Στην αριστουργηματική ταινία του Τζουσέπε Τορνατόρε, «Σινεμά ο Παράδεισος», ο μικρός Τότο εξακοντίζεται στα όρια της παιδικής του φαντασίας μέσα από τα κομμάτια μιας μπομπίνας. Τοποθετώντας σχολαστικά τα καρέ του φιλμ στο φως, είναι σαν να αναβιώνει την πραγματικότητα των κινηματογραφικών ηρώων στο παιδικό του μυαλό. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Αρκετές φορές γίνεται ευχάριστα φορτικός για τον ηλικιωμένο χειριστή του προβολέα, ο οποίος κλεισμένος στο δωματιάκι του αντικριστά στο πανί του κινηματογράφου, προσπαθεί με κάθε τρόπο να περιορίσει τις διαθέσεις του απρόσμενου επισκέπτη. Ωστόσο, ο μικρός με την επιμονή του, καταφέρνει να κερδίσει τη φιλία του τεχνικού και ταυτόχρονα μία θέση πίσω από το φακό του προβολέα.
Η κόντρα των Ιδρυμάτων
Σε ό,τι αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, υπενθυμίζουμε ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα στα ιδρύματα στα οποία ανήκει το κτίριο, το ίδρυμα Σταματίου Δεκόζη-Βούρου και το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών – Ιδρύμα Βούρου-Ευταξία, καλά κρατεί. Κι αυτός ίσως είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες, για τον οποίο μέχρι στιγμής οι δύο κινηματογράφοι παραμένουν κλειστοί. Όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την ημερομηνία έναρξης των εργασιών, η απάντηση του Γιώργου Τσακαλάκη είναι λακωνική: «Ελπίζω σύντομα…».
«Κάποιοι δακρύζουν και προσπερνούν με σκυμμένο το κεφάλι»
Όλα δείχνουν πως η διαδικασία αποκατάστασης είναι ζήτημα λεπτομερειών. Και ίσως να είναι έτσι. Ωστόσο όσοι κάποτε κάθισαν στα κόκκινα βελούδινα καθίσματα του Αττικόν και στα μπλε βελούδα του Απόλλωνα και διέτρεξαν με το βλέμμα τους τις αφίσες του Γιώργου Βακιρτζή στους τοίχους, αλλά και όσοι απλά έβλεπαν δύο υπέρλαμπρα κτίρια να κοσμούν τη σταδίου αντιδρούν με οδηγό το θυμικό τους. «Υπάρχουν φορές που συγκεντρώνεται κόσμος μπροστά από τα καμένα και με θλίψη απλά κοιτάζει και περιμένει. Κάποιοι άλλοι δακρύζουν και προσπερνούν με σκυμμένο το κεφάλι», περιγράφει τις αντιδράσεις των περαστικών ο κύριος Τσακαλάκης.
«Περιγράμματα περνούσαν μέσα από τις φλόγες»
Σ’ αυτό το σημείο η Γιούλη Τσακαλάκη, υπεύθυνη του κινηματογράφου Αττικόν, η οποία παρακολουθεί την κουβέντα, παρεμβαίνει. Ανακαλεί στη μνήμη στιγμές από το βράδυ του Φεβρουαρίου του ’12. «Βρισκόμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Έβλεπα τις φιγούρες των δικών μας ανθρώπων, οι οποίοι είχαν έρθει από όλους τους κινηματογράφους μας, όταν έμαθαν τι συνέβαινε. Η φωτιά είχε φτάσει στην κορυφή του κτιρίου. Περιγράμματα περνούσαν μέσα από τις φλόγες. Σαν να είχαν συγκεντρωθεί υπεράνθρωπα όντα, τα οποία αψηφούσαν τα πάντα», αφηγείται.
«Το μόνο που ήθελα ήταν να προλάβω τη φωτιά χωρίς να υπολογίζω τον εαυτό μου»
Την ίδια νύχτα, ο Γιώργος Τσακαλάκης, ο οποίος συντόνιζε τις προσπάθειες ελέγχου της πυρκαγιάς από το εσωτερικό του κτιρίου, τραυματίστηκε σοβαρά στα χέρια. «Δεν υπολόγιζα τίποτα… Το μόνο που ήθελα ήταν να προλάβω τη φωτιά, χωρίς να υπολογίζω τον εαυτό μου. Πυροσβέστης όμως δεν μπήκε ποτέ μέσα. Φοβούνταν. Αυτό που μου έλεγαν είναι ότι πιθανότατα θα κατέρρεε το κτίριο. Εμείς όμως δεν το φοβηθήκαμε. Γι’ αυτό και σώθηκε. Τόσο απλά», εξηγεί. Συζητάμε περί ευθυνών που σχετίζονται με την καθυστέρηση υλοποίησης των εργασιών αποκατάστασης. Ο ίδιος εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικός. «Κλαίγαμε και συνεχίζουμε να κλαίμε από αγανάκτηση, θυμό και πίκρα. Μέσα σε αυτό το μαύρο εγκαταλελειμμένο κουφάρι, περιμένουν δύο ανέπαφες αίθουσες, έτοιμες να προβάλλουν μια ταινία. Το μόνο που χρειάζονται είναι να τις σώσει κάποιος. Αυτή τη φορά όχι από τη φωτιά, αλλά από την αδιαφορία της πολιτείας και των θεσμών της».
Λίγες σταγόνες ιστορίας
Αν γυρίζουμε το χρόνο πίσω, θα δούμε ότι το αρχικό οίκημα δημιουργήθηκε στο διάστημα μεταξύ 1870-1881 με βάση τα σχέδια του αυστριακού αρχιτέκτονα, Ερνέστου Τσίλλερ, όπως και αρκετά ακόμη νεώτερα ιστορικά κτίρια της Αθήνας. Το κτίριο δημιουργήθηκε για λογαριασμό του χιώτη τραπεζίτη, Σταμάτη Δεκόζη Βούρου, ο οποίος το είχε παραγγείλει. Αρχικά στεγάζονταν εκεί το φαρμακείο του Σ. Βαλτή, αργότερα το κουρείο του Λ. Μουσίου και το εμπορικό κατάστημα «ειδών Κίνας» του Π. Γεωργιάδη. Στο ίδιο κτίριο στεγάστηκε αργότερα -το 1914- το νεοσύστατο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ενώ από το 1914 έως και το 1920, άλλαξε η αρχιτεκτονική μορφή του κτιρίου και οικοδομήθηκε σε τμήμα του, το Αττικόν, βασισμένο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη. Αρκετά χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε η αίθουσα Απόλλων στο υπόγειο, ενώ εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της «Σκούρας Φιλμς Α.Ε.» και τα καταστήματα Ε. Ζολώτα, Γερ. Βασιλόπουλου και «Studio Costa Boda» (1982). Κατά διαστήματα το κτίριο υπέστη ποικίλες επεμβάσεις και φθορές, ενώ το 1960 οι αδελφοί Γρηγοριάδου και ο Άγγελος Αγαλιώτης ζήτησαν και έλαβαν άδεια από την Πολεοδομία Αθηνών, για να πραγματοποιήσουν μερικές. Το 1982 πραγματοποιήθηκε γενική συντήρηση και αναπαλαίωση του κτιρίου, βασισμένη στη μελέτη του αρχιτέκτονα Ι. Χριστακόπουλου.