Όλοι στην Ιταλία θέλουν να ξεχάσουν την «άλλη» γυναίκα του Μουσολίνι: οι φασίστες γιατί ήταν εβραία και οι δημοκράτες γιατί ήταν φασίστρια. Η Σαρφάτι ήταν όμως πολλά παραπάνω από άλλη μια εξωσυζυγική σχέση του Ντούτσε: ήταν ο ιδεολογικός του δάσκαλος, ο άνθρωπος που έγραφε τους λόγους του και εκείνος που έφτιαξε το προφίλ του μεγάλου ηγέτη. Και πάλι όμως ήταν ακόμα περισσότερα, μιας και η ίδια οργάνωσε τη διαβόητη φασιστική «Πορεία στη Ρώμη», αλλά και συνέταξε το καταστατικό του Φασιστικού Κόμματος της Ιταλίας! Ιστορικό βάρος σήμερα για πολλούς και διάφορους, η Σαρφάτι ξεγλίστρησε έτσι από τις χαραμάδες της Ιστορίας, μιας και είναι καλύτερο να μη θυμούνται οι Ιταλοί τον κεντρικό της ρόλο στον εγχώριο φασισμό αλλά και την ίδια τη ζωή του Μπενίτο Μουσολίνι. Κι έτσι παρά τις δυο δεκάδες βιβλία της αλλά και τα χιλιάδες άρθρα στις εφημερίδες, η Σαρφάτι περιορίζεται σήμερα στον ρόλο της ερωμένης του Ντούτσε, παρά το γεγονός ότι στα χρόνια της ήταν αναμφίβολα η πιο ισχυρή γυναίκεια μορφή της ιταλικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής! Χρησιμοποιώντας τον προνομιακό χώρο που της εξασφάλιζε η ερωτική της σχέση με τον Ντούτσε, όχι μόνο διαδραμάτισε επισήμως κεφαλαιώδη ρόλο στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του φασιστικού καθεστώτος, αλλά και υπογείως εκπαίδευε τον Μουσολίνι στις αρχές του εθνικοσοσιαλισμού δίνοντάς του τα ιδεολογικά όπλα για να παλέψει τους εχθρούς του. Ο μύθος του πανίσχυρου ηγέτη με τους μαυροφορεμένους πιστούς φέρει την υπογραφή της Σαρφάτι από άκρη σε άκρη, γι’ αυτό και παραμένει μαύρο πρόβατο μιας κοινωνίας που θέλει να ξεχάσει. Σήμερα, περισσότερα από 70 χρόνια μετά την εκτέλεση του ιταλού δικτάτορα, όλοι προτιμούν να τη βλέπουν ως μια φιλότεχνη δημοσιογράφο και κοσμική που δούλεψε για να απομακρύνει τον ιταλικό φασισμό από τη ναζιστική λαίλαπα και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αργεντινή όταν ο καλός της εγκαινίασε τους ρατσιστικούς του νόμους. Κι αυτό γιατί δεν θέλουν να αποδεχτούν την αλήθεια για τη γυναίκα που μοιράστηκε την ιδεολογία αλλά και το κρεβάτι του Μουσολίνι για δύο σχεδόν δεκαετίες ή τα 1.272 γράμματα που της έγραψε ο Ντούτσε (τα οποία έχουν μαγικά εξαφανιστεί). Κανείς εξάλλου από τους συγγενείς της δεν ρώτησε τη 81χρονη γιαγιά (έφυγε από τον κόσμο το 1961) για το ύποπτο παρελθόν και την ολόψυχη εμπλοκή της στο φασιστικό κίνημα. Αλλά και η ίδια μιλούσε μόνο για την τέχνη παραθέτοντας αποφθέγματα του Δάντη, του Σαίξπηρ και του Έντγκαρ Άλαν Πόε, περνώντας τα στερνά της μέσα στα σταυρόλεξα των εφημερίδων. Η ερωτική σχέση των δύο συντρόφων καλύπτει πια τα πάντα και η αλήθεια σήμερα δεν λέγεται στην ολότητά της. Για πολλούς, ας πούμε, είναι πολύ βολικό που ήταν εβραία, παρά το γεγονός ότι η ίδια ήταν άθεη από την εφηβεία της και από το 1928 είχε εξάλλου μεταστραφεί στον καθολικισμό. Κατά δεύτερο, το γεγονός ότι ήταν πάμπλουτη (η οικογένειά της ήταν μια από τις πλουσιότερες της Βενετίας) και δεν είχε ποτέ ανάγκη από λεφτά σφράγισε την κριτική εναντίον της, παρά το γεγονός ότι είχε στενούς δεσμούς με το εργατικό κίνημα και ήταν κοινωνικά προοδευτικότατη. Και βέβαια ήταν οπαδός του διεθνισμού, αρνούμενη να αποδεχτεί σύνορα και έθνη στην προσπάθειά της να φτιαχτεί ένα δικαιότερο σοσιαλιστικό σύστημα για όλους. Όλα άλλαξαν εκεί στον Α’ Παγκόσμιο, όταν πολλά σοσιαλιστικά μορφώματα μεταμορφώθηκαν σε εθνικοσοσιαλιστικά, κοιτώντας πια στο εσωτερικό των κρατών και εντός των συνόρων. Τώρα η Σαρφάτι ήταν τρία πρόσωπα: η χαροκαμένη μάνα (έχασε το ένα από τα τρία της παιδιά στον Μεγάλο Πόλεμο) που μετατράπηκε σε μαχητική δημοσιογράφο του φασισμού και του πατριωτισμού, γράφοντας για λογαριασμό του Ντούτσε όλους τους πολεμικούς του λόγους. Η παθιασμένη ερωμένη, που τον ακολούθησε πιστά στο κρεβάτι παρά τις αναρίθμητες εφήμερες σχέσεις του Ντούτσε. Και η μεγάλη θαυμάστρια της τέχνης φυσικά, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, που προώθησε την αγάπη για τις καλές τέχνες με τρόπο που σήμερα θα τη χαρακτηρίζαμε μαικήνα της τέχνης και προστάτιδα των καλλιτεχνών…
Πρώτα χρόνια
Στο πλευρό του Ντούτσε
Η «μητέρα του φασισμού» γίνεται εχθρός του κράτους