Το 1998 ήταν η πρώτη φορά που ένα μικροτσίπ εμφυτεύθηκε σε έναν άνθρωπο. Πάνω από δύο δεκαετίες αργότερα η αμφιλεγόμενη τεχνολογία έχει εξαπλωθεί και εξελιχθεί: Άνθρωποι εμφυτεύουν κάτω από το δέρμα τους μικροτσίπ ώστε να μπορούν να κάνουν ανέπαφες πληρωμές, να ανοίγουν πόρτες και άλλα συστήματα ασφαλείας, να αποκτούν πρόσβαση σε χώρους και μέσα μαζικής μεταφοράς, ακόμη και να αποθηκεύουν προσωπικά στοιχεία.
Εκτιμάται πως περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι έχουν επιλέξει να τοποθετήσουν ένα υποδερμικό τσιπ. Η πρακτική είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στη Σουηδία, όπου τουλάχιστον 4.000 άνθρωποι έχουν πραγματοποιήσει εμφύτευση μικροτσίπ.
Σε έρευνα που έγινε το 2021 στην Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο, το 51% των ερωτηθέντων απάντησε πως θα σκεφτόταν να εμφυτεύσει στο σώμα του ένα τέτοιο μικροτσίπ, το οποίο ζυγίζει λιγότερο από ένα γραμμάριο και έχει το μέγεθος ενός κόκκου ρυζιού.
Στον αντίποδα πολλοί είναι αυτοί που αντιδρούν εγείροντας ζητήματα ιδιωτικότητας, απορρήτου, υγείας και ασφάλειας, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως η εν λόγω τεχνολογία στο μέλλον θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον απόλυτο έλεγχο, την παρακολούθηση και τον εντοπισμό πολιτών.
Ο Πάτρικ Πάουμεν, ένας 37χρονος φύλακας από την Ολλανδία που έχει τοποθετήσει μικροτσίπ στο σώμα του, διαφωνεί. «Πρόκειται για την ίδια τεχνολογία με αυτή που χρησιμοποιούν όλοι οι άνθρωποι καθημερινά» για μια σειρά εργασιών που εκτελούνται ανέπαφα (πληρωμές, άνοιγμα θυρών, έγκριση εισιτηρίου κ.α.)», δήλωσε στο BBC. Οι υπέρμαχοι υποστηρίζουν πως πρόκειται απλώς για μια νέα ευκολία που προσφέρεται από τη σύγχρονη τεχνολική και διαδικτυακή πραγματικότητα.
Ο Πάουμεν δηλώνει «biohacker». Πρόκειται για ένα νέο κίνημα από άτομα που επιθυμούν να τοποθετούν «κομμάτια τεχνολογίας» στο σώμα τους, προσπαθώντας να βελτιώσουν την απόδοσή τους και να κάνουν πιο εύκολη την καθημερινότητά τους. Έχει συνολικά 32 εμφυτεύματα, συμπεριλαμβανομένων τσιπ για άνοιγμα θυρών, αλλά και μαγνήτες για να έλκει μεταλλικά αντικείμενα.
«Η τεχνολογία εξελίσσεται συνεχώς, οπότε συνεχίζω να τοποθετώ εμφυτεύματα», λέει και συμπληρώνει: «Δεν θα ήθελα να ζω χωρίς αυτά. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να τροποποιήσουν το σώμα τους. Θα πρέπει να το σεβόμαστε αυτό, όπως θα πρέπει και αυτοί να μας σέβονται ως βιοχάκερ».
Ειδικοί υπογραμμίζουν πως όπως συμβαίνει στη χρήση κάθε νέας τεχνολογίας, θα πρέπει να σταθμιστεί το όφελος με τους κινδύνους. Ιδιαίτερα εάν τα εμφυτεύματα φέρουν περισσότερα προσωπικά στοιχεία. Είναι δεδομένο πως πάντα υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά της τεχνολογίας, η οποία σαφώς και σχετίζεται με την κατάχρηση από τον άνθρωπο.
«Για όσους επιθυμούν να πλήξουν την ατομική ελευθερία, προφανώς αυτή η τεχνολογία προσφέρει σαγηνευτικές δυνατότητες ελέγχου, χειραγώγησης και καταπίεσης», υπογραμμίζει η Nada Kakabadse, καθηγήτρια πολιτικής, διακυβέρνησης και ηθικής στο Henley Business School του Πανεπιστημίου Reading. Το αποτέλεσμα, προειδοποιεί, θα μπορούσε να είναι «η αποδυνάμωση πολλών προς όφελος λίγων».
Από την πλευρά του, ο Steven Northam, ανώτερος λέκτορας στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα στο Πανεπιστήμιο του Winchester, λέει ότι οι ανησυχίες είναι αδικαιολόγητες. Εκτός από το ακαδημαϊκό του έργο, είναι ο ιδρυτής της βρετανικής εταιρείας BioTeq, η οποία κατασκευάζει μικροτσίπ για εμφύτευση από το 2017.
Πρόκειται για εμφυτεύματα που απευθύνονται σε άτομα με αναπηρίες και διευκολύνουν σημαντικά την καθημερινότητά τους. Σχολιάζοντας τις ανησυχίες που εκφράζονται για την υγεία, τονίζει: «Έχουμε τοποθετήσει πάνω από 500 εμφυτεύματα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η τεχνολογία χρησιμοποιείται στα ζώα εδώ και χρόνια. Είναι πολύ μικρά, αδρανή αντικείμενα. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος».