Ο σπουδαίος μπουζουξής μας που δόξασε το ρεμπέτικο ως συνθέτης, ερμηνευτής και δεξιοτέχνης ήταν μια τραγική φυσιογνωμία, άμεσα συνυφασμένη με τις εθνικές μας περιπέτειες. Ο Μήτσος (ή μπαρμπα-Μήτσος αργότερα) Γκόγκος χάρισε στο ελληνικό πεντάγραμμο μια σειρά από τα ωραιότερα κανταδόρικα ρεμπέτικα, μοναδικά τραγούδια που έμελλε να είναι διαχρονικά και να μη βγουν ποτέ από το στόμα του Έλληνα. Οι ευαίσθητοι και ρομαντικοί στίχοι του ύμνησαν προπολεμικά τον έρωτα όσο λίγοι, αν και όταν θα ερχόταν ο Β’ Παγκόσμιος και η Κατοχή, ο αριστερός Μπαγιαντέρας θα μετατρεπόταν σε πολιτικοποιημένο καλλιτέχνη που θα υμνούσε τον αντιστασιακό αγώνα κατά του βάρβαρου κατακτητή! Αφού πολέμησε γενναία στο αλβανικό μέτωπο, έγραψε αντιπολεμικά και επαναστατικά ρεμπέτικα τραγούδια, την ώρα που τυφλώνεται, δίνοντας στους στίχους του κάτι από τη σκοτεινιά και τα βάσανα της προσωπικής του οδύσσειας. Ο Μπαγιαντέρας έζησε πραγματικά σκληρά χρόνια, τα οποία ακολουθήθηκαν από ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς ήταν δηλωμένος κομμουνιστής σε καιρούς χαλεπούς για τη χώρα μας. Ταυτοχρόνως, ήταν ένας άνθρωπος ελεύθερος και ατίθασος, σωστός βίος και πολιτεία, διατηρώντας σχέσεις με τον υπόκοσμο και την πιάτσα. Ο παλιός αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης ήταν μια έντονη προσωπικότητα που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Η ατρόμητη ψυχή του θα τον μετέτρεπε σε φόβο και τρόμο των κουτσαβάκηδων της δεκαετίας του ’30, μιας και για να επιβιώσει στους κακόφημους τεκέδες του Πειραιά έπρεπε να γίνει εξίσου σκληρός με το σινάφι. Οι παλιοί ρεμπέτες το έλεγαν εξάλλου με καμάρι πόσες φορές καθάρισε ο Μήτσος για πάρτη τους σε καυγάδες και φασαρίες. Απείθαρχος και αδάμαστος, δεν έχασε τον ιδιαίτερο τσαμπουκά του ούτε όταν τυφλώθηκε το 1941. Τα αντάρτικα που τραγουδούσε στην Κατοχή θα του έφερναν ξύλο με το τσουβάλι από τους Γερμανούς αλλά και τους δοσίλογους έλληνες συνεργάτες τους, αν και ο μπαρμπα-Μήτσος δεν σταμάτησε να τραγουδά για την ελευθερία ούτε στιγμή. Μπλεγμένος με ναρκωτικά και κακές παρέες στα μικράτα του, μέχρι και φυλακή έκανε για τις παράνομες δραστηριότητές του. Ξέκοψε όμως, καθάρισε και προσπάθησε να μπει στον ίδιο δρόμο, όταν τη βρήκε και πάλι από κει που δεν το περίμενε: από τα φρονήματά του. Ο χαρακτήρας του αφομοίωσε αναγκαστικά σπαράγματα από όλες τις αποχρώσεις της κοινωνίας που τον περιστοίχιζε. Ήταν ο τύπος του μάγκα που δεν έκανε ποτέ πίσω, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του ποιότητες και στοιχεία διαφορετικών κοινωνικών τάξεων: από την Τρούμπα και το περιθώριο του Πειραιά μέχρι και τα μεγάλα σαλόνια. Αγαπούσε τον αθλητισμό, ήθελε όμως να γίνει «αλήτης» μπουζουξής. Λάτρευε ακόμα και την κλασική μουσική, απ’ όπου προήλθε εξάλλου και το παρατσούκλι που θα του κολλούσαν! Το «Μπαγιαντέρας» προέρχεται από τη μεγάλη του αγάπη, την οπερέτα του Έριχ Κάλμαν «Μπαγιαντέρα», η οποία παιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 στα θέατρα Αθήνας και Πειραιά. Ο Γκόγκος τη διασκεύασε για μπουζούκι, την έπαιζε συνέχεια και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο δεν άργησε να έρθει. Ο ιδιαίτερος αυτός ρεμπέτης έγραψε τουλάχιστον 130 αξέχαστα τραγούδια σε μια καριέρα που απλώθηκε σε έξι σχεδόν δεκαετίες. Ερωτικά, καντάδες, βαριά ρεμπέτικα, απ’ όλα είχε ο μπαξές του σπουδαίου μουσικού, ο οποίος αναγκάστηκε να κρατήσει στα συρτάρια του καμιά σαρανταριά τραγούδια, μιας και δεινοπάθησε από τη λογοκρισία και την υποκρισία των Αρχών. Μέχρι και πρόσφατα κόπηκε αντιστασιακό τραγούδι του από σχολική γιορτή (το μοναδικό «Να’ ναι γλυκό το βόλι»)! Ο πάντα ευαίσθητος Γκόγκος ανήκει στο πάνθεο της ελληνικής μουσικής, καθώς τα «καθαρά» τραγούδια του που ακούγονται χωρίς πολιτικές παρωπίδες είναι αρκετά για να τον στείλουν στην αθανασία: «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ», «Αλάνι με φωνάζουν», «To μαναβάκι», «Θα κλέψω μια μελαχρινή», «Για μια κουτσουκαριώτισσα», «Μάτια γλυκά και γαλανά», «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Το τραγούδι της αγάπης», «Μ’ έχεις μαγεμένο», «Το αλανάκι», «Έλα να μπερμπαντέψεις», «Του Κυριάκου το γαϊδούρι», «H μικρή από το Πασαλιμάνι», «Η άνοιξις», «Με ξέχασες», «Το πέρασμα», «Η κοτούλα», «Μια τράτα Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω» και τόσα ακόμα. Αλλά και στην αντιστασιακή του παραγωγή, πώς να παραγνωριστούν τα κομμάτια που έγραψε ως στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι», «Στης Πίνδου τα βουνά», «Σου στέλνω χαιρετίσματα», «Να ’ναι γλυκό το βόλι», «Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας»; Μέχρι και μέθοδο για την εκμάθηση του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου μας άφησε παρακαταθήκη ο πολύπλευρος και ιδιαίτερος σε όλα του Μπαγιαντέρας, ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις όπως ακριβώς και η εποχή που τον υποβάσταξε… Κι αυτός ο μεγάλος του πενταγράμμου κατέληξε στο περιθώριο της κοινωνίας να ζητιανεύει με τον δίσκο δίπλα στην κόρη του, θύμα της αναπηρίας του, των αριστερών φρονημάτων αλλά και του θανάτου του παλιού ρεμπέτικου…
Πρώτα χρόνια
Η επαφή με το ρεμπέτικο
Αν και όλα αυτά έμελλε να αλλάξουν άρδην…
Ο αντιστασιακός Γκόγκος χάνει το φως του
Η μεγάλη φόρα του Μπαγιαντέρα στο ρεμπέτικο πεντάγραμμο ανακόπτεται αιφνιδίως τον Ιούνιο του 1941, δύο μήνες μετά την είσοδο των κατακτητών στη χώρα μας, όταν τυφλώνεται ξαφνικά πάνω στο πάλκο. Το γλαύκωμα που τον ταλαιπωρούσε επιδεινώθηκε τάχιστα, στερώντας του το φως του. «Δούλευα στου ‘‘Δασκαλάκη’’ στο Μαρούσι. Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το καθετί από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα», περιέγραφε ο ίδιος το τραγικό συμβάν. Αν και αυτό δεν ήταν όλο:
Όταν πέφτουν οι πρώτες τουφεκιές της Εθνικής Αντίστασης, ο Μπαγιαντέρας είναι εδώ να τη συνδράμει με το θεματικό τραγούδι και το αδούλωτο πνεύμα του, θέλοντας να δώσει κουράγιο στους αγωνιστές που χύνουν το αίμα τους στα βουνά για την ελευθερία, που όπως λέει είναι πολυτιμότερη ακόμα και από το φως των ματιών του. Ο «τυφλός ραψωδός της Αντίστασης» γεννιέται και είναι μάλιστα όσο τσαμπουκάς υπήρξε άλλοτε, καθώς δεν διστάζει να τραγουδά τα δικά του αντάρτικα τραγούδια, αλλά και τα επαναστατικά των υπολοίπων, όπου σταθεί και όπου βρεθεί. Ο τυφλός συνθέτης παίρνει σβάρνα τα καφενεία, τα κακόφημα στέκια του Πειραιά αλλά και τα πολιτιστικά κέντρα των λαϊκών συνοικισμών τραγουδώντας τους απαγορευμένους στίχους του κάτω από τις μύτες του γερμανικού ζυγού. Οι καλοθελητές ωστόσο τον τσακώνουν συχνά πυκνά, τα τσιράκια των Γερμανών και οι ταγματασφαλίτες, και τον κακοποιούν βάναυσα.
Τελευταία χρόνια
Οι νέοι συνθέτες ανακαλύπτουν εκ νέου τους μεγάλους παλιούς και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, την ώρα που αναβιώνει τον Βαμβακάρη, κάνει ακριβώς το ίδιο και για τον Γκόγκο, πλάι σε πολλούς ακόμα τραγουδιστές που βάζουν στο στόμα τους τις αξέχαστες ερωτικές του πενιές. Ο Μπαγιαντέρας γεμίζει κουράγιο και αναπνέει οικονομικά με τα δικαιώματα των τραγουδιών του.