Ο Χιώτης ήταν από τις προσωπικότητες που άλλαξαν τον ρου της ελληνικής μουσικής με μια απλή κίνηση. Η καινοτομία των τεσσάρων χορδών που εισήγαγε στο μπουζούκι το έκανε αποδεκτό και σε κύκλους εκτός των «κακόφημων», συγκεντρώνοντας τη μήνη βεβαίως των παραδοσιακών λαϊκών τριχορδάδων. Κι έτσι το απαγορευμένο και «χαρακτηρισμένο» όργανο μπήκε στα σαλόνια της πλατιάς μάζας, γινόμενο σύμβολο της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Ο Χιώτης δεν είναι φυσικά γνωστός μόνο για το τετράχορδο μπουζούκι, αφού αυτός είναι που εγκαινίασε την έννοια του «κέντρου διασκέδασης», την ώρα που πλούμισε τη μουσική μας με λάτιν ήχους και ρυθμούς μάμπο, ρούμπα, σάμπα, ακόμα και σουίνγκ! Και βέβαια δεν πρέπει να παραλείψουμε την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι, που θα κάνει τον Τζίμι Χέντριξ να τον παραδεχτεί ως τον κορυφαίο σολίστα εγχόρδου στον πλανήτη. Ας δούμε λοιπόν τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του λαϊκού συνθέτη, που γεννήθηκε σαν σήμερα… Πρώτα χρόνια Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1921 και πέθανε την ίδια μέρα (21 Μαρτίου 1970), σε ηλικία 49 ετών, από ένα καπρίτσιο λες της μοίρας. Γενικευμένη συμφωνία για τον τόπο γέννησής του δεν υπάρχει, με κάποιους μελετητές του ρεμπέτικου να αναφέρουν τη Θεσσαλονίκη ως γενέτειρά του, ενώ άλλοι να τον τοποθετούν στο Ναύπλιο. Οι συχνές μετακινήσεις της οικογένειάς του από Θεσσαλονίκη σε Ναύπλιο και τανάπαλιν ευθύνονται ενδεχομένως για την ασυνέπεια των αναφορών. Φαίνεται πάντως ότι ο μάγκας πατέρας του, Διαμαντής Χιώτης, γέννημα θρέμμα του Πειραιά, και η μητέρα του είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη μεταξύ 1920-1935, προερχόμενοι από το Ναύπλιο. Όσο για το επίθετό του, έλκει την καταγωγή του από τη ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, τη Χίο. Από μικρός ο Χιώτης δείχνει την κλίση του στη μουσική, γι’ αυτό και επιστρατεύεται ο περίφημος μουσικοδιδάσκαλος της εποχής, Γιώργος Λώλος, ο οποίος θα τον εισάγει στον κόσμο των εγχόρδων: ο μικρός μαθαίνει κιθάρα, βιολί και ούτι. Η οικονομική επιφάνεια εξάλλου της οικογένειας παρέχει στον Χιώτη άνετα παιδικά χρόνια, με κάθε του απαίτηση να γίνεται για τους γονείς του διαταγή. Σε ηλικία 15 ετών, το 1935, η οικογένεια επιστρέφει στο Ναύπλιο και ο Χιώτης κάνει τις πρώτες του εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα, με τη δυναμική του μητέρα να διατηρεί ένα από τα πλέον περίφημα ξενυχτάδικα της καλής κοινωνίας του Ναυπλίου. Κάθοδος στην Αθήνα Έφηβος ακόμη, το 1936, κατεβαίνει στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρο. Πρώτη εμφάνιση στην πρωτεύουσα, στο κέντρο «Παγώνια», στο πλευρό του Στράτου Παγιουμτζή. Ο μεγάλος Στράτος θα τον πάρει μαζί του στο «Δάσος», ως μέλος της ορχήστρας του, ενώ λίγο αργότερα θα τον φέρει σε επαφή με τη δισκογραφική «Κολούμπια», στην οποία και υπογράφει συμβόλαιο ως «διευθύνων πρίμο όργανο». Ο 16χρονος μπουζουξής θα φανερώσει το ταλέντο του από νωρίς, ενώ σύντομα το όνομά του θα φιγουράρει ως βασικός εκτελεστής στην «Κολούμπια», με την οποία και θα συνεργαστεί για πολλά χρόνια. Το 1937-1938 θα γράψει σε δίσκο φωνογράφου το πρώτο του τραγούδι («Γιατί δεν λες το ναι» ή «Το χρήμα δεν το λογαριάζω»), πάντα με τον Παγιουμτζή στο πλευρό του. Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον Μπαγιαντέρα και κερδίζει την εύνοιά του, παίζοντας μαζί του τις προπολεμικές επιτυχίες του πρώτου: «Νυχτερίδα», «Μ’ έχεις μαγεμένο», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη» κ.ά. Μεταπολεμική περίοδος Στη δεκαετία του ’40, ο Χιώτης γράφει τη μία επιτυχία μετά την άλλη: «Πάλι στις τρεις ήρθες εχθές να κοιμηθείς», «Θα σου πω το μυστικό μου», «Το φτωχομπούζουκο» κ.λπ. Η καριέρα του αρχίζει να παίρνει τα πάνω της, ενώ την ίδια εποχή είναι που του μπαίνει το μικρόβιο για ένα μπουζούκι με διαφορετικό ήχο από τον συνήθη. Ήταν ωστόσο μετά την απελευθέρωση που ο Χιώτης θα χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά τον ενισχυτή στις εμφανίσεις του, βλέποντας την καριέρα του να εκτινάσσεται απότομα. Την ιδέα την πήρε από γαλλικό συγκρότημα που εμφανιζόταν στην Αθήνα, όπου και αντίκρισε για πρώτη φορά την ηλεκτρική κιθάρα. Το αρχοντορεμπέτικο γεννιέται μέσα σε μια νύχτα από τη φαεινή ιδέα του Χιώτη να εφαρμόσει τον ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Στη δεύτερη εκτέλεση του ήδη γνωστού τραγουδιού του «Ο πασατέμπος» (1946), κάνει την πρώτη του εμφάνιση το τετράχορδο μπουζούκι -σύμφωνα με την παραδεδομένη άποψη-, μια καινοτόμα σύλληψη που εισάγει ο Χιώτης στο όργανο. Όσο για το πάλκο, χρησιμοποιεί πλέον δύο μπουζούκια, ένα κλασικό με μεταλλικές χορδές και ένα με χορδές από έντερα, ώστε η χροιά του να μοιάζει με το ούτι. Το τετράχορδο μπουζούκι του Χιώτη δεν ήταν διαφορετικό μόνο από κατασκευαστικής πλευράς, είχε και μια ακόμα λειτουργία: μπορούσε να γίνει ευκολότερα δεκτό στα «μεγάλα σαλόνια», στα οποία εξάλλου είχε μεγαλώσει και ο ίδιος. Η ιστορία θέλει τον Χιώτη να φέρνει την ιδέα του τετράχορδου μπουζουκιού (4 διπλές σειρές) στον περίφημο οργανοποιό Ζοζέφ, ο οποίος και κατασκεύασε δύο πρωτότυπα.
Δεκαετία του ’50 Το 1950 θα βρει τον Χιώτη με δύο χρόνια χωρίς σουξέ, έπρεπε λοιπόν να σκαρφιστεί μια λύση: πείθει τον στιχουργό Νίκο Ρούτσο να τον προμηθεύει με τους στίχους που απέρριπτε ο Τσιτσάνης. Οι πολυπόθητες επιτυχίες έρχονται με τα «Πεταλάκια» και το «Σ’ αυτό το φτωχοκάλυβο», με τον Χιώτη να διασφαλίζει τη θέση του στο πάλκο. Το 1954 θα έρθει ο πρώτος του γάμος, με την τραγουδίστρια Ζωή Νάχη, με την οποία και αποκτά νωρίς-νωρίς δύο παιδιά. Η μοίρα είχε ωστόσο άλλα στο μυαλό της και σε σύντομο χρονικό διάστημα θα γνωρίσει τη Μαίρη Λίντα, με την οποία και θα αποτελέσουν το ανεπανάληπτο ντουέτο που κυριάρχησε στο ελληνικό τραγούδι για περισσότερο από μία δεκαετία! Ο Χιώτης θα παντρευτεί τη Μαίρη Λίντα το 1959, με την οποία θα παραμείνει παντρεμένος μέχρι το 1966. Αυτή θα είναι και η εποχή της μεγάλης του ακμής: κλασικές επιτυχίες, απανωτά σουξέ και εμφανίσεις στον κινηματογράφο, την ίδια στιγμή που η πειραματική του διάθεση θα φέρει τους πρώτους λάτιν ρυθμούς στο ελληνικό πεντάγραμμο: μάμπο, σάμπα, ρούμπα και δεν συμμαζεύεται. Οι νεωτερισμοί του αυτοί θα τον διαφοροποιήσουν καθοριστικά από τους άλλους μεγάλους λαϊκούς συνθέτες της εποχής, μετατρέποντάς τον σε εισηγητή μιας ιδιαίτερης μουσικής σχολής. Γι’ αυτό και ο αθηναϊκός Τύπος τον αποκαλούσε «οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια».
Και βέβαια ήταν και τα σόλο του, με το μπουζούκι να απογειώνεται και να τον χαράσσει αμετάκλητα στις μνήμες του κόσμου. Ποτέ άλλοτε το «υπερβολικά λαϊκό» αυτό όργανο δεν έβγαλε τέτοιο ήχο! Ταυτόχρονα, μοιράζει σουξέ αριστερά και δεξιά, με τα πλέον αξιομνημόνευτα να είναι τα κομμάτια που έδωσε στον Στέλιο Καζαντζίδη. Ο Χιώτης είναι ωστόσο γνωστός και για μια ακόμα καινοτομία του: τα κέντρα διασκέδασης! Μετά τον πόλεμο συλλαμβάνει την ιδέα ενός «καθαρού» νυχτερινού κέντρου που ο κόσμος θα μπορούσε να διασκεδάσει χωρίς «παρατράγουδα»: ανοίγει το κοσμικό κέντρο «Πίγκαλς», που έμελλε να είναι και το πρώτο «κοσμικό κέντρο» της Αθήνας. «Επιτάφιος» και δεκαετία του ’60 Η δεκαετία έμελλε να ολοκληρωθεί με ένα μνημειώδες έργο για την ελληνική μουσική. Ήταν το 1959 όταν ο Χιώτης θα ενορχηστρώσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη, που έχει ήδη κάνει μια αποτυχημένη έκδοση, και τον απογειώνει! Ο δίσκος μπαίνει στα στόματα όλων των Ελλήνων και κάνει τους συντελεστές του λαϊκούς ήρωες. Μια νέα εποχή ξεκινά για τους κορυφαίους μπουξουξήδες της χώρας, που μετονομάζονται σε σολίστ του μπουζουκιού και μπαίνουν στην καλή κοινωνία αλλά και τις συνθέσεις του λεγόμενου «έντεχνου» τραγουδιού. Ο Χιώτης ενορχηστρώνει τους «Λιποτάκτες», την «Πολιτεία» και το «Αρχιπέλαγος», ενώ από κοινού με τις φωνές της Μαίρης Λίντα, του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη, της Μαρινέλλας και το «βαρύ πυροβολικό» Θεοδωράκη και Χατζιδάκι (του οποίου υπήρξε για καιρό σολίστας) σφραγίζουν το ελληνικό τραγούδι της εποχής. Και είναι ακριβώς αυτός που θα ανοίξει τον δρόμο του «παντρέματος» τον λαϊκών μουσικών και των λόγιων συνθετών, φτάνοντας το «έντεχνο» τραγούδι στη μεγάλη του ακμή. Στη δεκαετία του 1960 μάλιστα ο Χιώτης περιλαμβανόταν μόνιμα στον ειδικό πίνακα του υπουργείου Εξωτερικών με καλλιτέχνες στους οποίους θα μπορούσαν να διασκεδάσουν οι υψηλοί προσκεκλημένοι και οι βασιλικοί επισκέπτες της χώρας. Το 1960 ανήκει στον Χιώτη, ο οποίος μεσουρανεί έχοντας ήδη κερδίσει το στοίχημά του: το τετράχορδο μπουζούκι του έχει καθιερωθεί, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις των οργανοπαικτών του κλασικού τρίχορδου, που το χλεύαζαν ως «κιθαρομπούζουκο», και το συναντάμε πλέον παντού: από νυχτερινά κέντρα και συναυλίες μέχρι τον κινηματογράφο και τις τουρνέ, έως και… τον Λευκό Οίκο! Η περίοδος της Αμερικής Κατά τα πρότυπα των ελλήνων καλλιτεχνών της εποχής, ο Χιώτης θα επισκεφτεί τις ΗΠΑ για να παίξει για την ακμάζουσα ομογένεια. Αξίζει να σημειώσουμε ότι τεκμηριώνεται πλέον πως ο Χιώτης κλήθηκε ειδικά για να παίξει στα γενέθλια του αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον! Στην περιοδεία του στην Αμερική είναι που θα μπει στα αυτιά του περίφημου μουσικού και δεξιοτέχνη της κιθάρας Τζίμι Χέντριξ, ο οποίος θα τον θεωρήσει έκτοτε ως τον καλύτερο σολίστα εγχόρδου. Η ταχύτητα και οι αυτοσχεδιασμοί του Χιώτη ήταν πράγματι το κάτι άλλο, με το τραγούδι του «Την έδιωξα κι όμως την αγαπώ» να βρίσκεται στο προσωπικό μουσικό αρχείο του Χέντριξ μετά τον θάνατό του. Ο Χέντριξ γνωρίστηκε με τον Χιώτη πιθανότατα στο Σικάγο, όταν και έπαιξαν σε διπλανά μαγαζιά, με τον Τζίμι να αναφωνεί έπειτα από ρεσιτάλ: «Ο Χιώτης είναι ο μεγαλύτερος σολίστας του κόσμου». Το τέλος Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του μεγάλου μαέστρου έμελλε να είναι και τα πλέον δραματικά. Το 1966 χωρίζει με τη Μαίρη Λίντα, γεγονός που του στοίχισε σε καθοριστικό βαθμό, κάνει μια σειρά από αποτυχημένες συνεργασίες, ενώ την ίδια εποχή θα αντιμετωπίσει και το σοβαρό πρόβλημα με την υγεία του: ο καρκίνος αρχίζει να τον κατατρώει. Μόνο ευχάριστο διάλειμμα, ο γάμος του με την Μπέμπα Κυριακίδου, με την οποία θα περάσει τα χρόνια που του απέμειναν. Ο Μανώλης Χιώτης πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, νικημένος από από τον καρκίνο, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Το ημερολόγιο έδειχνε 21 Μαρτίου 1970. Ο επίλογος θα γραφτεί στο Α’ Νεκροταφείο, με τη συνοδεία των τριών συζύγων του και το τραγούδι του «Ηλιοβασίλεματα» να τον αποχαιρετά. Χιλιάδες κόσμου θα τον συντροφεύσουν στην τελευταία του κατοικία…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr