Στην αριστουργηματική ταινία του Τζουσέπε Τορνατόρε, «Σινεμά ο Παράδεισος», ο μικρός Τότο εξακοντίζεται στα όρια της παιδικής του φαντασίας μέσα από τα κομμάτια μιας μπομπίνας. Τοποθετώντας σχολαστικά τα καρέ του φιλμ στο φως, είναι σαν να αναβιώνει την πραγματικότητα των κινηματογραφικών ηρώων στο παιδικό του μυαλό. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Αρκετές φορές γίνεται ευχάριστα φορτικός για τον ηλικιωμένο χειριστή του προβολέα, ο οποίος κλεισμένος στο δωματιάκι του αντικριστά στο πανί του κινηματογράφου, προσπαθεί με κάθε τρόπο να περιορίσει τις διαθέσεις του απρόσμενου επισκέπτη. Ωστόσο, ο μικρός με την επιμονή του, καταφέρνει να κερδίσει τη φιλία του τεχνικού και ταυτόχρονα μία θέση πίσω από το φακό του προβολέα. Ο Γιώργος Τσακαλάκης από την πλευρά του ανδρώθηκε κι εκείνος μέσα από τον κινηματογράφο. Ιδιοκτήτης της εταιρείας CINEMAX A.E., η οποία έχει την επιχειρηματική εκμετάλλευση των αιθουσών Αττικόν και Απόλλων της οδού Σταδίου, μεγάλωσε στη Φωκίωνος Νέγρη. Σε ηλικία 9 ετών έβλεπε κάθε ταινία που κυκλοφορούσε στις αίθουσες. «Στη γειτονιά μου και γύρω από αυτήν υπήρχαν 40 κινηματογράφοι. Μάλιστα ήταν τόσο συχνές οι επισκέψεις μου στις αίθουσες, ώστε από ένα σημείο και ύστερα με άφηναν να μπαίνω τζάμπα. Μάλλον είχαν βαρεθεί να με βλέπουν», σχολιάζει χαριτολογώντας τη σχέση του με τη μεγάλη οθόνη. «Αυτό λέγεται εγκεφαλική βλάβη», συμπληρώνει με νόημα. «Και η ίδια βλάβη με ακολουθεί ακόμα και σήμερα. Τα παιδιά μας -τα δικά μου και του αδερφού μου- βρίσκονται ήδη στο χώρο του κινηματογράφου και σε λίγο θα μπουν και τα εγγόνια μας». Μία από τις εικόνες που θυμάται πιο έντονα, είναι πως πήγαινε ακόμα και στα ακατάλληλα έργα και οι ταξιθέτριες τον έκρυβαν στους εξώστες. «Φοβούνταν μήπως έρθει ο έλεγχος και έμπλεκαν κι εκείνοι εξαιτίας της δικής μου τρέλας. Δεν γινόταν όμως να μην με αφήσουν να μπω. Ακόμα και στα ακατάλληλα. Καθόμουν έξω από τις αίθουσες μέχρι να βαρεθούν να με βλέπουν. Στο τέλος αποφάσιζαν να με βάλουν μέσα». Συναντήσαμε το Γιώργο Τσακαλάκη στη Σταδίου. Εκείνος μας οδήγησε στον δικό του κινηματογραφικό κόσμο. Πίσω από την κατεστραμμένη πρόσοψη των δύο κινηματογράφων. Στις δύο αίθουσες με τη μακροχρόνια ιστορία, που κάποτε αποτελούσαν το ζωτικό… μεσάζοντα στη διαδρομή από την Ομόνοια στο Σύνταγμα. Εκεί που όλα μοιάζουν έτοιμα για να ξεκινήσει η μπομπίνα να γυρίζει ξανά και το πανί να γεμίζει καρέ. Μπαίνοντας στις αίθουσες μοιάζει σαν να ακροβατούν στις πλάτες των καθισμάτων οι κινηματογραφικοί ήρωες. Πρωταγωνιστές, καρατερίστες και κομπάρσοι κινούνται στον ίσκιο των καθισμάτων, ενώ ταυτόχρονα οι δύο αίθουσες παραμένουν αδρανείς. Τέσσερα και κάτι χρόνια μετά το Φεβρουάριο του 2012. Κάποιοι προσπάθησαν να καταστρέψουν τις αίθουσες ολοσχερώς, καίγοντας την κοιτίδα πολιτισμού των οδών Σταδίου και Χρήστου Λαδά. Οι δύο αίθουσες ακολούθησαν την απαξιωμένη εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, η άλλοτε κοσμοπολίτικη Σταδίου. Μόνο στην όψη τους όμως… Μπαίνοντας μέσα είναι σαν να ακούει κανείς τον παλμό της στερεοφωνικής εγκατάστασης να γεμίζει το νεομπαρόκ αρχιτεκτονικό δημιούργημα του Αλέξανδρου Νικολούδη. Οι αίθουσες παραμένουν ανέπαφες. Σε καθημερινή βάση το προσωπικό της ιδιοκτήτριας εταιρείας φροντίζει να παραμένουν απαστράπτουσες. Έτοιμες ανά πάσα στιγμή να υποδεχτούν και πάλι τον κόσμο. Ωστόσο όπως λέει ο κύριος Τσακαλάκης υπάρχουν εμπόδια που μέχρι στιγμής εκτοπίζουν κάθε προσπάθεια αποκατάστασης και επαναλειτουργίας. «Φταίει η αδιαφορία της πολιτείας και η δυσκαμψία στην επικοινωνία μεταξύ των ιδιοκτητών των δύο ιδρυμάτων. Η μόνη πολιτική φωνή που με σθένος, δύναμη και πείσμα προσπαθεί να βοηθήσει, είναι εκείνη του δημάρχου Αθηναίων, Γιώργου Καμίνη», τονίζει ο ιδιοκτήτης της CINEMAX στο newsbeast.gr.
Η κόντρα των Ιδρυμάτων
Σε ό,τι αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, υπενθυμίζουμε ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα στα ιδρύματα στα οποία ανήκει το κτίριο, το ίδρυμα Σταματίου Δεκόζη-Βούρου και το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών – Ιδρύμα Βούρου-Ευταξία, καλά κρατεί. Κι αυτός ίσως είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες, για τον οποίο μέχρι στιγμής οι δύο κινηματογράφοι παραμένουν κλειστοί. Όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την ημερομηνία έναρξης των εργασιών, η απάντηση του Γιώργου Τσακαλάκη είναι λακωνική: «Ελπίζω σύντομα…».
«Κάποιοι δακρύζουν και προσπερνούν με σκυμμένο το κεφάλι»
Όλα δείχνουν πως η διαδικασία αποκατάστασης είναι ζήτημα λεπτομερειών. Και ίσως να είναι έτσι. Ωστόσο όσοι κάποτε κάθισαν στα κόκκινα βελούδινα καθίσματα του Αττικόν και στα μπλε βελούδα του Απόλλωνα και διέτρεξαν με το βλέμμα τους τις αφίσες του Γιώργου Βακιρτζή στους τοίχους, αλλά και όσοι απλά έβλεπαν δύο υπέρλαμπρα κτίρια να κοσμούν τη σταδίου αντιδρούν με οδηγό το θυμικό τους. «Υπάρχουν φορές που συγκεντρώνεται κόσμος μπροστά από τα καμένα και με θλίψη απλά κοιτάζει και περιμένει. Κάποιοι άλλοι δακρύζουν και προσπερνούν με σκυμμένο το κεφάλι», περιγράφει τις αντιδράσεις των περαστικών ο κύριος Τσακαλάκης. Στη συνέχεια αφηγείται πώς σώθηκαν οι δύο ιστορικές αίθουσες… «Μοιάζει σαν κινηματογραφική ταινία. Με έντονη δράση. Φορτισμένη από ποικίλα συναισθήματα. Η συλλογικότητα, η ομαδικότητα η αυτοθυσία ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά, ανθρώπων, που μέσα στις φλόγες κατάφεραν να συγκρατήσουν, και τελικά να σβήσουν τη φωτιά. Σημειωτέον, δίπλα στο Αττικόν βρίσκεται το Μουσείο της πόλης των Αθηνών, η φιλολογική αίθουσα Παρνασσός, ένα ολόκληρο ιστορικό τετράγωνο».
«Περιγράμματα περνούσαν μέσα από τις φλόγες»
Σ’ αυτό το σημείο η Γιούλη Τσακαλάκη, υπεύθυνη του κινηματογράφου Αττικόν, η οποία παρακολουθεί την κουβέντα, παρεμβαίνει. Ανακαλεί στη μνήμη στιγμές από το βράδυ του Φεβρουαρίου του ’12. «Βρισκόμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Έβλεπα τις φιγούρες των δικών μας ανθρώπων, οι οποίοι είχαν έρθει από όλους τους κινηματογράφους μας, όταν έμαθαν τι συνέβαινε. Η φωτιά είχε φτάσει στην κορυφή του κτιρίου. Περιγράμματα περνούσαν μέσα από τις φλόγες. Σαν να είχαν συγκεντρωθεί υπεράνθρωπα όντα, τα οποία αψηφούσαν τα πάντα», αφηγείται.
«Το μόνο που ήθελα ήταν να προλάβω τη φωτιά χωρίς να υπολογίζω τον εαυτό μου»
Την ίδια νύχτα, ο Γιώργος Τσακαλάκης, ο οποίος συντόνιζε τις προσπάθειες ελέγχου της πυρκαγιάς από το εσωτερικό του κτιρίου, τραυματίστηκε σοβαρά στα χέρια. «Δεν υπολόγιζα τίποτα… Το μόνο που ήθελα ήταν να προλάβω τη φωτιά, χωρίς να υπολογίζω τον εαυτό μου. Πυροσβέστης όμως δεν μπήκε ποτέ μέσα. Φοβούνταν. Αυτό που μου έλεγαν είναι ότι πιθανότατα θα κατέρρεε το κτίριο. Εμείς όμως δεν το φοβηθήκαμε. Γι’ αυτό και σώθηκε. Τόσο απλά», εξηγεί. Συζητάμε περί ευθυνών που σχετίζονται με την καθυστέρηση υλοποίησης των εργασιών αποκατάστασης. Ο ίδιος εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικός. «Κλαίγαμε και συνεχίζουμε να κλαίμε από αγανάκτηση, θυμό και πίκρα. Μέσα σε αυτό το μαύρο εγκαταλελειμμένο κουφάρι, περιμένουν δύο ανέπαφες αίθουσες, έτοιμες να προβάλλουν μια ταινία. Το μόνο που χρειάζονται είναι να τις σώσει κάποιος. Αυτή τη φορά όχι από τη φωτιά, αλλά από την αδιαφορία της πολιτείας και των θεσμών της». Αυτή τη στιγμή υπάρχει διαθέσιμη ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική μελέτη για την ανάπλαση του πρόσοψης, της αίθουσας υποδοχής και των βοηθητικών χώρων του κτιρίου από το γραφείο Betaplan των Βεντουράκη-Ταβανιώτη, η οποία προς το παρόν παραμένει έγκλειστη σε κάποιο ντοσιέ αρχειοθέτησης. Επίσης, το Ιδρυμα Βούρου-Ευταξία έχει εκπονήσει μελέτη δια χειρός του καθηγητή Ιωάννη Λιακατά. Παρόλα αυτά, η εικόνα που παρουσιάζει η οδός Σταδίου στον αριθμό 19-21 είναι ακριβώς η ίδια με αυτή που είχε μετά την καταστροφή του 2012.
Λίγες σταγόνες ιστορίας
Αν γυρίζουμε το χρόνο πίσω, θα δούμε ότι το αρχικό οίκημα δημιουργήθηκε στο διάστημα μεταξύ 1870-1881 με βάση τα σχέδια του αυστριακού αρχιτέκτονα, Ερνέστου Τσίλλερ, όπως και αρκετά ακόμη νεώτερα ιστορικά κτίρια της Αθήνας. Το κτίριο δημιουργήθηκε για λογαριασμό του χιώτη τραπεζίτη, Σταμάτη Δεκόζη Βούρου, ο οποίος το είχε παραγγείλει. Αρχικά στεγάζονταν εκεί το φαρμακείο του Σ. Βαλτή, αργότερα το κουρείο του Λ. Μουσίου και το εμπορικό κατάστημα «ειδών Κίνας» του Π. Γεωργιάδη. Στο ίδιο κτίριο στεγάστηκε αργότερα -το 1914- το νεοσύστατο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ενώ από το 1914 έως και το 1920, άλλαξε η αρχιτεκτονική μορφή του κτιρίου και οικοδομήθηκε σε τμήμα του, το Αττικόν, βασισμένο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη. Αρκετά χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε η αίθουσα Απόλλων στο υπόγειο, ενώ εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της «Σκούρας Φιλμς Α.Ε.» και τα καταστήματα Ε. Ζολώτα, Γερ. Βασιλόπουλου και «Studio Costa Boda» (1982). Κατά διαστήματα το κτίριο υπέστη ποικίλες επεμβάσεις και φθορές, ενώ το 1960 οι αδελφοί Γρηγοριάδου και ο Άγγελος Αγαλιώτης ζήτησαν και έλαβαν άδεια από την Πολεοδομία Αθηνών, για να πραγματοποιήσουν μερικές. Το 1982 πραγματοποιήθηκε γενική συντήρηση και αναπαλαίωση του κτιρίου, βασισμένη στη μελέτη του αρχιτέκτονα Ι. Χριστακόπουλου. Η μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη καταστροφή προκλήθηκε στη διάρκεια επεισοδίων μετά από ένα ειρηνικό -κατά τ’ άλλα συλλαλητήριο- στο κέντρο της Αθήνας. Μία από τις πολλές μαύρες στιγμές επεισοδίων στην αθηναϊκή ιστορία, με δεκάδες τραυματίες και εκτεταμένες καταστροφές σε ιστορικά -και μη- κτίρια της πόλης. Ανάμεσά τους και οι δύο κινηματογράφοι. (Το κείμενο περιλαμβάνει και στοιχεία από το Αρχείο Νεωτέρων Μνημείων)