Εξηγήσεις ενώπιον της δικαιοσύνης για σειρά κακουργηματικών πράξεων δίνουν οκτώ κατηγορούμενοι ως μέλη του κυκλώματος εκβιαστών που δρούσε στην Αθήνα και άλλες περιοχές, πουλώντας προστασία σε καταστήματα και ξενοδοχεία, με το αζημίωτο. Οι συνολικά 14 συλληφθέντες οδηγήθηκαν νωρίς το πρωί στα δικαστήρια με δύο κλούβες, συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης.

Οι έξι κατηγορούμενοι ζήτησαν και έλαβαν νέα προθεσμία, για να απολογηθούν αύριο, ενώ οι υπόλοιποι, ο ένας μετά τον άλλον, πέρασαν το κατώφλι του ανακριτικού γραφείου.

Μεταξύ άλλων, κατηγορούνται για διεύθυνση, συγκρότηση και ένταξη εγκληματικής οργάνωσης, εκβίαση με απειλή και βλάβη επιχείρησης κατά επάγγελμα από κοινού, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, δωροληψία υπαλλήλου κατ’ επάγγελμα, κατ’ εξακολούθηση και ψευδή βεβαίωση άνω των 120.000 ευρώ.

Ο ετήσιος τζίρος του κυκλώματος εκτιμάται ότι άγγιζε τις 700.000 ευρώ.

Υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού, της Περιφέρειας Αττικής αλλά και του Δήμου Αθηναίων φέρονται να εμπλέκονται στην οργάνωση που εμφανίζεται να δρούσε με χαρακτηριστικά μαφίας με τεράστιους τζίρους.

Ως κεντρικό πρόσωπο εμφανίζεται 43χρονη, η οποία μαζί με έναν 64χρονο φέρονται να είχαν αρχηγικό ρόλο καθώς, σύμφωνα με τις Αρχές, συντόνιζαν τη δράση του κυκλώματος που φαίνεται να είχε μοιρασμένους ρόλους.

Μάλιστα, φέρονται να είχαν ορίσει συγκεκριμένη ταρίφα για τα χρήματα που απαιτούσαν από τα θύματά τους, τα οποία στη συνέχεια μοιράζονταν ανάλογα με τη θέση που είχε ο καθένας στην οργάνωση.

Τα αρχηγικά μέλη, σύμφωνα με τη δικογραφία, προσέγγιζαν καταστηματάρχες τους οποίους διαβεβαίωναν πως θα απέτρεπαν τη βεβαίωση διοικητικών παραβάσεων στις επιχειρήσεις τους. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις φέρονται να είχαν φροντίσει να προηγηθούν σχετικοί έλεγχοι από τους αρμόδιους υπαλλήλους, προκειμένου να τους αναγκάσουν να υποκύψουν στον εκβιασμό.

Οι επίορκοι υπάλληλοι φέρονται ότι παρείχαν πληροφορίες για ελέγχους, ότι παράβλεπαν παραβάσεις ή ότι βεβαίωναν ψευδή γεγονότα σε δημόσια έγγραφα.

Στη δικογραφία, σύμφωνα με πληροφορίες, αναφέρεται πως τα μέλη του κυκλώματος λάμβαναν μέτρα ώστε να μην γίνει αντιληπτή η δράση τους. Έτσι, οι δωροληψίες φέρονται να γίνονταν σε συγκεκριμένους χώρους που θεωρούσαν ότι ελέγχουν, ενώ για τις επικοινωνίες τους, σύμφωνα με την κατηγορία, χρησιμοποιούσαν διαδικτυακές εφαρμογές σε μια προσπάθεια να μην εντοπίζονται.