Εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τα πρώτα ασπρόμαυρα τηλεοπτικά σίριαλ καθηλώνουν τους τηλεθεατές στους λιγοστούς ακόμα δέκτες τους. Οι δρόμοι αδειάζουν μια φορά τη βδομάδα και από παντού αντηχεί η μουσική του «Άγνωστου Πολέμου», φέρνοντας κοντά τον κόσμο σε σπίτια, καφενεία, ακόμα και έξω από τις βιτρίνες καταστημάτων ηλεκτρικών ειδών, για να παρακολουθήσει τις ιστορίες του συνταγματάρχη Βαρτάνη. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κώστας Πρετεντέρης γράφει το σενάριο μιας σειράς που έμελλε να αγαπηθεί όσο λίγες από το ελληνικό κοινό, καθώς δεν ήταν παρά μια προέκταση του μικρόκοσμου της «Γειτονιάς» τους. Ο πρωταγωνιστής Μάκης Δεμίρης καθιερώνεται τηλεοπτικά και γίνεται λαϊκό είδωλο, πλάι στο υπόλοιπο καστ της θρυλικής πλέον σειράς (Κώστας Καφάσης, Σάσα Καστούρα κ.λπ.). Ο Δεμίρης είχε εμφανιστεί λίγα χρόνια πρωτύτερα σε δεύτερους και τρίτους ρόλους του εμπορικού μας σινεμά και τώρα έδρεπε δάφνες. Όταν η καριέρα του θα ολοκληρωνόταν λίγα χρόνια αργότερα, το 1988, είχε πια στο παλμαρέ του αναρίθμητες πραγματικά ταινίες! Κάπου ογδόντα φιλμ δηλαδή μεταξύ 1965-1988, πλήθος βιντεοκασετών αλλά και τηλεοπτικές και θεατρικές εμφανίσεις. Χαρακτηριστικός δευτερορολίστας, ο Δεμίρης άφησε τη δική του σφραγίδα στο περιθώριο των μεγάλων ερμηνειών παραμένοντας μια από τις πιο ιδιαίτερες μορφές που πλαισίωναν τους πρωταγωνιστές της χρυσής οθόνης. Ταλαντούχος και ιδιοσυγκρασιακός, τον θυμόμαστε συνήθως ως ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχεία, σερβιτόρο και μετρ σε εστιατόρια και ξενυχτάδικα, αλλά και σε ρόλους-έκπληξη, από ντετέκτιβ και σαουδάραβα έμπορο όπλων (στον «Θαυματοποιό» του 1969) μέχρι καπετάνιο, αρχαιοκάπηλο, ταχυδρόμο και αρχηγό των χίπις («Θου-Βου Φαλακρός Πράκτορ – Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ» του 1969)! Ο «Νικόλαος Λαχούρης» του κλασικού «Υπάρχει και Φιλότιμο» (1965) έγινε τελικά καθηγητής μέσης εκπαίδευσης στις θρυλικές βιντεοταινίες της δεκαετίας του 1980, όπως στη φοβερή «Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα» (1982), που ενσαρκώνει τον ιδιαίτερο καθηγητή θρησκευτικών Λεωνίδα Ζουμπά. Μέχρι και τον Χάρο θα παίξει στην εξωφρενική «Εθνική παπάδων» του 1984, γιατί προπάντων ήταν ένας ακομπλεξάριστος τύπος που ποτέ δεν έλεγε «όχι» αν η πρόταση ήταν του γούστου του. Και ήταν συχνά…
Πρώτα χρόνια
Υποκριτική καριέρα
Οι ηθοποιοί ταυτίστηκαν με τους ρόλους στη συνείδηση του κοινού, κάτι που σφράγισε την καριέρα του Δεμίρη στον ρόλο του σερβιτόρου, μιας και στη σειρά έπαιζε τον Μάκη τον καφετζή. Όταν τελέστηκε μάλιστα ο τηλεοπτικός του γάμος με την αρραβωνιαστικιά του στο γυαλί Σάσα Καστούρα, ο κόσμος έδινε συγχαρητήρια στους δύο πρωταγωνιστές νομίζοντας πως είχαν παντρευτεί πραγματικά!
Ξεκάθαρα δεν είχε πρόβλημα να περάσει στην ανεκδιήγητη για πολλούς, υπέροχη για άλλους τόσους, δεκαετία του 1980 και στην τρέχουσα κινηματογραφική παραγωγή (σινεμά και βιντεοκασέτα), ερμηνεύοντας πλήθος ρόλων σε αξέχαστες ταινίες της εποχής.
Καθηγητής πια στα πάντα, ενσαρκώνει δασκάλους αλλά και τον φοβερό Ακάκιο στα «Αχτύπητα καμάκια» (1983). Νέες δόξες βρίσκει ως «Χάρος» σε μια σειρά καλτ ταινιών του καιρού («Παπαδίστικη κομπανία», «Εθνική Παπάδων») και «παπα-Χάρος» τελικά στις βιντεοταινίες «Παπαδίστικη κομπανία Νο 2» (1983) και «Παπα-Turbo: Μας πήραν και τα… ράσα!» (1987).
Οι τελευταίες του ταινίες θα είναι βιντεοκασέτες εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980 («Ένας μπόμπος στα θρανία» και «Κουμπάρε μου ξεφτίλα» το 1988), καθώς μέχρι τότε η υγεία του είχε κλονιστεί, χτυπημένος από καρκίνο του φάρυγγα…
Τελευταία χρόνια