε τον ολλανδικό στόλο και κατέλαβε τα απροστάτευτα ολλανδικά εμπορικά πλοία με αποτέλεσμα την αναστολή των  ευρασιατικών διαδρομών της εταιρείας. Ο συγγραφέας, όμως, εξηγεί πως η παρακμή της VOC μπορεί να εντοπιστεί ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα.

Το χαοτικό μέγεθος της εταιρείας καθιστούσε το κόστος λειτουργίας της  πολύ υψηλό, ενώ ο μονοπωλιακός τρόπος λειτουργίας της περιόριζε την ελεύθερη ανάπτυξη του ιδιωτικού εμπορίου και την καινοτομία, με αποτέλεσμα η VOC να μην μπορεί να ανταγωνιστεί, αργότερα, άλλες παρόμοιες εμπορικές εταιρίες. Ο καθοριστικός, όμως, παράγοντας της παρακμής της VOC ήταν  το λαθρεμπόριο και η διαφθορά των εργαζομένων, από τον διοικητή μέχρι το κατώτερο προσωπικό.

Ο Tao γράφει πως το 1762, ένας κυβερνήτης επέστρεψε στην Ολλανδία, ύστερα από το πέρας της εξαετούς θητεία του, με περίπου 10 εκατομμύρια φιορίνια ενώ στην πραγματικότητα, ο μηνιαίος μισθός του ήταν μόλις 700.

Μπορεί να έχουν περάσει πάνω από δύο αιώνες από το τελευταίο «ταξίδι» της πρώτης πολυεθνικής, αλλά η ιστορία της παρακμή της εταιρείας από την υπερεκτατικοποίηση, τη διαφθορά και την αποτυχημένη προσαρμογή σε νέες οικονομικές πραγματικότητες, είναι  πιο επίκαιρη από ποτέ και αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή για κάθε μοντέρνα επιχείρηση ακόμα και αν δεν έχει ολόκληρους στόλους με κανόνια.