Για τα Αναφιώτικα έχουν γραφτεί πολλά μέχρι σήμερα και έχουν ακουστεί ακόμα περισσότερα. Κάποιες φορές μάλιστα οι ιστορικές μαρτυρίες φαντάζουν ανεπαρκείς να διαψεύσουν τους αστικούς μύθους ή να επιβεβαιώσουν την πραγματικότητα. Μία από τις αναφορές που συνδέονται με τα Αναφιώτικα, αναφέρει πως όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ανέβηκαν στην Ακρόπολη. Όταν τους είδε ο στρατιώτης που φρουρούσε την ελληνική σημαία, και πριν εκείνοι προλάβουν να ανεβάσουν τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, κατέβασε την ελληνική, τυλίχτηκε με αυτήν και πήδηξε από το βράχο στο κενό. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Η μικρή παραδοσιακή συνοικία της Πλάκας, η οποία βρίσκεται στους πρόποδες της Ακρόπολης δημιουργήθηκε από τους νησιώτες οικιστές, Δαμίγο και Σιγάλα από την Ανάφη. Ήταν οι πρώτοι που κατέφθασαν στην περιοχή και άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους μέσα στη νύχτα, καταπατώντας παράνομα τη συγκεκριμένη έκταση γης με την ανοχή των αρχών της εποχής. Το παράδειγμα τους ακολούθησαν και άλλοι νησιώτες στη συνέχεια που είτε προέρχονταν από την Ανάφη -οι περισσότεροι- είτε από άλλα κυκλαδονήσια . Ένα μεγάλο μέρος των Αναφιώτικων κατεδαφίστηκε στη δεκαετία του 1950 για τη διενέργεια ανασκαφών, ενώ όσα από τα σπίτια έχουν απομείνει χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα από το υπουργείο Πολιτισμού. Ο Άλκης Ράφτης, ο παλιότερος απόγονος κατοίκου της Πλάκας, πρόεδρος του Θεάτρου «Δόρα Στράτου» και πανεπιστημιακός δάσκαλος, μιλάει για τα Αναφιώτικα και τη δική του Πλάκα. Μια γειτονιά, η οποία μπορεί να έχασε με το πέρασμα του χρόνου αρκετά από τα πρωτογενή χαρακτηριστικά της, για τον ίδιο όμως παραμένει η ωραιότερη γειτονιά της πόλης… – Κύριε Ράφτη, το όνομα «Αναφιώτικα» έχει τη δική του ιστορία και συγκεκριμένα είναι συνδεδεμένη με το νησί της Ανάφης. Μιλήστε μας εάν θέλετε γι’ αυτή την ιστορία… «Τα Αναφιώτικα δημιουργήθηκαν από τους χτίστες που είχαν έρθει από την Ανάφη. Αν προσπαθούσαμε να οριοθετήσουμε τη συγκεκριμένη συνοικία, θα μπορούσαμε να πούμε κατά μία ερμηνεία, ότι ξεκινάει από την Ανδριανού και φτάνει έως του πρόποδες της Ακρόπολης με βάση τον γεωγραφικό ορισμό. Από την άλλη πλευρά σύμφωνα με τον αρχιτεκτονικό ορισμό, τα Αναφιώτικα είναι τα σπίτια που δεν είναι νεοκλασικά. Είναι δηλαδή αυτά τα οποία βασίστηκαν στη νησιωτική αρχιτεκτονική. Πρόκειται για τη συνοικία, η οποία έχει εντελώς διαφορετική κουλτούρα και ιστορία από την υπόλοιπη Πλάκα. Μία συνοικία χτισμένη με χαμηλά σπιτάκια, στα οποία δύσκολα – από πρακτικής απόψεως – μπορεί να κατοικήσει κανείς. Υπάγονται σε έναν ειδικό νόμο – όπως άλλωστε και η Πλάκα -, τον οποίο είχε δημιουργήσει ο Τρίτσης και θεωρούνται διατηρητέα μνημεία. Ωστόσο κάποιοι φρόντισαν να “ξεχειλώσουν’’ το νόμο. Ο κάθε υπουργός φρόντιζε να τροποποιεί τον υπάρχοντα νόμο κατά βούληση για να μπορεί να κάνει τα “δικά” του». – Βλέποντας κανείς τα Αναφιώτικα και παρατηρώντας την αρχιτεκτονική τους, θα σκεφτεί ότι ίσως θα μπορούσε να βρίσκεται στις Κυκλάδες. «Υπάρχει άμεση σχέση με τον τρόπο δόμησης και την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων. Μπορεί να μην ήταν Αναφιώτες όλοι όσοι ήρθαν τότε, δεδομένου ότι προέρχονταν και από άλλα νησιά των Κυκλάδων, ωστόσο η αρχιτεκτονική έχει τα χαρακτηριστικά ενός κυκλαδίτικου οικισμού». – Μου είπατε ότι είστε ένας από τους παλαιότερους Πλακιώτες. Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για την προσωπική σας διαδρομή; Πώς ήρθατε εδώ, πώς εγκατασταθήκατε; «Ο προπάππους μου είχε εγκατασταθεί στην Πλάκα το 1862. Είχε φούρνο στην οδό Νορμάνου, ενώ αργότερα και ο παππούς μου είχε το δικό του φούρνο στην Ηφαίστου. Θυμάμαι ότι στα παιδικά μου χρόνια η Ηφαίστου ήταν γεμάτη σιδεράδες. Ήταν γεμάτη τσιγγάνους, οι οποίοι είχαν τα αμόνια και όταν περνούσε κάποιος, έβλεπε να πετάγονται σπίθες δίπλα του από το ασταμάτητο σφυροκόπημα. Όσοι εργάζονταν στα σιδεράδικα – μια δουλειά αρκετά υποβαθμισμένη – πήγαιναν και αγόραζαν ένα καρβέλι ψωμί από το φούρνο του παππού μου. Στη συνέχεια το έκοβαν στη μέση, έβγαζαν την ψίχα με το κουτάλι ή με το χέρι και πήγαιναν στο μπακάλη να τους βάλει λάδι. Αφού πότιζε με λάδι αυτό το “κύπελλο” που δημιουργούσαν, έριχναν μέσα κρεμμύδι ή ό,τι άλλο έβρισκαν και στη συνέχεια το έτρωγαν. Κάτι σαν το σημερινό σάντουιτς». – Δεν μεγαλώσατε στην Πλάκα, παρόλ’ αυτά ζείτε εδώ τα τελευταία χρόνια. Γιατί επιλέξατε να μείνετε εδώ; «Κατοικώ τα τελευταία σαράντα χρόνια. Πρόκειται μια γειτονιά που έχει το δικό της χρώμα. Άλλωστε είμαι ρομαντικός και δεν θα μπορούσα να ζήσω σε άλλη γειτονιά παρά μόνο εκεί που μεγάλωσαν οι πρόγονοί μου. Δεν υπάρχει καλύτερη γειτονιά. Όταν βγαίνω όμως έξω από την Πλάκα, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι σε ξένη χώρα. Αν βρεθεί κάποιος στα Αναφιώτικα το Σάββατο ή την Κυριακή, που δεν έχουν έρθει ακόμα οι τουρίστες, θα συναντήσει μία καταπληκτική γειτονιά. Θα νοιώσει ότι βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο. Θα ονειρευτεί». – Εάν εγώ θέλω να βρω σπίτι και να μείνω στα Αναφιώτικα μπορώ; Πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο; «Θεωρητικά μπορείτε. Έχετε τη δυνατότητα να βρείτε κάποιο σπίτι που πωλείται και να το αγοράσετε. Αλλά μόλις πάτε να το βάψετε, θα χρειαστείτε άδεια. Εκτός και αν το κάνετε νύχτα, χωρίς να σας καταλάβει κανείς, όπως έκαναν και κάνουν οι περισσότεροι κάτοικοι έως και σήμερα». – Είναι όλα τα σπίτια της συνοικίας κατοικημένα; «Ναι. Τα περισσότερα κατοικούνται. Μπορεί να μην κατοικούνται όλα μόνιμα, καθότι κάποιοι μένουν αλλού και πηγαινοέρχονται, αλλά δεν θέλουν να τα αφήσουν. Τα κρατάνε για να διατηρήσουν την ιδιοκτησία τους. Δεν υπάρχει σπίτι εγκαταλειμμένο». – Ποιο είναι το καθεστώς προστασίας που ισχύει για τα “αναφιώτικα” σπίτια; «Η αρχαιολογική υπηρεσία τα προστατεύει, ενώ αρκετοί ιδιοκτήτες προσπαθούν την ίδια στιγμή να καταπατήσουν το νόμο και να τα ρημάξουν. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Πλάκα. Εάν διαβάσετε το νόμο που την προστατεύει, θα διαπιστώσετε ότι είναι αγνώριστη και εντελώς διαφορετική σε σχέση με αυτό που θα έπρεπε να είναι. Ο κάθε μαγαζάτορας λαδώνει για να αλλάξει τη χρήση γης. Η χρήση γης όμως δεν μπορεί να αλλάξει υπό κανονικές συνθήκες. Το ψαράδικο θα έπρεπε να παραμείνει ψαράδικο ή το μπακάλικο να παραμείνει μπακάλικο. Δεν μπορεί να έχει γεμίσει όλη η περιοχή με “τουριστάδικα”. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν γύρισα από το Παρίσι στην Πλάκα κατά τη δεκαετία του ’80, υπήρχαν δύο ή τρία ψαράδικα και επτά μπακάλικα, χασάπικα, καθώς και κουρείο. Ήταν γειτονιά. Τώρα δεν υπάρχει ούτε ένα». – Ισχύει η ιστορία που περιγράφει ότι όταν ήρθαν για να χτίσουν τα ανάκτορα, ο βασιλιάς Όθωνας τους ζήτησε να διαλέξουν σε ποιο σημείο θα ήθελαν να εγκατασταθούν κι ότι εκείνοι διάλεξαν το βράχο της Ακρόπολης, καθώς τους θύμιζε το κάστρο της Ανάφης; «Πολλές φορές οι φήμες είναι λανθασμένες. Και η συγκεκριμένη υπόθεση δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά. Θα πρέπει να ελέγξει κάποιος τις πηγές και να δώσει απάντηση ως προς το εάν έγινε ακριβώς έτσι». – Τα Αναφιώτικα κρατάνε ακόμα κάτι από το χθες ακόμα και τώρα; Μαζεύονται οι παρέες και ακούγεται η πλακιώτικη κιθάρα; «Κιθάρα έχει να ακουστεί στην Πλάκα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Θυμάμαι πως όταν ήμαστε φοιτητές πηγαίναμε στις ταβέρνες με την κιθάρα και τραγουδούσαμε. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι τραγουδιστές της Λυρικής Σκηνής έρχονταν στην ταβέρνα του Τσεκούρα και τραγουδούσαν. Ήταν μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές, κάτι που συνέβαινε κάθε εβδομάδα. Όταν όμως γκρεμίστηκε η ταβέρνα του Τσεκούρα σίγησε και η κιθάρα. Ήταν το τελευταίο ίχνος που είχε απομείνει από τις παρέες με τις κιθάρες». – Αν κοιτάξει κανείς από τα παράθυρα του γραφείου σας αλλά και από τα παράθυρα του κτιρίου του θεάτρου “Δόρα Στράτου”, στο οποίο βρισκόμαστε, θα απολαύσει ομολογουμένως μία ιδιαίτερα προνομιακή θέα. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η Ακρόπολη και η Αθήνα του χθες, από την άλλη πλευρά η Αθήνα του σήμερα… «Κάπως έτσι είναι. Εάν δείτε, από το παράθυρό μου φαίνεται το παλαιότερο κτίριο της Πλάκας, ο πύργος του Church. Ήταν Ολλανδός μισθοφόρος, ο οποίος ήρθε στην Πλάκα κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Μάλιστα, έγινε στρατηγός του ελληνικού στρατού. Στη διάρκεια της παραμονής του στη χώρα μας αγόρασε αυτό το κτίριο για να μείνει στα γεράματά του. Πρόκειται για τούρκικο κτίριο, στο οποίο παλαιότερα συγκεντρώνονταν οι Τούρκοι ζαπτιέδες για να εποπτεύουν την περιοχή επί Τουρκοκρατίας. Βλέπετε επίσης ένα μισογκρεμισμένο μαγειρείο, το οποίο λειτούργησε επί κατοχής. Εκεί μαγείρευαν καζάνια με φαγητό και στη συνέχεια το μοίραζαν στις γειτονιές της Αθήνας για να μην πεθάνουν οι άνθρωποι από το λιμό». – Πώς αποφασίσατε να εμπλακείτε με το θέατρο της Δόρας Στράτου; «Με φώναξαν να ασχοληθώ. Εγώ αρχικά δεν ήθελα. Αυτό που επιθυμούσα ήταν να παραμείνω ένας θεωρητικός του χορού και να μην εμπλακώ με τα διοικητικά. Ήθελα όλο αυτό να είναι για ‘μένα ένα αθώο χόμπι». – Το θέατρο Δόρας Στράτου είναι ένας από τους φορείς που συμβάλει στη διατήρηση της λαϊκής παράδοσης με μεγάλη συλλογή στολών, οργάνωση παραστάσεων, συνεδρίων και άλλων εκδηλώσεων. Πείτε μας λίγα πράγματα για την ιστορία του. «Το θέατρο ξεκίνησε να λειτουργεί το 1953. Η Δόρα Στράτου ήταν κόρη πρωθυπουργού, ο οποίος ξεκίνησε ως βουλευτής του Βενιζέλου. Αργότερα μεταπήδησε στους βασιλικούς και ο βασιλιάς τον προώθησε σε κυβερνητικές θέσεις τις εποχής. Όταν έγινε η μικρασιατική καταστροφή ο Στράτος δέχτηκε να γίνει πρωθυπουργός για μία εβδομάδα. Αργότερα θεωρήθηκε ένας από τους υπεύθυνους για την καταστροφή και ήταν ένας από τους έξι που εκτελέστηκαν στο Γουδί. Η Στράτου βλέποντας να εκτελούν τον πατέρα της ως προδότη της πατρίδας πληγώθηκε πάρα πολύ. Για να εξιλεωθεί, όταν μεγάλωσε αποφάσισε να κάνει κάτι για την πατρίδα. Έτσι, ξεκίνησε να δημιουργεί το συγκρότημα ελληνικών χωρών. Όντας κόρη πρώην πρωθυπουργού τη βοήθησαν όλοι οι μεγαλόσχημοι της εποχής στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Ανάμεσά τους ο Παπάγος αλλά και πολλοί ακόμα. Η Δόρα Στράτου κατάφερε να φτιάξει κάτι που δεν έχει δημιουργηθεί σε καμία άλλη χώρα. Με βάση το γεγονός ότι υπήρχε ένα κεντρικό ίδρυμα, το οποίο στήριζε τον ελληνικό παραδοσιακό χορό, άρχισαν να δημιουργούνται αμέτρητα συγκροτήματα σε όλη την Ελλάδα. Η Ελλάδα έφτασε στο σημείο να διαθέτει 5.000 χορευτικά συγκροτήματα, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε ούτε στις Ηνωμένες Πολιτείες». – Πώς δημιουργήθηκε αυτή η συλλογή παραδοσιακών στολών; «Κάποια στιγμή η Δόρα Στράτου ξεκίνησε να συλλέγει παραδοσιακές στολές από όλη την Ελλάδα. Έτσι αυτή τη στιγμή διαθέτουμε τη μεγαλύτερη συλλογή ελληνικών στολών. Χαρακτηριστικό είναι ότι έρχονται οι ντόπιοι από διάφορες περιοχές της Ελλάδας και ζητάνε στολές από εμάς για να δημιουργήσουν αντίγραφα, καθώς είναι πλέον δυσεύρετες. Πάντως το πιο λυπηρό για εμένα είναι ότι “επιτρέπω” να πραγματοποιούνται εκδηλώσεις και να χρησιμοποιούνται οι πρωτότυπες στολές, οι οποίες φθείρονται καθημερινά. Κάθε φορά που αναλαμβάνει νέος υπουργός Πολιτισμού, τον προσεγγίζω και του ζητάω να μου δώσει κάποια χρήματα για να δημιουργήσουμε αντίγραφα των στολών. Κι αυτό γιατί δεν γίνεται να “κουρελιάζονται” κάθε βράδυ. Γνωρίζω καλά ότι καμία κοπελιά δεν θα να κεντήσει στο χέρι για να φτιάξει μία καινούργια. Φανταστείτε ότι από τότε που ήταν η Μελίνα υπουργός Πολιτισμού, έχω γνωρίζει όλους τους υπουργούς έναν προς έναν. Χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα». – Μιλήστε μας για τις δραστηριότητες του Θεάτρου στο σήμερα. «Δεν υπάρχει μία ημέρα του χρόνου που να μην διοργανώνουμε εκδηλώσεις. Όταν δεν έχουμε κάποια παράσταση, παραδίδουμε μαθήματα και σεμινάρια, κάνουμε έρευνα στα χωριά. Λειτουργούμε σαν εργοστάσιο πρωτογενούς παραγωγής πολιτισμού. Έχουμε αυτή τη στιγμή μία σχολή ελληνικών χορών -τη μεγαλύτερη στην Ελλάδα- με περισσότερους από επτακόσιους μαθητές. Σε αυτή συμμετέχουν άτομα όλων των ηλικιών. Στο διάστημα από 1 έως και 5 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί το 40ο συνέδριο χορού στο θέατρο Δόρας Στράτου στο λόφο Φιλοπάππου. Εκεί αναμένεται να συγκεντρωθούν χορογράφοι από τουλάχιστον 40 χώρες από όλο τον κόσμο. Εάν μπορούμε να υπερηφανευόμαστε για κάτι αυτή τη στιγμή είναι ότι καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανή τη χορευτική μας παράδοση». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend