Μια παλιά αρμένικη παροιμία λέει πως «μέσα στην καρδιά κάθε ανθρώπου κοιμάται ένα λιοντάρι». Όταν οι ηγέτες αποτυγχάνουν λοιπόν και η διπλωματία σηκώνει τα χέρια, αυτό το λιοντάρι πρέπει να ξυπνήσει για να ξαναφέρει την ανθρωπιά στον κόσμο μας. Και το λιοντάρι Έιζα Τζένινγκς το ξύπνησε η ίδια η Ιστορία, μια ιστορία φρίκης και ολέθρου που εκτυλίχθηκε στη Σμύρνη το 1922 μέσα στην απάθεια και τα αλλότρια συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Το ημερολόγιο γράφει 13 Σεπτεμβρίου 1922 όταν η αρμενική συνοικία της Σμύρνης τυλίγεται στις φλόγες, πριν γενικευτεί η φωτιά σε ολόκληρη την κοσμοπολίτικη πόλη. Σύντομα η προκυμαία θα μετατραπεί σε μια μακρόστενη λωρίδα πανικού και μαρτυρίου για χιλιάδες αβοήθητους ανθρώπους, την ώρα που τόσα και τόσα πτώματα κείτονται στα σοκάκια. Μπροστά τους η θάλασσα με τις «ουδέτερες» Μεγάλες Δυνάμεις και πίσω μια πλήρης σφαγή εν εξελίξει, ένα ουσιαστικό αδιέξοδο δηλαδή στο οποίο λύση δεν φαινόταν. Το ελληνικό μέτωπο στη Μικρά Ασία έχει καταρρεύσει, τα πληρώματα των θωρηκτών των Μεγάλων Δυνάμεων έχουν λάβει σαφείς εντολές να μην εμπλακούν στο μακελειό και το τέλος προδιαγράφεται με γοργούς ρυθμούς. Όχι βέβαια αν περνά από το χέρι κάποιου άγνωστου μεθοδιστή πάστορα ονόματι Έιζα Τζένινγκς! Δεν περνά φυσικά, αν και αυτός μοιάζει απρόθυμος να κλείσει τα μάτια μπροστά στη σφαγή των αμάχων. Κι έτσι πρωτοστατεί σε μια απίστευτη σε έκταση και ανθρωπιά επιχείρηση διάσωσης των εγκλωβισμένων Ελλήνων, Αρμενίων αλλά και ξένων πολιτών, οδηγώντας στην ασφάλεια κάπου 350.000 ψυχές! Σε μια περίοδο 11 ημερών το δραστήριο μέλος του παραρτήματος της Xριστιανικής Eνώσεως Nέων Aνθρώπων της Σμύρνης θα έσωζε 350.000 ανθρώπους (από 250.000-300.000) και 1.250.000 κατά το υπόλοιπο της χρονιάς. Το λιοντάρι που έκρυβε στην καρδιά του ο αμερικανός ιερωμένος βρυχήθηκε και τους βρυχηθμούς τους άκουσαν όλοι οι μισαλλόδοξοι σφαγείς, οι «ουδέτεροι» κυβερνήτες και οι τρομοκρατημένοι κυβερνώντες του τόπου μας. Ο Τζένινγκς αποφάσισε να μην εγκαταλείψει τους συνανθρώπους του τη στιγμή που όλοι έτρεχαν να γλιτώσουν τις ζωές τους γράφοντας ένα πραγματικά χρυσό κεφάλαιο στην ιστορία του ανθρωπισμού. Φιλάσθενος από τα μικράτα του και καμπούρης από τα 28 του, ο πάστορας από τη Νέα Υόρκη είχε καταφτάσει μάλιστα στη Σμύρνη με την οικογένειά του ούτε μήνα πριν τον μοιραίο Σεπτέμβριο. Χαμηλών τόνων και μάλλον αποτυχημένος στην πορεία του ως ιερωμένος καριέρας, στάλθηκε να υπηρετήσει στην τοπική Χριστιανική Αδελφότητα Νέων της Σμύρνης. Και ήταν καταμεσής ακριβώς των καπνών της λεηλασίας και των ουρλιαχτών των απέλπιδων, με την απόγνωση και τη λησμονιά να κυριαρχούν στην ιωνική γη, που αναδύθηκε η μορφή του διακριτικού αυτού ήρωα που λησμόνησε κατόπιν η Ιστορία. Η ίδια η Ιστορία που τόσο καθοριστικά διαμόρφωσε εκείνος δηλαδή! Ακόμα και η νεοελληνική ιστορία που τόσα του χρωστά. Στην πραγματικότητα ο μεθοδικός Τζένινγκς έκανε πολλά περισσότερα απ’ όσο οι λαμπρές πράξεις του εκείνης της ημέρας μπορούν να υποδείξουν. Κόντρα σε όλους και όλα με αποκλειστικά δική του πρωτοβουλία, είχε εξασφαλίσει τη συναίνεση του Κεμάλ Ατατούρκ για τη μεταφορά των Ελλήνων με πλοία (εκτός των ανδρών ηλικίας 17-45 ετών που στάλθηκαν στα Tάγματα Eργασίας). Κατόπιν, με δικά του έξοδα και κονδύλια της Χριστιανικής Αδελφότητας, ναύλωσε ιταλικό πλοίο και μετέφερε αρχικά 2.000 Έλληνες της Σμύρνης στη Μυτιλήνη, όπου ναυλοχούσαν τα 20 πλοία που μετέφεραν τον ελληνικό στρατό. O στρατηγός Φράγκου του ζήτησε μάλιστα εγγυήσεις για να διαθέσει τα ελληνικά πλοία για τη σωτηρία των Ελλήνων, φοβούμενος ότι οι Tούρκοι θα καταλάβουν τα πλοία χωρίς την αμερικανική προστασία. O Τζένινγκς δεν θα έμενε στις αντιρρήσεις του στρατηγού και την επιφύλαξη της ελληνικής κυβέρνησης. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία, η ίδια η νεοελληνική ιστορία του τόπου μας: ο κυβερνήτης του πολεμικού «Kιλκίς», Θεοφανίδης, έφερε τον αμερικανό πάστορα σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και η επικοινωνία καρποφόρησε. Mε ελληνικά εμπορικά, αμερικανικά πολεμικά και μεταγωγικά που ναύλωσαν οι Bρετανοί, με τα «Πλοία της Συμπόνιας» του Τζένιγκς δηλαδή, μεταφέρθηκαν ασφαλείς στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες μικρασιάτες πρόσφυγες της Σμύρνης αρχικά και κατόπιν του Aϊβαλί, των Bουρλών, του Tσεσμέ και όλων των παραλίων. Τα ελληνικά και αμερικανικά στοιχεία συμφωνούν στα νούμερα: «300.000 Έλληνες διασώθηκαν εκείνες τις μέρες» μέσω των προσωπικών πρωτοβουλιών του Τζένινγκς, το 15% του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας δηλαδή! Ήταν ο ασθενικός Αμερικανός αυτός που όρθωσε το μέτριο ανάστημά του (η κύφωση τον είχε αφήσει στο 1,60) στην τουρκική εμπροσθοφυλακή και τους φοβερούς Τσέτες, αναγκάζοντας τους ουδέτερους Συμμάχους να αναλάβουν τμήμα των ευθυνών που τους αναλογούσαν. Ήταν ο μετριοπαθής Τζένινγκς αυτός που εξαπέλυσε μύδρους κατά της ολιγωρίας της ελληνικής κυβέρνησης για τη διάσωση των Μικρασιατών, καθώς η διορία που είχε πάρει προσωπικά από τον Κεμάλ ήταν μόλις εφτά ημέρες. Μετά τη θεάρεστη παρέμβασή του, 55 πλοία με τη συνοδεία του αμερικανικού Ναυτικού παρέλαβαν τους κατατρεγμένους έξι μάλιστα ώρες πριν λήξει η προθεσμία του Ατατούρκ. Ο Τζένινγκς ήταν πια ναύαρχος του ελληνικού στόλου! Η διορία επεκτάθηκε κατόπιν ως τον Δεκέμβριο και αφορούσε πια σε όλα τα λιμάνια της Μικράς Ασίας, από τη Συρία ως τη Μαύρη θάλασσα. Υπεύθυνο για την εκκένωση των κατατρεγμένων συμπατριωτών μας όρισε η ελληνική κυβέρνηση τον ίδιο τον Έιζα, όπου συνέχισε μέχρι να μεταφέρει περισσότερους από 1,2 εκατ. ψυχές στην ασφάλεια. Η Ελλάδα τίμησε τον σπουδαίο αυτό άνθρωπο με το υψηλότερο στρατιωτικό και πολιτειακό μετάλλιο και μετά πήγε για άλλα. Κανείς δεν θυμάται σήμερα τον άνθρωπο στον οποίο οφείλει την ίδια της την ύπαρξη ένα καλό κομμάτι του ελληνικού παρελθόντος. Ο Τζένινγκς πέθανε το 1933 ως πραγματικό λιοντάρι, ένα λιοντάρι μέσα σε ύαινες, λύκους και αθώα πρόβατα. Γιατί το έκανε όμως; Γιατί αψήφησε την ίδια του τη ζωή για να σταθεί στον άγνωστο συνάνθρωπο; Πιθανότατα ήταν η πίστη του. Την ημέρα που ξεκίνησε άλλωστε η επιχείρηση διάσωσης, ο Τζένινγκς είπε ότι ένιωσε το χέρι του Θεού να τον ακουμπά στον ώμο. Πίστευε ότι έσωζε ανθρώπους και αυτό ήταν το μεγαλειώδες όλο. Ανθρώπους, πέρα από φυλές, τάξεις, έθνη και θρησκείες. Ανθρώπους…
Πρώτα χρόνια
Το «λιοντάρι» πιάνει δουλειά
Η μοιραία μέρα της διάσωσης των 300.000 ανθρώπων: «μια δωροδοκία, ένα ψέμα και μια κενή απειλή»
Δεν ήταν μόνο η Σμύρνη