Με την περίφημη φράση του «Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε», ο ιταλός αναρχικός βάλθηκε να κηρύξει την ηθική της αλληλεγγύης.
Η κορυφαία μορφή του αναρχικού κινήματος, που φιγουράρει εκεί ψηλά παρέα με τους Προυντόν, Μπακούνιν και Κροπότκιν, χαρακτηρίστηκε από φίλους και εχθρούς ως ο μεγαλύτερος ιταλός επαναστάτης της γενιάς του, με τον Τύπο της εποχής να του κολλάει το παρατσούκλι «ο Λένιν της Ιταλίας».
Τόσο θεωρητικός όσο και αγωνιστής, ο Μαλατέστα γνώρισε στην περιπετειώδη ζωή του εξορίες και φυλακίσεις, κάτι που δεν του στέρησε φυσικά ούτε τη μαχητικότητά του ούτε και τη θεωρητική εργασία.
Ο αναρχικός που καλούσε σε κοινωνική αλλαγή μέσω της επαναστατικής βίας κατέληξε σε ένα σύστημα που ισορροπούσε μεταξύ ευθυκρισίας και ουτοπίας, βάζοντας στο πολιτικό του στόχαστρο θεματικές όπως η δημοκρατία και ο φασισμός και μιλώντας με όρους αμοιβαίας ανοχής, εθελούσιας συνεργασίας και μη επιβολής φυσικά της βούλησης του ενός στους άλλους.
Και δεν παρέλειψε φυσικά να εκφράζει πάντα την αγωνία του σκεπτόμενου ανθρώπου για τη σύνδεση θεωρίας και πράξης…
Πρώτα χρόνια
Ο Ερρίκο Μαλατέστα γεννιέται στις 14 Δεκεμβρίου 1853 στην Κάπουα της Ιταλίας μέσα σε μεσοαστική αγροτική οικογένεια. Τελειώνοντας το σχολείο, θα βρεθεί να σπουδάζει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, όταν άρχισε να ασχολείται με ελευθεριακές ιδέες, λόγω κυρίως του ενθουσιασμού που του γέννησε η Παρισινή Κομμούνα.
Αφού γραφτεί λοιπόν σε τοπική εργατική οργάνωση για την Πρώτη Διεθνή το 1871, γνωρίζει την επόμενη χρονιά τον Μιχαήλ Μπακούνιν, μια καθοριστική στιγμή στη ζωή του: από το 1872-1876, μένοντας δίπλα στον μεγάλο θεωρητικό του αναρχισμού, οργώνει την ιταλική ύπαιθρο διαδίδοντας τα μηνύματα της κίνησης.
Η δράση του αυτή θα τον φέρει στη φυλακή για 6 μήνες το 1873 και για έναν χρόνο μεταξύ 1874-1875. Τον Απρίλιο του 1877, ο Μαλατέστα και οι σύντροφοί του υποκίνησαν εξέγερση στην επαρχία του Μπενεβέντο, με την ένοπλη ομάδα να κραδαίνει τη μαυρο-κόκκινη σημαία και να καταλαμβάνει χωριό της περιοχής χωρίς μάχη, καθώς οι κάτοικοι τους δέχτηκαν με ενθουσιασμό!
Σύντομα βέβαια ο στρατός θα εξουδετέρωνε την αναρχική αντίσταση και οι υπεύθυνοι θα περνούσαν άλλον έναν χρόνο στη φυλακή, παρά το γεγονός ότι τελικά αθωώθηκαν. Όντας και πάλι ελεύθερος, ο Μαλατέστα επιστρέφει στη Νάπολη, ήταν ωστόσο πια κάτω από τη συνεχή παρακολούθηση της αστυνομίας, αναγκάζεται λοιπόν να εγκαταλείψει την Ιταλία…
Αγώνες και πάλι αγώνες
Από τη Νάπολη λοιπόν καταφεύγει στην Αίγυπτο, πριν εξοριστεί σύντομα από τη χώρα με την παρέμβαση του ιταλικού προξενείου. Επόμενος σταθμός η Μασσαλία, στην οποία φτάνει ως λαθρεπιβάτης σε γαλλικό πλοίο, όταν η Συρία, η Τουρκία και η Ιταλία του αρνήθηκαν επανειλημμένα την είσοδο στα εδάφη τους.
Από τη Μασσαλία θα βρει πέρασμα για τη Γενεύη, όπου θα βοηθήσει τον Κροπότκιν στην ανατρεπτική εκδοτική του προσπάθεια. Σύντομα βέβαια θα βρεθεί και πάλι εξόριστος και αυτή τη φορά θα καταφύγει στη Ρουμανία, πριν καταλήξει το 1880 -μέσω Γαλλίας και Βελγίου- στο Λονδίνο.
Αυτοδίδακτος μηχανικός και πολυτεχνίτης, ο Μαλατέστα θα βρει δουλειά στη βρετανική πρωτεύουσα αρχικά ως παγωτατζής, πριν καταλήξει μηχανικός σε συνεργείο, ένα επάγγελμα στο οποίο θα καταφύγει πολλές ακόμα φορές στη ζωή του. Και βέβαια όντας στο Λονδίνο, συμμετείχε στην Πρώτη Διεθνή του 1881, από την οποία ξεπήδησε η Αναρχική Διεθνής.
Το 1882 θα τον βρει στην Αίγυπτο να πολεμά στο πλευρό των ντόπιων τους βρετανούς αποικιοκράτες και την επόμενη χρονιά θα τρυπώσει παράνομα στην Ιταλία, όπου θα εγκατασταθεί στη Φλωρεντία και θα ιδρύσει την εβδομαδιαία επιθεώρηση «La Questione Sociale» (Το Κοινωνικό Ζήτημα), την πρώτη σοβαρή αναρχική εκδοτική προσπάθεια της Ιταλίας.
Στην εφημερίδα αυτή είναι που θα δημοσιευτεί το γνωστότερο κείμενό του, το «Fra Contadini» (Μεταξύ Αγροτών) το 1884. Την ίδια χρονιά θα συλληφθεί για άλλη μια φορά και θα καταδικαστεί σε 3 χρόνια φυλάκιση, με τον ίδιο ωστόσο, περιμένοντας να εκτίσει την ποινή του, να σπεύδει στη Νάπολη για να βοηθήσει όπως μπορούσε τα θύματα της επιδημίας χολέρας, κάτι που έκαναν εξάλλου πολλοί αναρχικοί και κομμουνιστές Ιταλοί.
Αναγκασμένος να εγκαταλείψει και πάλι την Ιταλία για να γλιτώσει τη φυλακή, ο Μαλατέστα θα βρει καταφύγιο στη Λατινική Αμερική: από το 1885-1889 θα ζήσει στο Μπουένος Άιρες, όπου συνέχισε την έκδοση της εφημερίδας του «La Questione Sociale» και συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση της πρώτης ένοπλης παραστρατιωτικής οργάνωσης εργατών στην Αργεντινή.
Κάτω μάλιστα από τη δική του επιρροή, ο αναρχισμός εγκαθιδρύθηκε ως εναλλακτική πρόταση στις εργατικές κινητοποιήσεις της Αργεντινής! Το 1889 θα τον βρει εγκατεστημένο στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου θα εκδώσει άλλη μια αναρχική φυλλάδα, τη «L’Associazione», πριν αναγκαστεί και πάλι να διαφύγει στο Λονδίνο. Τα επόμενα 8 χρόνια θα βρει μόνιμη στέγη στη βρετανική πρωτεύουσα, επισκεπτόμενος ωστόσο περιοδικά (και λαθραία) τη Γαλλία, την Ελβετία και την Ιταλία.
Στο Λονδίνο είναι που θα συγγράψει μια σειρά από τα κυριότερα αναρχικά έργα του, όπως το περίφημο «L’Anarchia» (Η Αναρχία). Το 1897, χάρη στην αμνηστία που δόθηκε από την ιταλική κυβέρνηση, ο Μαλατέστα κατάφερε να επιστρέψει στην Ιταλία νόμιμα πια και εγκαθίσταται πλέον στην Αγκόνα, όπου εκδίδει άλλη μια εφημερίδα, τη «L’Agitazione».
Οι εκδοτικές προσπάθειες θα του έφερναν ωστόσο και πάλι προβλήματα: την επόμενη χρονιά θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε 6 μήνες φυλάκιση, ακολουθούμενη από 5 χρόνια εξορίας σε ποινική αποικία. Από το δεύτερο νησί καταδίκων που μεταφέρθηκε ο πάντα αεικίνητος Μαλατέστα κατάφερε να το σκάσει και έφτασε για άλλη μια φορά στο Λονδίνο, μέσω Μάλτας, το 1899!
Δεν έμεινε όμως εκεί, καθώς οι επαναστατικές ανάγκες τον κάλεσαν στον Νέο Κόσμο, κι έτσι την ίδια χρονιά η «La Questione Sociale» κυκλοφορεί στο Νιου Τζέρσεϊ της Νέας Υόρκης! Αναρχικές διαφωνίες όμως στην Αμερική θα καταλήξουν με τον ίδιο να τρώει σφαίρα στο πόδι, κάτι που θα σημάνει αυτομάτως το τέλος της αμερικανικής περιόδου: ο Μαλατέστα επιστρέφει μέσω Κούβας στο Λονδίνο.
Εκεί θα λειτουργήσει αυτή τη φορά το δικό του συνεργείο, ενώ μεταξύ 1900-1913 ίδρυσε αρκετές εφημερίδες, πάντα γραμμένες στα ιταλικά, οι σημαντικότερες εκ των οποίων ήταν οι «Cause ed effete» (1900), «L’Internazionale» (1900) και «La rivoluzione sociale» (1902).
Το 1912 ωστόσο θα είχε άλλη μια περιπέτεια με τον νόμο, κι αυτό για άρθρο του που θεωρήθηκε λιβελλογράφημα. Ο εκδότης καταδικάζεται σε 3 μήνες φυλάκιση και απέλαση από τη χώρα, το δεύτερο σκέλος της ποινής του ματαιώθηκε ωστόσο από τη μαζική δημόσια κατακραυγή των Άγγλων για την άδικη τιμωρία!
Ο Μαλατέστα επέστρεψε ωστόσο στην Ανκόνα το 1913 για να ιδρύσει άλλη μια εφημερίδα, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου τον Αύγουστο του 1914 να τον αναγκάζει να καταφύγει και πάλι στο Λονδίνο. Ιστορικό εδώ είναι το γεγονός ότι όντας στην Ιταλία γνώρισε τον μελλοντικό φασίστα δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι.
Πάντα κατά του πολέμου, ο Μαλατέστα διαφώνησε ανοιχτά με τον Κροπότκιν και άλλους προβεβλημένους αναρχικούς που έσπευσαν να υποστηρίξουν τους Συμμάχους. Ο ίδιος διατήρησε τα αναρχικά ιδεώδη που αντιτίθενται σθεναρά στον πόλεμο και δεν σταμάτησε ποτέ να τον αποκηρύσσει…
Τελευταία χρόνια
Το 1919 ο Μαλατέστα επέστρεψε στην Ιταλία για τελευταία φορά: αποβιβάστηκε στη Γένοβα και χαιρετίστηκε από τα πλήθη που έσπευσαν να τον υποδεχτούν με μεγάλο ενθουσιασμό.
Για άλλη μια φορά ήταν πανέτοιμος να ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά: εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο και αποδέχθηκε τη θέση του διευθυντή της ολοκαίνουριας εκδοτικής προσπάθειας «Umanita Nova», η οποία με τον διαπρεπή αναρχικό στο τιμόνι της έφτασε να έχει κυκλοφορία 50.000 φύλλων!
Στα τέλη του 1920 όμως συνελήφθη παρέα με 80 ακόμα αναρχικούς και κρατήθηκε στη φυλακή για έναν ολόκληρο χρόνο πριν οδηγηθεί τελικά στο δικαστήριο για μια υπόθεση από την οποία θα αθωωνόταν πανηγυρικά. Βγαίνοντας και πάλι από τον γνώριμο πια εγκλεισμό, ο Μαλατέστα μετακόμισε στη Ρώμη και συνέχισε να εκδίδει την «Umanita Nova», μέχρι τη ζοφερή «Πορεία προς τη Ρώμη» του Μουσολίνι και των Μελανοχιτώνων του, όταν αναγκάστηκε να την κλείσει. Στη συγκεκριμένη μάλιστα πραξικοπηματική παρέλαση το πορτρέτο του Μαλατέστα ήταν ανάμεσα σε αυτά που κάηκαν από τους φασίστες στην κατάληξη της πορείας τους.
Μένοντας άνεργος ως εκδότης, ο Μαλατέστα κατέφυγε στην αγαπημένη του μηχανική και άνοιξε ένα μικρό συνεργείο που αναλάμβανε ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και επισκευές, το οποίο αναγκάστηκε ωστόσο να κλείσει καθώς η αστυνομία παρενοχλούσε καθημερινά τον ίδιο και τους πελάτες του. Επιδόθηκε μάλιστα σε άλλη μια αναρχική εκδοτική προσπάθεια αμέσως μετά (1924), παρά τη ρητή απαγόρευση του Ντούτσε, τη δίμηνη επιθεώρηση «Pensiero e Volonta», την οποία κράτησε ζωντανή σε πείσμα της φασιστικής λογοκρισίας και του κινδύνου που αντιμετώπιζε για δύο χρόνια, μέχρι το 1926.
Στα τέλη εκείνης της χρονιάς, έπειτα από μήνες παρενοχλήσεων από τις φασιστικές Αρχές, ο Μαλατέστα τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Παρά τη νέα μορφή εγκλεισμού, ο ίδιος καταφέρνει να στείλει λαθραία κείμενά του σε αναρχικές επιθεωρήσεις της Γενεύης και της Νέας Υόρκης, με το έργο της ώριμης αυτής περιόδου του να θεωρείται και το καλύτερό του. Στις αρχές του 1932 όμως άρχισε να υποφέρει από αναπνευστικά προβλήματα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Ιουλίου 1932, σε ηλικία 79 ετών.
Τον Σεπτέμβρη του 1924, μέσα στη φασιστική Ιταλία, δημοσιεύει στην εφημερίδα του «Pensiero e Volonta» μια από τις πλέον περίφημες μπροσούρες του, το «Αναρχία και Βία», στο οποίο μας λέει: «Αναρχία σημαίνει μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός η περισσοτέρων στους υπόλοιπους. Είναι μέσω της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελουσίας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες τη μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία»…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr