«Συντετριμμένος, “διαλυμένος” ψυχικά και μετανιωμένος», εμφανίστηκε ενώπιον του ανακριτή ο 40χρονος κατηγορούμενος για την δολοφονία της άτυχης συζύγου του στη Δάφνη.
Ο κατηγορούμενος, ο οποίος μετά την απολογία του προφυλακίστηκε, επιχείρησε να πείσει πως «θόλωσε» όταν επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες του ότι η γυναίκα που αγαπούσε 20 περίπου χρόνια μετά την γνωριμία τους τον απάτησε «με χυδαίο τρόπο». Μάλιστα, για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό του προσκόμισε στη δικαιοσύνη usb με 509 «ερωτικές συνομιλίες» που κατεγράφησαν σε κοριό με τον οποίο παρακολουθούσε κάθε της κίνηση.
«Απολογούμαι όχι μόνο στην υμέτερη αρχή σας αλλά κυρίως στους γονείς της συζύγου μου και κυρίως στο μοναχοπαίδι μας. Δεν έπρεπε να ενεργήσω έτσι δεν ήξερα τι έκανα θόλωσα άκουγα τις καταγραφές όπου αποτυπώνονταν οι εξωσυζυγικές ερωτικές πράξεις της συζύγου μου όχι απλώς στην κατοικία μας αλλά στο δωμάτιο του παιδιού μας και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω, χωρίς να μπορώ, τι είχε συμβεί…», ανέφερε στο απολογητικό του υπόμνημα που αριθμεί 8 σελίδες προσπαθώντας να καταδείξει ότι ενήργησε εν βρασμώ, και συνέχισε: «Τα άκουγα και αισθανόμουν μία ζάλη ότι είχα αρχίσει να τρελαινόμουν χωρίς να μπορώ να το περιγράψω ακριβώς με λόγια…».
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις αιτιάσεις ότι ήταν βίαιος με την 31χρονη σύζυγο του κάνοντας λόγο για αντιφατικές καταθέσεις και ισχυριζόμενος ότι πρόθεση του ήταν να μην χωρίσουν.
«Προσπαθούσα να σώσω το γάμο μου και όσα είχα δημιουργήσει με αυτή τη γυναίκα. Ζήτησα τη βοήθεια των πεθερικών μου τα οποία είχαν αντιληφθεί την συμπεριφορά της», είπε επικαλούμενος τις συνομιλίες που σύμφωνα με τον ίδιο αποδεικνύουν ότι «διατηρούσε ερωτικές σχέσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα» και δεν «ήμουν δήθεν ζηλόφθονος η διακατεχόμουν από παθολογικές φαντασιώσεις».
«Δεν ήμουν ζηλιάρης αντιθέτως όπως αποδείχτηκε εκείνη με απατούσε…», ανέφερε χαρακτηριστικά τονίζοντας πως δεν είχε προσχεδιάσει το έγκλημα.
«Ούτε μαχαίρι πήρα από την επιχείρηση ούτε μπορούσα ή είχα την κρίση να δω να φροντίσω προς στιγμήν το παιδί μου. Κυριολεκτικά δεν καταλάβαινα το περπάτημα μου», είπε.
«Δεν την αιφνιδίασα στον ύπνο»
Ο 40χρονος δεν ζήτησε να μην προφυλακιστεί αλλά να οδηγηθεί σε αγροτικές φυλακές για «ευνόητους λόγους».
«Όσο και αν είμαι μετανιωμένος, συντετριμμένος, πρωτίστως για την σύζυγό μου, την οποία αγαπούσα το οποίο γνώριζαν όλοι και οι δύο οι γονείς της και για το παιδί μου, αλλά και την οικογένειά μου και την οικογένειά της, γνωρίζω ότι δεν υπάρχουν πολλές επιλογές και γι’ αυτό παρέλκει οποιαδήποτε αναφορά στις προϋποθέσεις επιβολής περιοριστικών όρων. Μετανιώνω όμως και εμφανίστηκα στο οικείο αστυνομικό τμήμα αμέσως μετά την πράξη μου και χωρίς καν να διανοηθώ είτε να αποπροσανατολίσω τις αρχές είτε να σκίσω τα δικονομικά μου δικαιώματα κατέθεσα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν αλλάζω ούτε με το παρόν απολογητικό υπόμνημα», ανέφερε και άλλαξε τον αρχικό του ισχυρισμό ότι το μοιραίο πρωινό αιφνιδίασε τη σύζυγο του ενώ κοιμόταν λέγοντας πως της δολοφονίας προηγήθηκε καβγάς.
«Με τη σύζυγό μου διαπληκτίστηκαμε πριν την σκοτώσω και δεν την αιφνιδίασα στον ύπνο. Αυτό προκύπτει τόσο από την ώρα που έλαβαν χώρα στο συμβάν όσο και από τα ρούχα που φορούσε αλλά και από το γεγονός ότι μου επιτέθηκε στην μύτη και στην αριστερή πλευρά του σώματος μου, όταν με χτύπησε και με γρατζούνισε. Τούτο προκύπτει τόσο από την εμφάνιση μου ενώπιον σας όσο και από σχετικές φωτογραφίες που προσκομίζω».
Ο καβγάς της 11ης Ιουλίου
Στην προανακριτική του απολογία ο κατηγορούμενος είχε υποστηρίξει ότι πριν από ενάμιση περίπου μήνα η συμπεριφορά της συζύγου του άλλαξε και του είχε ζητήσει να χωρίσουν. Η συνεχείς συνομιλίες της στο κινητό αλλά και σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης ήταν η αφορμή για τακτικούς καβγάδες, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο ο οποίος αναφέρθηκε και στο επεισόδιο της 11ης Ιουλίου όταν η γειτόνισσα τους ειδοποίησε την αστυνομία.
«Εγώ μόλις είχα γυρίσει από το δουλειά με το παιδί και όταν μπήκα στο σπίτι εκείνη ήταν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού με κλειδωμένη πόρτα. Τη ρώτησα για ποιο λόγο το κάνει αυτό και εκείνη μου αποκρίθηκε “ότι θέλω θα κάνω, δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν».
Όπως περιέγραψε κατά τη διάρκεια του διαπληκτισμού τους εκείνη του φώναξε: «Είσαι άχρηστος, δεν είσαι άντρας, είσαι γυναικούλα, κρύβεσαι πίσω από τον μπαμπά και τη μαμά” ενώ κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος μου. Εγώ την έσπρωξα προς του εσωτερικό του δωματίου και έπεσε στο πάτωμα. Εκνευρίστηκε, σηκώθηκε και στο διάδρομο με χτύπησε στο πρόσωπο, το οποίο στη συνέχεια έπραξα και εγώ».
Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο χρειάστηκε να παρέμβει ο γιος τους για να ηρεμήσουν τα πνεύματα ωστόσο ισχυρίστηκε πως μετά από πέντε μέρες δέχτηκε και πάλι επίθεση.
Ο 40χρονος παραδέχτηκε πως ζήτησε τη βοήθεια ιδιωτικού ντετέκτιβ και τοποθέτησε μηχάνημα καταγραφής φωνής στο δωμάτιο του παιδιού του, ώστε να παρακολουθεί τις συζητήσεις που έκανε η γυναίκα του όταν εκείνος απουσίαζε. Έτσι, σύμφωνα με τον ίδιο αποκαλύφθηκε ότι η γυναίκα του διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, καθώς και ότι ξόδευε χρήματα για να αγοράζει δώρα στον φίλο της.
Το μοιραίο πρωινό
Την ημέρα της δολοφονίας ο 40χρονος, όπως περιγράφει στην προανακριτική του απολογία, ξύπνησε νωρίς και συνέχισε να σκέφτεται την συνομιλία που είχε ακούσει.
«Γύρισε το μυαλό με αυτά που είχα ακούσει. Πήγα στην κουζίνα, πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι μεγάλο καφέ και πήγα προς το δωμάτιο του γιου μας. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη καθώς άκουσα τη συμβουλή του πεθερού μου και 15 μέρες πριν είχα αφαιρέσει τα κλειδιά από την πόρτα της για να μην κλειδώνεται μέσα. Όταν πήρα το μαχαίρι με το δεξί χέρι μπήκα στο δωμάτιο της, εκείνη κοιμόταν ανάσκελα και απευθείας όρμηξα πάνω της, ξάπλωσα πάνω της και την κάρφωσα με τη μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό. Εκείνη τότε ξύπνησε άρχισε να φωνάζει “πεθαίνω”, με το αριστερό χέρι της έκλεισα το στόμα. Έτσι όπως είχα το χέρι μου στο στόμα, ο αριστερός μου αντίχειρας μπήκε στο σώμα της και εκείνη με δάγκωσε. Τότε τράβηξα προς τα έξω το μαχαίρι και την κάποιος άλλη μία φορά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ξανά έβγαλα το μαχαίρι, το άφησα αριστερά από το κεφάλι της και με τα δύο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε. Μετά από περίπου 1 λεπτό εκείνη σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει. Σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο γιατί ήμουν γεμάτος αίματα. Φορούσε μια κοντομάνικη μπλούζα με ρίγες, την έβγαλα και την πέταξα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ξέπλυνα στο νιπτήρα τα χέρια μου και το πρόσωπο, φόρεσα τα ρούχα που φοράω τώρα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου», αναφέρει και καταλήγει:
«Ό,τι έκανα το έκανα γιατί γυρνούσε στο μυαλό μου αυτή η συνομιλία. Δεν μπορούσα να αντέξω τη γυναίκα που αγαπούσα έκανε αυτά που έκανε μέσα στο σπίτι μας. Μακάρι να γυρνούσα το χρόνο πίσω, να ξανά σκεφτώ αυτά τα 10 λεπτά».