Είμαστε στο Παρίσι το 1958, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και επιλέγει τη φωνή κάποιου Μπιθικώτση να τον ερμηνεύσει. Κατά τα λεγόμενα του μεγάλου μας συνθέτη, «η φωνή του Μπιθικώτση … νομίζω ότι πάει να γίνει η συνισταμένη αυτής της φωνής του έλληνα, ας το πω έτσι, λεβέντη: του ξωμάχου, του φαντάρου, του φοιτητή, του εργάτη. Του καθένα μας». Ο Θεοδωράκης αγνόησε τις αντιδράσεις της δισκογραφικής που δεν ήθελε τον λαϊκό Μπιθικώτση να ερμηνεύει τον «Επιτάφιο», ο οποίος ήταν έξαλλου έτοιμος να φύγει για την Αβησσυνία για να δουλέψει ως υδραυλικός, και συνέχισε τις πρόβες μαζί του. Όπως ξέρουμε σήμερα, η απόφαση του Θεοδωράκη να μελοποιήσει και να ενορχηστρώσει τον «Επιτάφιο» χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τόσο ένα λαϊκό όργανο, όπως το μπουζούκι, όσο και μια γνήσια λαϊκή φωνή ήταν ριζοσπαστική για τα ελληνικά μουσικά χρονικά και καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη, αποδοχή και κοινωνικό επαναπροσδιορισμό του ελληνικού τραγουδιού. Η μετέπειτα πορεία του υδραυλικού έμελλε να είναι ανεπανάληπτη, ένας σωστός κύριος του πενταγράμμου δηλαδή με περισσότερα από 200 τραγούδια στο ενεργητικό του και μια σειρά από κλασικές επιτυχίες που δεν λένε να ρυτιδώσουν. Όλα ξεκίνησαν το 1937, όταν ένα 15χρονο φτωχόπαιδο που γρατζουνούσε την κιθάρα σε ένα συνοικιακό ταβερνάκι πήγε να ακούσει τρεις μουσικούς. Ήξερε δεν ήξερε ποιοι ήταν οι Μάρκος Βαμβακάρης, Μανώλης Χιώτης και Στράτος Παγιουμτζής που άκουγε, η νύχτα αυτή θα άλλαζε ωστόσο τη ζωή του, μιας και πλέον το ρεμπέτικο και το λαϊκό ήταν στην καρδιά του. Επόμενος σταθμός το 1948. Έχοντας σταλεί στη Μακρόνησο από το 1947 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως πολιτικός κρατούμενος, συναντά στην Κερατέα τον Μίκη Θεοδωράκη και προσφέρεται να ξεδιψάσει αυτόν και τους άλλους κρατουμένους που μεταφέρει το καμιόνι στην εξορία. Στη Μακρόνησο ο Μπιθικώτσης θα γίνει Μπιθικώτσης! Το πρωί γράφει τραγούδια και το βράδυ διασκεδάζει τους αξιωματικούς στη λέσχη του στρατοπέδου. Όταν θα εγκαταλείψει το κολαστήριο της Μακρονήσου, θα μπει ο θεμέλιος λίθος για μια σπουδαία καριέρα, καθώς η δωρική φωνή του λατρεύτηκε απ’ όλους, κοινό και συνθέτες σε ισόποσες δόσεις. Ο Μπιθικώτσης γράφει τα δικά του τραγούδια και ερμηνεύει φυσικά τις κλασικές επιτυχίες των μεγάλων μουσουργών της εποχής του. Δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, θα σφραγίσει με την αξεπέραστη φωνή του τον «Επιτάφιο» και το «Άξιον Εστί», γνωρίζοντας την πλατιά καταξίωση. Και οι δικές του συνθέσεις δεν πάνε βέβαια πίσω, χαρίζοντας στο ελληνικό πεντάγραμμο κομμάτια όπως τα «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Σε τούτο το στενό», «Επίσημη αγαπημένη», «Τρελοκόριτσο», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» και δεκάδες ακόμα. Ο Μπιθικώτσης συνεργάστηκε με όλους τους σπουδαίους συνθέτες της εποχής, καθώς στη φωνή του δεν μπορούσε κανείς να πει «όχι», από τους Μίκη και Μάνο μέχρι τους Ξαρχάκο, Μούτση, Βαμβακάρη και Τσιτσάνη, για να αναφέρουμε μερικούς μόνο. Αυτή τη θεσπέσια φωνή επέλεξαν ακόμα και οι χουντικοί συνταγματάρχες της Επταετίας να ενσαρκώσει τον ζοφερό «Ύμνο της 21ης Απριλίου», τον οποίο ερμηνεύει πράγματι στις 13 Ιουλίου 1967 με τη Βίκυ Μοσχολιού. Η δικτατορία ήταν μια δύσκολη περίοδος για τον ίδιο και φάνηκε να χάνει τα πατήματά του, τα οποία ξαναβρήκε ωστόσο μετά το 1974, όταν θα ξανασταθεί και πάλι δίπλα στον Μίκη στο κατάμεστο Ηρώδειο το 1976 και θα βγουν από το στόμα του οι πρώτοι στίχοι του «Άξιον Εστί». Ο «Σερ Μπιθί», όπως τον χαρακτήρισε ο Δημήτρης Ψαθάς σε χρονογράφημά του, έδωσε με τη φωνή του υπόσταση στους μεγάλους καημούς αλλά και τους ψαλμούς του έθνους, φέρνοντας κοντύτερα στον λαό τα γραπτά των μεγάλων μας ποιητών…
Πρώτα χρόνια
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννιέται στις 11 Δεκεμβρίου 1922 στο Περιστέρι ως το στερνοπαίδι μιας οκταμελούς οικογένειας της εργατικής τάξης. Ο μικρός είχε το μεράκι της μουσικής από πολύ τρυφερή ηλικία και ήδη από τα 7-8 του έπαιζε κιθάρα. Ήταν όμως παιδί φτωχής οικογένειας κι έτσι επίσης από πολύ νωρίς βγαίνει στη βιοπάλη, μαθητεύοντας υδραυλικός σε συνοικιακό μαγαζί. Στα 15 του άκουσε σε ένα γραμμόφωνο μερικές πενιές του Μάρκου και ξελογιάστηκε, όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Έψαξε τον Βαμβακάρη, ο οποίος συμπτωματικά τραγουδούσε σε ένα ταβερνάκι της γειτονιάς εκείνο τον χειμώνα του 1937, και κίνησε μια κρύα νύχτα να τον ακούσει. Τον άκουσε, πλάι στον Χιώτη και τον Στράτο, και ερωτεύτηκε το ρεμπέτικο μονομιάς. Κι έτσι μέχρι τα 18 του είχε δυο τέχνες στις πλάτες του: το πρωί υδραυλικός, το βράδυ τραγουδιστής σε ένα κουτουκάκι, κάνοντας τα πρώτα του βήματα στο μουσικό στερέωμα. Γρατζουνούσε κιθάρα και μπουζούκι, κι έτσι μέσα στη θύελλα του 1940 με τα αδέλφια του να φεύγουν για το μέτωπο, εκείνος ήταν οργανοπαίκτης σε ταβέρνες, πιάνοντας φιλίες με τους μεγάλους του ελληνικού πενταγράμμου. Το 1947, όταν ήρθε η ώρα για τη στρατιωτική του θητεία, τον στέλνουν να υπηρετήσει ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο, όπου έφτιαξε τη λαϊκή ορχήστρα της εξορίας ψυχαγωγώντας τα βράδια τους αξιωματικούς. Μέσα στο κολαστήριο γράφει τον Νοέμβριο του 1947 το πρώτο του τραγούδι, «Το καντήλι τρεμοσβήνει», το οποίο ηχογράφησε δύο χρόνια αργότερα (Σεπτέμβριος του 1949) με τη φωνή του δασκάλου Βαμβακάρη.
Στη Μακρόνησο θα γνωρίσει όπως είπαμε και τον άνθρωπο που θα σφραγίσει τη μετέπειτα καλλιτεχνική του ζωή, αλλάζοντας παρέα όλα τα δεδομένα του λαϊκού τραγουδιού: τον Μίκη Θεοδωράκη. Η γνωριμία τους το 1948 ήταν εντελώς συμπτωματική, αν και σημαδιακή για τον τόπο μας. Ο στρατιώτης Μπιθικώτσης που εκτελούσε χρέη μεταγωγών είδε τους κρατουμένους για τη Μακρόνησο να ξεφορτώνονται στην Κερατέα, πριν φτάσουν στο Λαύριο για να περάσουν απέναντι. Τους είδε διψασμένους και γέμισε το παγούρι του για να τους ξεδιψάσει…
Ο «Σερ Μπιθί»
Όταν απολύθηκε το 1949, ήταν πια έτοιμος να επιστρέψει στους κανονικούς ρυθμούς της καθημερινότητας. Τον Δεκέμβριο του 1950 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, και αργότερα, στον δεύτερο γάμο του, θα αποκτήσει και τον συνονόματο και τραγουδιστή γιο του. Ήδη από το 1949 σχηματίζει τη δική του κομπανία και εμφανίζεται στη δισκογραφία ως συνθέτης αρχικά. Τώρα οργώνει τα κέντρα της Αθήνας και της επαρχίας ως μπουζουξής, αλλά και ως συνθέτης και τραγουδιστής. Παρά την απίστευτη φωνή του, δεν έχει εμφανιστεί ακόμα στη δισκογραφία ως τραγουδιστής! Τα τραγούδια που γράφει γνωρίζουν επιτυχία στους δίσκους και τα πάλκα, τα ερμηνεύουν ονόματα όπως ο Τσαουσάκης, ο Καζαντζίδης και η Γκρέι και ο Μπιθικώτσης κάνει ένα καλό όνομα ως συνθέτης και οργανοπαίκτης. Το 1952 μάλιστα ανακαλύπτει ένα 13χρονο κορίτσι στην Πάτρα, στην οποία δίνει το νέο του άσμα «Πήρα τη στράτα την κακιά» και την κάνει αμέσως αστέρι. Ήταν η Πόλυ Πάνου!
Μέχρι το 1955 έχει συνθέσει αρκετές επιτυχίες της εποχής, από το «Τύραννε τι θα κερδίσεις» μέχρι και το «Τρελοκόριτσο», το οποίο θα επανακυκλοφορήσει το 1961 με τη δική του φωνή και θα γίνει διαχρονικό χιτ!
Η πρώτη ποτέ δισκογραφική του απόπειρα ως ερμηνευτής θα έρθει το 1956, όταν ο Χατζιδάκις του εμπιστεύεται τα «Γαρύφαλλο στ’ αυτί» και «Είμαι άντρας». Όλοι προσκυνούν τη φωνή του και ο Μπιθικώτσης γίνεται σχεδόν αμέσως ένας από τους δημοφιλέστερους τραγουδιστές του καιρού! Πλέον τους ήξερε όλους, τον σέβονταν όλοι, οι δίσκοι του γίνονταν ανάρπαστοι (όπως το άλμπουμ «Σε τούτο το στενό» του 1959) και ήταν έτοιμος να πάει στον Καναδά να τραγουδήσει για την ομογένεια όταν έλαβε το ραβασάκι που θα του άλλαζε τη ζωή. Ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia τον καλεί στο γραφείο του για να τον ενημερώσει ότι ένας καινούριος συνθέτης έχει μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και τον θέλει διακαώς για ερμηνευτή. Μπιθικώτσης και Χιώτης συνεργάζονται με τον μεγάλο μας συνθέτη, ο οποίος συνοδεύει την ποίηση με ήχους μπουζουκιού και γράφει εν αγνοία του Ιστορία! Λαϊκές φωνές και λαϊκοί τραγουδιστές να ερμηνεύουν σοβαρή ποίηση ήταν ανήκουστο και από κείνο το σημείο και μετά τίποτα δεν θα είναι το ίδιο για το ελληνικό τραγούδι. Ο εμφανώς αλλαγμένος ερμηνευτικά Μπιθικώτσης (κάτω από τις οδηγίες του μεγάλου μαέστρου) ερμηνεύει τον «Επιτάφιο», τη «Δραπετσώνα» και το «Μάνα μου και Παναγιά» από την «Πολιτεία», αλλά και το «Αρχιπέλαγος» και χάνει τον ύπνο του. Όπως εξομολογήθηκε αργότερα, αναστατώθηκε τόσο από τις μελωδίες του Θεοδωράκη που πλέον δεν μπορούσε να γράψει τα δικά του τραγούδια.
Η ιστορική από κάθε άποψη συνεργασία Θεοδωράκη-Μπιθικώτση κρατά εφτά χρόνια, μέχρι το 1966 και τη «Ρωμιοσύνη» δηλαδή, αφήνοντας τον Μπιθικώτση εκφραστή των μεγάλων ψαλμών της χώρας: «Επιτάφιος», «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία», «Τραγούδι του νεκρού αδερφού», «Όμορφη πόλη», «Επιφάνεια», «Άξιον Εστί» και «Ρωμιοσύνη»!
Ο κατεξοχήν ερμηνευτής του Θεοδωράκη συνεργάστηκε με την ίδια ευκολία με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση κ.λπ., την ίδια ώρα που πλάι στους έντεχνους συνθέτες δεν έχασε ποτέ την επαφή του με το πολυαγαπημένο του ρεμπέτικο. Το οποίο γνώρισε μια δεύτερη ζωή στη δεκαετία του 1960 και ο Μπιθικώτσης ήταν και πάλι εκεί να υποβαστάξει την αναβίωσή του. Ο Μπιθικώτσης τραγουδά Βαμβακάρη το 1960 και το συγκλονιστικό «Απελπίστηκα» του Μάρκου βρίσκει την ιδανική φωνή του.
Ο Μπιθικώτσης εμφανιζόταν με την ίδια άνεση στα λαϊκά πάλκα και τα μεγάλα θέατρα, στις ζωντανές συναυλίες και τα στούντιο της δισκογραφίας, ως ένα συνολικό φαινόμενο του ελληνικού πενταγράμμου: μπουζουξής, συνθέτης και τραγουδιστής. Τραγούδησε και έπαιξε το μπουζούκι του σε όλους, από τον Μάρκο και τον Χατζηχρήστο μέχρι τον Μπαγιαντέρα, τον Παπαϊωάννου, τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τον Μητσάκη, τον Καλδάρα και τόσους ακόμα. Το προσωπικό στιλ ερμηνείας του έμοιαζε πασπαρτού που μπορούσε να σηκώσει στις πλάτες του τα πάντα, από το έντεχνο και τη μεγάλη σύνθεση μέχρι το λαϊκό και το ρεμπέτικο. Χαρακτηριστικό για την καλλιτεχνική του ιδιοσυστασία ήταν το άγχος που ένιωθε όταν τραγουδούσε, λες και ήταν πρωτόβγαλτος! Το περιστατικό παραμένει θρυλικό: Μάρτιος του 1961 διοργανώνεται μεγάλη συναυλία των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι στο θέατρο «Κεντρικόν» ως το γεγονός της χρονιάς. Τα τραγούδια θα ερμήνευε η αφρόκρεμα του ελληνικού τραγουδιού (Καζαντζίδης, Μαρινέλλα κ.ά.) και θα τα πλαισίωνε ο μεγάλος δεξιοτέχνης Μανώλης Χιώτης. Όταν βγήκε όμως στη σκηνή ο Μπιθικώτσης να τραγουδήσει το «Στον άλλο κόσμο που θα πας», κατέρρευσε από το άγχος!
Περιπέτειες στη Χούντα
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, τα τραγούδια και η μουσική του «κομμουνιστού» συνθέτη απαγορεύτηκαν, όχι όμως και η φωνή που τόσο ζωντανά τα είχε φέρει στη ζωή. Το χουντικό καθεστώς είδε στις χορδές του Μπιθικώτση ό,τι ακριβώς και οι μεγάλοι συνθέτες, γι’ αυτό και τον θέλησε να ερμηνεύσει τον ύμνο της χούντας. Κι έτσι στις 13 Ιουλίου 1967, στο νυχτερινό κέντρο «Δειλινά», Μπιθικώτσης και Βίκυ Μοσχολιού (την οποία είχε επίσης ανακαλύψει ο ίδιος) τραγουδούν σε πρώτη εκτέλεση το χουντικό άσμα. Ο Μπιθικώτσης δεν άκουσε τη συμβουλή του φίλου του Μίκη, που του είχε στείλει σχετική επιστολή όταν έμαθε τα ζοφερά νέα: «Γρηγόρη, διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα ‘‘Δειλινά’’ τον ‘‘Ύμνο της Επαναστάσεως’’. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος, για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις». «Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις, με μια κλωτσιά, αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. «Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ, ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας, τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις, ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης, που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά». Ο Μπιθικώτσης δεν τον άκουσε. Δικαιολογήθηκε πως δεν αντέχει να ξαναπεράσει εξορία, ειδικά τώρα που η ζωή του φαινόταν να έχει στρώσει έπειτα από βάσανα δεκαετιών. Βέβαια, μόνο ως προδότης δεν έμεινε στην Ιστορία καθώς κανείς δεν χρειάστηκε να τον συγχωρέσει, ούτε και ο ίδιος αναγκάστηκε να ξεπλύνει τα κρίματά του. Η προσωπική ευθύνη ήταν άλλωστε δική του επιλογή. Συνέχισε απλώς τη μεγαλειώδη του πορεία στην ελληνική μουσική και έβαλε πλώρη γι’ άλλα, κόβοντας λες δεσμούς με το παλιό αριστερό παρελθόν που τόσο είχε ταυτιστεί. Όταν έκοψε μάλιστα το μουστάκι μετά το 1967, θέλοντας προφανώς να αποκοπεί από την παλιά του εικόνα, οι κακές γλώσσες έδιναν και έπαιρναν για τη στροφή του. Ο ερμηνευτής του Ελύτη, του Ρίτσου, του Βάρναλη και του Σεφέρη τραγουδούσε τώρα την «Επίσημη αγαπημένη» και το «Μια γυναίκα φεύγει», το σπουδαίο ερμηνευτικό του εκτόπισμα τον κράτησε όμως στην κορυφή, συνδυάζοντας τα ετερόκλητα και γεφυρώνοντας τα αγεφύρωτα.
Με την επιρροή του Μίκη να ξεθωριάζει, ο Μπιθικώτσης άρχισε και πάλι να γράφει τα δικά του τραγούδια, σε στίχους κυρίως του Κώστα Βίρβου τώρα, κάνοντας μια δεύτερη (ή τρίτη;) και εξίσου μεγάλη καριέρα. Από την κριτική δεν θα ξέφευγε, έκλεινε όμως τα στόματα με το χρυσό του λαρύγγι. Είμαστε εξάλλου στη μεταδικτατορική εποχή, όταν και επανεκδίδονται τα τραγούδια του Μίκη και μπαίνουν πια σε κάθε σπίτι. Οι δυο μεγάλοι συνεργάτες ήρθαν και πάλι κοντά το καλοκαίρι του 1976 στο Ηρώδειο, όταν ο Γρηγόρης τραγούδησε ζωντανά το «Άξιον Εστί» σε διεύθυνση του Μίκη θυμίζοντας σε όλους τα κολοσσιαία πράγματα που έκανε το δίδυμο πριν από λίγα χρόνια…
Τελευταία χρόνια
Η δωρική φωνή του Μπιθικώτση, που αγκάλιασε την Ελλάδα από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και πολύ μετά τη Μεταπολίτευση, έδωσε το δικό της βάρος και την απαραίτητη λαϊκότητα στις μελοποιήσεις των μεγάλων μας ποιημάτων, βάζοντας τους στίχους του Ελύτη, του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Βάρναλη, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου και άλλων στα στόματα του λαού. Το 1978, Μίκης και Γρηγόρης κυκλοφορούν την τελευταία τους δισκογραφική συνεργασία, το «Οκτώβρης 78». Ο Μπιθικώτσης πραγματοποίησε την αποχαιρετιστήρια συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο το 1984, αν και συχνά πυκνά επέστρεφε είτε στη δισκογραφία είτε σε ζωντανές εμφανίσεις. Το 2003 τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για το σύνολο του έργου του, καθώς και με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών.
Όταν έκλεισε τα μάτια του στις 7 Απριλίου 2005, ήταν ο τραγουδιστής της «Ρωμιοσύνης» και του «Άξιον Εστί», αλλά και διαχρονικών -και πιο ελαφρών- λαϊκών και ρεμπέτικων επιτυχιών που σφράγισε η μεγαλειώδης φωνή του. Τρία χρόνια πριν φύγει από τον κόσμο, είχε δηλώσει αναφορικά με το αν φοβάται τον θάνατο: «Όχι, είναι νόμος. Σήμερα που μιλάμε πιστεύω ότι η ζωή μας είναι σαν μαραμένο φύλλο από δέντρο που το παίρνει ο αέρας και το πάει τσάρκες. Αυτή είναι η τσάρκα της ζωής. Τόσο λίγο κρατάει στο διάστημα των αιώνων και των εκατομμυρίων χρόνων».
Ο ίδιος έμελλε βέβαια να είναι αθάνατος, έχοντας τη φωνή του μέρος της συλλογικής μας μνήμης αλλά και της πολιτιστικής παρακαταθήκης του τόπου μας… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr