Το τελευταίο σύνορο της Βόρειας Αμερικής είναι μια ιστορία κατάφωρη αντρική: γελαδάρηδες, πιστολέρο, σερίφηδες, Ινδιάνοι, σαλούν, σπιρούνια, σέλες, εξάσφαιρα και η ελπίδα των απόκληρων να ριζώσουν κάπου και να φτιάξουν μια νέα ζωή. Η γυναίκα; Πού ήταν όμως η γυναίκα μέσα στην απέραντη και άνυδρη αυτή γη που μόνο φιλόξενη δεν ήταν για τους σκληροτράχηλους πιονέρους του αμερικανικού ονείρου; Πού ήταν η γυναίκα στην Άγρια Δύση που ξερνούσε ιδρωτίλα και σκόνη, τεστοστερόνη και καυτά κολτ; Οι ιστορικοί και οι λαϊκοί συγγραφείς φαίνεται να την ξέχασαν και ήταν μία μόνο από δαύτες, κατά κόσμον Μάρθα Τζέιν Κάναρι ή αλλιώς Καλάμιτι Τζέιν, που θα αναλάμβανε το δύσκολο έργο να εκπροσωπήσει το γυναικείο στοιχείο στον αιματοβαμμένο κόσμο του Φαρ Ουέστ! Η Καλάμιτι δεν ήταν βέβαια μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες: μπορούσε να ιππεύσει, να πυροβολήσει, να κυνηγήσει και να μπλεχτεί σε καυγάδες σαν άντρας. Για την ακρίβεια, προτιμούσε να κάνει παρέα με άντρες παρά με γυναίκες, γεγονός που της δημιουργούσε αρκετά προβλήματα αφού ξέφευγε από τα πρότυπα του γυναικείου κομφορμισμού της εποχής. Στην πολυτάραχη ζωή της υπήρξε πολλά και διάφορα, από οδηγός ταχυδρομικής άμαξας και πιονέρος του προσκοπισμού μέχρι αγρότισσα, ανιχνευτής του στρατού και νοικοκυρά, όταν δεν φλέρταρε φυσικά με τον Άγριο Μπιλ Χίκοκ! Δεξιοτέχνης αναβάτης, άριστη σκοπευτής, μοναδική στο πόκερ, σύζυγος και μάνα, η Καλάμιτι Τζέιν ήταν μια γυναίκα που ζούσε με το δικό της τρόπο και τον δικό της νόμο, αν και οι μύθοι για τη ζωή της είναι τόσοι που η πραγματικότητα από τον θρύλο δεν είναι πια εύκολο να ξεδιαλυθούν. Ο μύθος τη θέλει από πλύστρα σε οχυρά μέχρι και ανιχνευτή του στρατηγού Κάστερ, από συνδικαλίστρια μέχρι και «ζόρικο» θηλυκό, καθώς ήταν η μόνη όπως είπαμε εκπρόσωπος του ωραίου φύλου και οι ρόλοι που ανέλαβε να ενσαρκώσει στο συλλογικό φαντασιακό της Αμερικής ήταν όσοι και τα βόλια στην καραμπίνα της. «Συμφορά» (Καλάμιτι) τη λέγανε υποτίθεται γιατί τη χτύπησε η συμφορά σε τρυφερή ηλικία, μένοντας ορφανή από γονείς σε ηλικία 8 ετών, αν και σήμερα οι ιστορικοί δεν μπορούν να βρουν κανένα αξιόπιστο στοιχείο που να υποστηρίζει μια τέτοια υπόθεση. Τα αξιόπιστα μητρώα τη θέλουν να ζει μέχρι τα 13 της στο Μισούρι, όταν η φαμίλια της μετακινήθηκε στη χρυσοφόρα Μοντάνα ακολουθώντας τον «κίτρινο πυρετό» του χρυσού. Ψηλή και γεροδεμένη, φόρεσε τα ρούχα τα αντρικά και σύχναζε σε σαλούν και χαμαιτυπεία με την πάντα αντρική παρέα της. Ίππευε εξάλλου και σκόπευε σαν άντρας, κι έτσι είπε να ζήσει μια ζωή που αψηφούσε τα γυναικεία στερεότυπα του καιρού. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1870, ζούσε πια μόνη και τα έβγαζε πέρα μια χαρά. Τόσο καλά που σύντομα θα μετατραπεί σε θρύλο του τελευταίου αμερικανικού συνόρου, πλάι στους ξακουστούς παράνομους και πιστολέρο της Άγριας Δύσης. Μασούσε τον καπνό, κατέβαζε το ουίσκι σαν νεροφίδα και πυροβολούσε σαν τον Λούκι Λουκ, ο οποίος αναγκάστηκε εξάλλου να τη χαιρετίσει από τις σελίδες του κόμικ του: «Αν χρειάζεται θάρρος για να είσαι κυρία, τότε είσαι η πιο μεγάλη κυρία, Καλάμιτι Τζέιν»! Και πράγματι ήταν, αν και αυτό που την έκανε τόσο μεγάλη ήταν η καλοσύνη της απέναντι στους άλλους και ο ηρωισμός της, σε μια εποχή μάλιστα που οι χαλαροί νόμοι του Φαρ Ουέστ και η δίψα της επιβίωσης δεν άφηναν και πολλά περιθώρια ανθρωπιάς…
Πρώτα χρόνια
Η Μάρθα Τζέιν Κάναρι γεννιέται κατά την ίδια την 1η Μαΐου 1852, αν και οι πληροφορίες για τα πρώτα της χρόνια αντλούνται από το αυτοβιογραφικό της πόνημα του 1896, που είχε γραφεί αποκλειστικά για να πουλήσει όσο περισσότερο γινόταν. Οι ιστορικοί λένε σήμερα ότι τα περισσότερα γεγονότα της περιόδου είναι είτε υπερβολές είτε ανακρίβειες και φτηνά ψέματα. Φαίνεται να γεννιέται πάντως στο Πρίνστον του Μισούρι περί το 1850-1852 ως το μεγαλύτερο παιδί από τα έξι μιας οικογένειας μικροαπατεωνίσκων που έκαναν ό,τι απάτη έπεφτε στα χέρια τους για να θρέψουν την πολυμελή φαμίλια. Θέλοντας να πιάσουν κάποια στιγμή την καλή, οι γονείς μετακινούνται στη Βιρτζίνια της Μοντάνα το 1863 αναζητώντας, τι άλλο, χρυσό. Η μητέρα φαίνεται να πεθαίνει στην άμαξα καθοδόν για τη νέα πατρίδα (πιθανότατα από πνευμονία) το 1866 και ο πατέρας αλλάζει σχέδια, καταφτάνοντας με τα πολλά στο Σολτ Λέικ Σίτι της Γιούτα. Εκεί φαίνεται να πεθαίνει κι αυτός λίγο μετά την άφιξη (1867), αφήνοντας το ορφανό 15χρονο κορίτσι επικεφαλής της οικογένειας (άλλη ιστορική γραμμή θέλει τον πατέρα να πεθαίνει το 1866 και τη μητέρα την επόμενη χρονιά). Ψηλή και γεροδεμένη, παρά την καταραμένη πείνα, η Μάρθα μετακινείται συχνά αριστερά και δεξιά κάνοντας ό,τι δουλειά περνά από το χέρι της για να μεγαλώσει τους δυο αδερφούς και τις τρεις αδερφές της. Κι επειδή έμοιαζε σαν άντρας, υιοθέτησε πιθανότατα την εικόνα του αρσενικού για να κάνει πιο σκληρές και καλοπληρωμένες δουλειές που ήταν εξάλλου αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Δυνατή σαν βόδι, σήκωνε τα ξύλινα εμπορευματοκιβώτια με μεγάλη άνεση και έπρεπε να πείσει ότι ήταν άντρας για να πάρει τη δουλειά. Αναφορές τη θέλουν ακόμα και να εκδίδεται την εποχή αυτή, μια δραστηριότητα πάντα επικερδής και με σταθερή ζήτηση. Όπως κι αν έχει, ήδη από την εφηβεία της αρχίζουν να τη φωνάζουν «Συμφορά», όταν έσωσε υποτίθεται έναν λοχαγό του στρατού από τις αρρωστημένες ορέξεις των ερυθρόδερμων κι εκείνος την ονόμασε έτσι. Αυτή ήταν η επίσημη εκδοχή της ίδιας της Καλάμιτι που γενικεύτηκε στην Άγρια Δύση και την ενστερνίστηκαν όλοι. Εκτός βέβαια από τον ίδιο τον λοχαγό, που όταν έφτασαν στα αυτιά του οι φήμες βγήκε και δήλωσε σε εφημερίδα της Μοντάνα τον Απρίλιο του 1904 ότι η Καλάμιτι «ποτέ δεν μπήκε στη δούλεψη κανενός στρατηγού, δεν είδε ποτέ λιντσάρισμα και δεν μπλέχτηκε ποτέ σε καμιά μάχη με Ινδιάνους. Ήταν απλώς μια διαβόητη προσωπικότητα, έκλυτη και διαβολική, που διέθετε ωστόσο μια γενναιόδωρη φύση που την έκανε δημοφιλή»…
Ο θρύλος της Άγριας Δύσης που είπανε «Καλάμιτι Τζέιν»
Κάποια στιγμή, σύντομα πάντως, η Καλάμιτι ανεβαίνει ξανά στην άμαξα με τα αδέρφια της και περιπλανιούνται στο Γουαϊόμινγκ, όπου φαίνεται να πιάνει δουλειά στα πλυσταριά φρουρίου της περιοχής. Η καθημερινότητα είναι όμως αμείλικτη και το 1874 και μόνο θα βρεθεί να κάνει τη μαγείρισσα, τη σερβιτόρα, τη χορεύτρια, τη νοσοκόμα, ακόμα και την οδηγό άμαξας! Δουλεύει περιστασιακά ως ιερόδουλη και αυτό είναι τώρα γεγονός επιβεβαιωμένο. Αγράμματη και χωρίς στον ήλιο μοίρα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1870 φαίνεται να ζει πια μόνη, χωρίς να σέρνει τα πιτσιρίκια ξοπίσω της. Το 1875, για παράδειγμα, γίνεται μέλος επιστημονικής αποστολής στη Νότια Ντακότα, αν και όχι ως οδηγός της άμαξας που τη θέλει ο θρύλος αλλά ασφαλέστερα ως μαγείρισσα και πλύστρα της ομάδας. Όπως κι αν έχει, βρέθηκε στην καρδιά του «κίτρινου πυρετού» μεταξύ 1876-1880 και εγκαταστάθηκε σε μια κωμόπολη που στήθηκε δίπλα από ορυχείο της Νότιας Ντακότα. Ο μύθος της Καλάμιτι Τζέιν αρχίζει να γεννιέται αυτή την εποχή, καθώς όλοι γνωρίζουν τη γυναίκα που ντύνεται σαν άντρας, διψά μονίμως για μπέρμπον και ξεφαντώνει λες και δεν υπάρχει αύριο. Γνωστή θα γίνει, για παράδειγμα, με τα ακροβατικά της που την εμφανίζουν άσο στα άλογα και το ροντέο. Δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να τη βλέπουν να βγαίνει «σκνίπα» από το σαλούν και να καβαλά έναν ταύρο στον κεντρικό δρόμο του Ράπιντ Σίτι. Τοπική εφημερίδα του διαβόητου Ντέντγουντ της Νότιας Ντακότα γράφει στο πρωτοσέλιδο της 15ης Ιουλίου 1876: «Η Καλάμιτι Τζέιν κατέφτασε»! Όσο φτάνουμε στη δεκαετία του 1890 εξάλλου και οι παλιές ένδοξες μέρες του Φαρ Ουέστ φτάνουν στο τέλος τους, ήταν άνθρωποι σαν την Καλάμιτι που συντηρούσαν τον μύθο και γινόταν λαϊκό θέαμα. Και η ίδια δεν τους χαλούσε χατίρι, διηγούμενη άθλους που ποτέ δεν είχαν γίνει, όπως πιθανότατα η ιστορία που την ήθελε ένστολο ανιχνευτή στον στρατό του στρατηγού Κάστερ (η οποία δεν επιβεβαιώνεται παρά τις τόσες προσπάθειες). Η Καλάμιτι του θρύλου ήταν περισσότερο μια μυθική φιγούρα παρά μια αληθινή ύπαρξη. Μέχρι το 1896 άλλωστε οι δυσκολίες της ζωής και τα έξαλλα ξεφαντώματά της θα την προλάβαιναν, πάσχοντας πια φανερά από τα συμπτώματα του χρόνιου αλκοολισμού. Αλήθεια ήταν πάντως τα «κολλητιλίκια» με τον Άγριο Μπιλ Χίκοκ και τις τόσες του περσόνες, καθώς τους έβλεπαν συχνά μαζί από δω κι από κει στο Φαρ Ουέστ. Η Καλάμιτι τον θαύμαζε και τον αγαπούσε σαν οικογένεια, αν και στην εποχή σπεκούλαραν ότι ήταν παράφορα ερωτευμένη μαζί του. Άλλοι πάλι λέγανε ότι είχε εμμονή με την προσωπικότητά του, γι’ αυτό και άλλαζε κι αυτή τόσους ρόλους, μπας και μοιάσει στον πολυμήχανο λαϊκό ήρωα της Άγριας Δύσης. Ακόμα και το παιδί που έφερε στον κόσμο λεγόταν ότι ήταν δικό του, αν και κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται επίσης. Ποιο παιδί όμως; Η Καλάμιτι φαίνεται να έφερε στον κόσμο δύο κόρες, αγνώστου πατρός, και τουλάχιστον για τη μία υπάρχει μερική επιβεβαίωση. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1880 όταν επέστρεψε στο Ντέντγουντ με ένα κορίτσι που είπε ότι ήταν κόρη της, ζητώντας από τους κατοίκους να κάνουν έρανο για να τη στείλει εσώκλειστη σε καθολικό σχολείο. Οι κάτοικοι μάζεψαν ένα καλό ποσό, το οποίο πήρε η Καλάμιτι και ξόδεψε σε σαλούν της πόλης το ίδιο κιόλας βράδυ κερνώντας όλο το μαγαζί! Την επομένη πήρε το παιδί και έγινε καπνός. Φαίνεται πάντως ότι αυτή τουλάχιστον η κόρη υπήρξε και οι πηγές τη θέλουν να μορφώνεται τελικά και να καλοπαντρεύεται αργότερα. Όπως είπαμε, οι θρύλοι που περιβάλλουν τη ζωή της είναι τόσοι πολλοί και τόσο βαθιά ριζωμένοι που δεν είναι εύκολο να ανασυγκροτήσει κανείς την πραγματική ζωή του «μυστηρίου» Καλάμιτι Τζέιν…
Τελευταία χρόνια
Λέγεται, ας πούμε, ότι όταν πέθανε ο άντρας της ζωής της(;), Μπιλ Χίκοκ, εκείνη πήγε να βρει τον δολοφόνο του με έναν μπαλτά στα χέρια, μιας και πάνω στην τρέλα της στιγμής ξέχασε τα εξάσφαιρα στο σπίτι! Ποτέ δεν κυνήγησε βέβαια τον φονιά, ο οποίος στήθηκε εξάλλου σύντομα στην αγχόνη. Πραγματικότητα είναι πάντως η καλή της η καρδιά και τα χρήματα που έδινε δεξιά και αριστερά σε φτωχούς και εξαθλιωμένους, κάτι που εξασφάλισε την αθανασία της ως λαϊκή ηρωίδα περισσότερο από κάθε μπαρούφα για ηράκλεια κατορθώματα. Κάποια στιγμή πήρε το άλογό της και πήγε να σώσει μια άμαξα που την είχαν περικυκλώσει οι Σεγιέν, καταφέρνοντας να βγάλει σώους και αβλαβείς τόσους ανθρώπους. Ο οδηγός της είχε σκοτωθεί στη συμπλοκή και η Καλάμιτι έπιασε τα γκέμια όπως μόνο εκείνη ήξερε. Αλλά και αργότερα, σε μια επιδημία ευλογιάς, αψήφησε τη ζωή της και έκανε τη νοσοκόμα όταν όλοι έτρεχαν να σωθούν. Αυτοί φαίνεται να είναι οι πραγματικοί άθλοι της ζωής της, που φτάνουν βέβαια και περισσεύουν. Στη δεκαετία του 1890 εξάλλου ήταν πια καταβεβλημένη και γερασμένη πριν της ώρας της, καθώς οι κακουχίες και οι υπερβολές είχαν αφήσει το στίγμα της στην υγεία και το παρουσιαστικό της. Παρά ταύτα, αποδέχθηκε την πρόταση να ανέβει σε θέατρο της Μινεάπολις και να ενσαρκώσει τον θρυλικό εαυτό της! Μέχρι τότε φαίνεται να έχει άλλωστε καταλαγιάσει, αγοράζοντας εντωμεταξύ ένα ράντσο σε πολίχνη της Μοντάνα (1881) και διατηρώντας πανδοχείο. Εκεί φαίνεται να μεγαλώνει μια κόρη, καρπό του γάμου της με έναν Τεξανό, η οποία είχε δοθεί ωστόσο για υιοθεσία μέχρι το 1887. Η επιτυχία της «παραμυθούς» Καλάμιτι Τζέιν στο θεατρικό σανίδι ήταν ανεπανάληπτη και το 1893 θα βρεθεί μέλος του περιβόητου περιπλανώμενου θιάσου «Buffalo Bill’s Wild West», πλάι σε θρυλικούς Ινδιάνους και άλλους ξεφτισμένους μύθους μιας άλλης εποχής. Καβαλούσε το άλογό της και έδειχνε το φοβερό σημάδι της στο κοινό. Το 1901 θα πάρει μάλιστα μέρος στην Παναμερικανική Έκθεση της Νέας Υόρκης ως ζωντανός θρύλος. Μέχρι τότε είναι βέβαια βουτηγμένη στη θλίψη και το φτηνό μπέρμπον, αν και φέρνει μαζί της τη φαντασιόπληκτη αυτοβιογραφία της που πουλά σαν τρελή στο φρενιασμένο με την πάρτη της κοινό έναντι λίγων μόνο πενταροδεκάρων. Λέγεται ότι με το πες, πες, πες, η ίδια είχε πιστέψει τις ιστορίες που είχε σκαρώσει η ίδια ή άλλοι για την Καλάμιτι Τζέιν και δεν μπορούσε πλέον να διακρίνει την πραγματικότητα από τον μύθο ακόμα και σε πολύ δικούς της ανθρώπους. Αν και δύο χρόνια πριν φύγει από τον κόσμο, εμφανίζεται κουρασμένη και αηδιασμένη να ζει μέσα στο ψέμα και τον μύθο, θέλοντας πια κάτι άλλο. Όπως την άκουσαν να βροντοφωνάζει μέσα σε αφρο-αμερικανικό οίκο ανοχής της Μοντάνα, έπειτα από άλλο ένα ξεπουπούλιασμα στην πράσινη τσόχα, ήθελε ο κόσμος «να με αφήσει ήσυχη για να μπορέσω να ζήσω την κόλαση του δικού μου δρόμου». Σε αυτόν τον οίκο ανοχής θα περάσει τα στερνά της ως μαγείρισσα και παραδουλεύτρα, φίλη καλή καθώς ήταν της «μαντάμ», ζώντας αποκλειστικά με ψωμί και ουίσκι. Σε ένα ταξίδι της με το τρένο τον Ιούλιο του 1903, θα αρρωστήσει από το πολύ αλκοόλ, αναγκάζοντας τον συρμό να σταματήσει και να την πετάξουν σε ένα πανδοχείο της Νότιας Ντακότα. Εκεί θα αφήσει την τελευταία της πνοή την 1η Αυγούστου 1903, σε ηλικία 51 (ή 53 ή 56) χρονών, χτυπημένη πιθανότατα και από πνευμονία. Την έθαψαν πάντως δίπλα στον Άγριο Μπιλ Χίκοκ σε κοιμητήριο της Νότιας Ντακότα. Όπως είπαν, τα πάθη της δεν ήταν παρά οι αμαρτίες μιας χώρας που έψαχνε τον εαυτό της… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr