Η ιστορία του βιεννέζου κλέφτη που ο υπόκοσμος χαρακτήρισε «τζέντλεμαν» έχει όλα τα στοιχεία της χολιγουντιανής υπερπαραγωγής. Ο Πιπίνο κατάφερε να επιβιώσει στα σκοτεινά νερά του βιεννέζικου συνδικάτου εγκλήματος χωρίς να διαταράξει ποτέ τις εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ αστυνομίας, Μαφίας και οικονομικής ελίτ, ακόμα και όταν εκτέλεσε το περιβόητο χτύπημά του σε ένα από τα δημοφιλέστερα τουριστικά αξιοθέατα της πόλης! Ο Πιπίνο ποτέ δεν ήταν παραδοσιακός κλέφτης, καθώς τα εγκλήματά του είχαν πάντα κοινωνικό συμβολισμό, λειτουργώντας σαν αλογόμυγα λες μιας αριστοκρατίας που τίποτα δεν φαινόταν να την ταράζει. Ο ληστής έργων τέχνης επέστρεφε μάλιστα συχνά πυκνά τα κλοπιμαία του πίσω, κάνοντας ανήκουστες συμφωνίες με την αστυνομία και την εισαγγελία με αντάλλαγμα, ας πούμε, μια θέση για το σκάφος του κοντά στο διαμέρισμά του! Σημείο κλειδί στη διαπρεπή εγκληματική του καριέρα αποτέλεσε όταν ως εξπέρ στις κλοπές έργων τέχνης επιστρατεύτηκε από την τοπική Μαφία (τη Mala del Brenta), μπαίνοντας σε μια άγνωστη για τον ίδιο περιοχή. Ο Πιπίνο απεχθανόταν τη βία και τα όπλα και δούλευε πάντα μόνος, όπως το 1991 για παράδειγμα, όταν εκτέλεσε άψογα την πλέον διαβόητη ληστεία που έχει λάβει χώρα στη Βενετία και άρπαξε τον πίνακα-σύμβολο της πόλης από το ίδιο το Παλάτι των Δόγηδων! Ο Πιπίνο έκλεψε το αριστούργημα του 16ου αιώνα που λειτουργούσε ως υπόμνηση στη θεϊκή δύναμη των αριστοκρατών και δεν είχε κανένα πρόβλημα να επιστρέψει τον δημοτικό αυτό θησαυρό, διατηρώντας τις αγαστές του σχέσεις τόσο με τον νόμο όσο και τον υπόκοσμο. Οι Αρχές θεώρησαν βέβαια πως το είχε παρατραβήξει, ειδικά εξαιτίας του γεγονότος ότι την ώρα που ξαλάφρωνε το Παλάτι, τα φιλαράκια του οι γκάγκστερ έκλεβαν ένα ιστορικό θρησκευτικό κειμήλιο από τη γειτονική Πάδοβα. Ο Πιπίνο είχε παραδώσει τον πίνακα στη Μαφία, από την οποία έπρεπε τώρα να τον κλέψει για να τον επιστρέψει και πάλι στο Παλάτι. Αφού παραχάραξε ένα αντίγραφο, έκλεψε και τη Μαφία για να αποκαταστήσει την τάξη και μέσα σε έναν μήνα οι περιπέτειες του έργου «Madonna con Bambini» είχαν τελειώσει! Η μοντέρνα εκδοχή του κλασικού ληστή-τζέντλεμαν είχε γεννηθεί και ο Πιπίνο έχει πολλά στο ενεργητικό του που δείχνουν το ποιον του. Αρνούνταν, για παράδειγμα, να κλέψει χαλασμένα ρολόγια ή άλλα αντικείμενα που χρειάζονταν επιδιόρθωση για να μη βάλει σε κίνδυνο την υπόληψη του τεχνίτη που θα τα έφτιαχνε. Μέγας εραστής της πόλης του, ο Πιπίνο φρόντιζε πάνω και πέρα απ’ όλα να διασφαλίζει το γεγονός ότι τα έργα τέχνης που έκλεβε δεν θα έφευγαν ποτέ από τη Βενετία. Γι’ αυτό και τα πουλούσε πίσω αποκλειστικά στους ιδιοκτήτες τους, παίρνοντας μια γενναία αμοιβή ως λύτρα για την απαγωγή του έργου. Για κλέφτης, ήταν ιδιαιτέρως ηθικό στοιχείο και καθαρός στις δουλειές του. Δεν εκβίασε ποτέ, δεν χρησιμοποίησε ίχνος βίας και έκανε πάντα τις διαρρήξεις του με το γάντι, επιφέροντας όσο το δυνατόν μικρότερη αναστάτωση στον χώρο. Όταν ήθελε να αδειάσει κάποιο βάζο για να δει μήπως κρυβόταν κάνα χρυσό εντός του, έχυνε το περιεχόμενό του πάνω σε χαρτί ή πετσέτες και όχι στα πατώματα και τους πάγκους της οικίας. Η ζωή στον υπόκοσμο μόνο καθαρή δεν είναι όμως και η φήμη του θα τον προλάβαινε τελικά. Ο άνθρωπος που ευθύνεται για περισσότερες από 3.000 κλοπές σε μουσεία, γκαλερί, τράπεζες και ιδιωτικές συλλογές, 50 ληστείες σε κοσμηματοπωλεία και μερικούς τόνους κλεμμένου χρυσού στα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης καταδικάστηκε κάπου 15 φορές για τα εγκλήματά του και πέρασε 25 χρόνια στη φυλακή, όπου και βρίσκεται σήμερα. Όπως το λέει και ο ίδιος καλύτερα, είναι προορισμένος να πεθάνει σε κελί…
Πρώτα χρόνια
Ο Βιντσέντσο Πιπίνο γεννιέται στις 22 Ιουλίου 1943 ως το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά ενός τιμονιέρη φέρι-μπόουτ, το πενιχρό εισόδημα του οποίου έφτανε δεν έφτανε για να μεγαλώσει τη φαμίλια του. Ο μικρός Πιπίνο μεγαλώνει με τον αδερφό του Αλφρέντο, με τον οποίο μπλέκονται συνεχώς σε περιπέτειες. Η ανέχεια και η φτώχεια της φαμίλιας στην ισοπεδωμένη από τον πόλεμο Ιταλία αναγκάζει τον μικρό να καταφεύγει σε μικροκλοπές για να τρέφεται σωστά. Πρώτη δουλειά, να αρπάζει γλυκά και κρουασάν από τα τραπέζια των πολυτελών καφέ της Πλατείας του Αγίου Μάρκου. Οι αστυνομικοί κυνηγούσαν συχνά το οχτάχρονο αγόρι κι αυτό απολάμβανε ιδιαιτέρως το κρυφτοκυνηγητό με τον νόμο. Ο μικρότερος Αλφρέντο μαγεύτηκε από έναν ταχυδακτυλουργό και αποφάσισε να γίνει ξεφτέρι στην τέχνη, την ίδια ώρα που ο Πιπίνο έμοιαζε μαγεμένος από τον υπόκοσμο και τον άνομο τρόπο με τον οποίο έβγαζε τα προς το ζην. Ο Αλφρέντο θαύμαζε τον αδερφό του για την ικανότητα να αρπάζει πράγματα και να εξαφανίζεται, αν και δεν ενέκρινε τα πεπραγμένα του. «Εγώ γεννήθηκα να γίνω ταχυδακτυλουργός», έλεγε ο μικρός, «ο Βιντσέντσο γεννήθηκε να γίνει κλέφτης». Σταδιακά, ο Πιπίνο έγινε ξεφτέρι στην αναρρίχηση και λεγόταν πως κανένα παράθυρο δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Άσος στην αναρρίχηση αναγκάστηκε να γίνει εξαιτίας ενός τεχνάσματος της μητέρας του, η οποία για να κρατήσει το 13χρονο αγόρι στο σπίτι τα βράδια σκαρφίστηκε μια ιστορία με ένα γυναικείο φάντασμα που στοίχειωνε τα σκαλιά της οικοδομής και έτρωγε τα παιδάκια. Κι έτσι ο μικρός έμαθε να σκαρφαλώνει την πρόσοψη του κτιρίου και να τρυπώνει στο σπίτι του από το παράθυρο, καθώς φοβόταν να μπει στο κλιμακοστάσιο μέσα στο σκοτάδι!
Ο πιο ταλαντούχος κλέφτης της Βενετίας
Ο μικρός εξελίχθηκε στο έγκλημα και ανέπτυξε τον δικό του αξιοπρεπή τρόπο να ξαλαφρώνει τους συμπολίτες του. Δεν ενοχλούσε ποτέ την ιδιωτικότητα της ζωής των θυμάτων του, αρπάζοντας μόνο αυτά για τα οποία είχε έρθει: ασημικά, τιμαλφή, έργα τέχνης αλλά και τη διαχρονική του αγάπη, το κασμίρ! Όταν έβρισκε γυμνές φωτογραφίες ή άλλα ευαίσθητα ντοκουμέντα δεν τα πείραζε ποτέ, καθώς ούτε οι εκβιασμοί ούτε να τρυπώνει στις ζωές των άλλων τον ενδιέφεραν ποτέ. Ο σκληροπυρηνικός κώδικας ηθικής του τον ανάγκαζε να δουλεύει μόνος ή με μια μικρή ομάδα μόνιμων συνεργατών που σέβονταν τον τρόπο του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη δράση του κόμισε αργότερα χρόνιος συνεργάτης του στο έγκλημα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο Πιπίνο έκλεβε μόνο ωραία αντικείμενα του γούστου του. Θυμόταν πως είχαν βρει κάποτε μια χρυσή πένα που ο Βιντσέντσο τον ανάγκασε να μην κλέψει γιατί «είναι άσχημη. Είναι αποτρόπαια»! Ο Πιπίνο κατάφερε το αδιανόητο για ληστή: να τον σέβονται όλοι, τόσο ο βενετσιάνικος υπόκοσμος όσο και η αντίπερα όχθη του νόμου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Αστυνομία της Βενετίας τον θεωρούσε ως τον καλύτερο κλέφτη της σύγχρονης ιστορίας της, καθώς είχε ήδη στις πλάτες του τρεις δεκαετίες γεμάτες με θρασύτατες, αν και εντελώς ιδιοσυγκρασιακές, κλοπές και ληστείες. Οι Αρχές ήξεραν ότι ο Πιπίνο έκλεβε έργα τέχνης και ασημικά από τη βενετσιάνικη αριστοκρατία, διαθέτοντας ένα πολύ καλό αισθητήριο γούστου και αξίας. Μπορούσε να περιηγηθεί σε μια έπαυλη γεμάτη από θησαυρούς και να διαλέξει τους ομορφότερους και πιο ακριβούς. Ήταν όμως και το άλλο, το πώς του άρεζε να παίζει με τους ανθρώπους και τις προσδοκίες τους. Ενδεικτικό εδώ είναι το πάθημα του χολιγουντιανού αστέρα Κάρι Γκραντ στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο ηθοποιός βρέθηκε στη Βενετία για τις ανάγκες της νέας του ταινίας, στην οποία ενσάρκωνε έναν από τους γνωστότερους κλέφτες της κινηματογραφικής ιστορίας. Ο Πιπίνο τον ακολουθούσε πιστά και τον έκλεψε τελικά την ώρα που κοιμόταν στο ξενοδοχείο του! Αυτά του τα καμώματα αλλά και η αξιοζήλευτη λεία των κλοπών του, όπως στην υπόθεση του Προξενείου της Ελβετίας αλλά και στην απάτη σε βάρος του Καζίνο της Βενετίας, τον μετέτρεψαν σε τοπικό θρύλο. Οι βενετσιάνοι αριστοκράτες κοκορεύονταν πια ότι τους είχε κλέψει ο Πιπίνο, το παροιμιώδες καλό γούστο του οποίου λειτουργούσε ως επιβεβαίωση του δικού τους γούστου. Το να σε κλέψει ο Βιντσέντσο, έλεγαν με καμάρι, ήταν παράσημο τιμής για τα πλούτη και την πολυτέλειά σου. Η αστυνομία κανόνιζε συνήθως μια «συμφωνία» για να παίρνει τα έργα πίσω, κι έτσι ήταν όλοι ευτυχισμένοι: οι αστυνομικοί έμοιαζαν ήρωες, οι μεγαλοαστοί περηφανεύονταν πως τους είχε κλέψει ο αστέρας των διαρρήξεων και ο ίδιος έβγαζε μια χαρά τα προς το ζην. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το γεγονός ότι ένας από τους πιο στενούς του φίλους ήταν ο αστυνομικός επιθεωρητής Παλμόζι, με τον οποίο διατηρούσαν αμοιβαίο σεβασμό. Ο αστυνομικός τον ρωτούσε αν ήξερε κάτι για τη νέα πολύκροτη διάρρηξη της πόλης, ο Πιπίνο έκανε τον ανήξερο και ο Παλμόζι αντιγύριζε μετά ότι καλό θα ήταν ένα από τα κλοπιμαία (ή και όλα, κατά περίπτωση) να επιστραφούν στον ιδιοκτήτη τους. Ο Πιπίνο διατύπωνε κατόπιν την παραγγελιά του με τη μορφή παραπόνου, όπως ας πούμε για το πόσο δύσκολο ήταν να παρκάρει το σκάφος του κοντά στο σπίτι του, και η συμφωνία έκλεινε! Όπως είπαμε, ο Πιπίνο έκλεβε πάντα έργα από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές που ήξερε πως θα τα αγόραζαν πίσω. Το 1992 τον προσέλαβε κάποιος για να του κλέψει έναν πίνακα του Μπελίνι από βενετσιάνικη πινακοθήκη. Κατά τη διάρκεια της ληστείας, ο συνεργός του του εκμυστηρεύτηκε ότι ο εντολέας τους ήταν ο Αρκάν, ο διαβόητος σέρβος πολέμαρχος Ζέλικο Ρασνάτοβιτς! Σίγουρος ότι ο Αρκάν δεν θα επέστρεφε τα κλοπιμαία στο μουσείο, ο Πιπίνο εγκατέλειψε τη δουλειά και πήρε τηλέφωνο την αστυνομία!
Η Μαφία, πάντα αυτή η Μαφία
Η καθοριστική στιγμή για την πτώση του Πιπίνο ήρθε όταν τον επιστράτευσε η Μαφία, με τον γνώριμο τρόπο της που «όχι» δεν χωρά, να τη βοηθήσει σε μια ένοπλη ληστεία σε μουσείο υποδεικνύοντας στους γκάγκστερ ποιους πίνακες έπρεπε να αρπάξουν. Ο Πιπίνο ήξερε ότι η επιχείρηση θα ήταν φιάσκο: μια ομάδα ενόπλων που εισβάλουν σε ανοιχτό μουσείο κλέβοντας έργα τέχνης και τρομοκρατώντας τους τουρίστες δεν θα έμενε χωρίς απάντηση και θα του χαλούσε την εύθραυστη ισορροπία του με την αστυνομία και τους εμπόρους τέχνης. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί στον «νονό» Φελίτσε Μανιέρο, ο οποίος τον είχε αφήσει τόσα χρόνια ήσυχο. Αντ’ αυτού, πρότεινε στη Μαφία να κλέψει μόνος του τους πίνακες για να γλιτώσει το καλό του όνομα. «Και τι θα κλέψεις;», τον ρώτησε ο μεσάζοντας. «Διάβασε τις αυριανές εφημερίδες», του απάντησε ο Βιντσέντσο.
Η ληστεία της ζωής του
Στις 9 Οκτωβρίου 1991, ο Πιπίνο ήταν στην ουρά με τους τουρίστες για να μπει στο Παλάτι του Δόγη, το σύμβολο της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας που πλέον είναι μουσείο και ένα από τα γνωστότερα αξιοθέατα της πόλης των καναλιών. Ο Πιπίνο ακολούθησε τις ορδές των τουριστών και κρύφτηκε σε μια αίθουσα που λειτουργούσε παλιότερα ως φυλακές (πάνω από τη Γέφυρα των Στεναγμών). Εκεί παρέμεινε μέχρι να κλείσουν οι πύλες του Παλατιού, αν και δεν ένιωθε καθόλου καλά που ήταν αναγκασμένος να κλέψει έργο τέχνης από το σύμβολο της πόλης του και για λογαριασμό μάλιστα του διαβόητου τοπικού «νονού». Αφού χρονομέτρησε και τους γύρους των φρουρών, ήξερε τώρα ότι είχε στη διάθεσή του 45 λεπτά μέχρι να ξαναπεράσει η περιπολία. Στις 2:00 τη νύχτα βγήκε από τα κελιά και βρέθηκε ξανά στους χώρους του Παλατιού,πηγαίνοντας κατευθείαν στην «Παναγία και το Βρέφος», το αριστούργημα του 16ου αιώνα από τη Σχολή Βιβαρίνι που λειτουργούσε εδώ και αιώνες ως σύμβολο της θεόπνευστης εξουσίας των δόγηδων αλλά και του ίδιου του βενετσιάνικου κράτους. Ο Πιπίνο περιέγραψε λεπτομερώς στο σχετικό βιβλίο του 2010 πώς εκτέλεσε τη δουλειά. Ήταν άψογη σε όλη της την εξέλιξη. Σύντομα βρισκόταν εκτός Παλατιού, παραβιάζοντας μια βοηθητική πόρτα. Την επόμενη μέρα η πόλη ήταν ανάστατη: η «Madonna col Bambino» έλειπε! Ο Παλμόζι, επικεφαλής των αστυνομικών ερευνών, αναγνώρισε αμέσως τη σφραγίδα της άριστης δουλειάς, καθώς κανένα αποδεικτικό δεν ανασύρθηκε από τον τόπο του εγκλήματος. Ο κλέφτης πήρε μόνο έναν πίνακα και ο αστυνομικός διέκρινε το εκλεπτυσμένο γούστο του κακοποιού. Όταν η Σήμανση ανακάλυψε ένα αποτύπωμα παπουτσιού, ο Παλμόζι δεν έχασε τον καιρό του: «Πάτε να τον συλλάβετε», είπε στους βοηθούς του, «και πάρτε μαζί σας τα παπούτσια του». Κάποιος μίλησε όμως στον Τύπο και οι πρωινές εφημερίδες έγραφαν για το αποδεικτικό. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί στο σπίτι του Πιπίνο, τον βρήκαν ξυπόλητο και αδειανή όλη του την παπουτσοθήκη! Ο Πιπίνο διάβασε όμως στην εφημερίδα και για τη δεύτερη κλοπή που είχε λάβει χώρα την προηγούμενη μέρα, όταν ένοπλοι άντρες εισέβαλαν σε εκκλησία της Πάδοβας και έκλεψαν ένα θρησκευτικό κειμήλιο ανυπολόγιστης αξίας. Όλοι ήξεραν ότι ήταν έργο της Μαφίας και του Μανιέρο, ο οποίος ήταν σε πόλεμο με την αστυνομία και ήθελε να έχει διαπραγματευτικά χαρτιά. Ο Βιντσέντσο κατάλαβε ότι αυτή τη φορά δεν θα την έβγαζε καθαρή. Κι έτσι καθησύχασε τον Παλμόζι ότι μέσα σε 20 μέρες ο πίνακας θα ήταν και πάλι στη θέση του. Παρά το γεγονός ότι η «Παναγία και το Βρέφος» βρισκόταν ήδη στην κατοχή του αρχιγκάγκστερ! Οι αναφορές ποικίλουν για τον τρόπο με τον οποίο ανέσυρε ο κλέφτης το έργο τέχνης από τα τόσα κρησφύγετα της Μαφίας. Ο Πιπίνο ισχυρίζεται ότι δεν έκλεψε αυτός τον πίνακα από τον Μανιέρο, καθώς μια τέτοια δήλωση θα ισοδυναμούσε με τη θανατική του καταδίκη. Γι’ αυτό και παραχάραξε το διαβατήριό του ώστε να φαίνεται ότι τις επόμενες 20 μέρες τις πέρασε στις Σεϋχέλλες! Η Αστυνομία της Βενετίας εμφανίζεται πάντως σίγουρη ότι ο Πιπίνο ήταν ο δράστης και της δεύτερης κλοπής του πίνακα…
Καλός κλέφτης και μόνο αυτό
Ο Πιπίνο εκτίει σήμερα το υπόλοιπο της ποινής των 11 ετών που έφαγε τον Μάρτιο του 2013 για μια περίεργη υπόθεση διακίνησης κοκαΐνης. Πρωτύτερα είχε καταδικαστεί για την εμπλοκή του σε κύκλωμα απάτης με πλαστές πιστωτικές κάρτες και μέχρι σήμερα έχει περάσει περισσότερα από 25 χρόνια πίσω από τα κάγκελα, μπαινοβγαίνοντας στη στενή σε πολλές ιταλικές πόλεις αλλά και αλλού. Από φυλακές της Ελβετίας είχε αποδράσει μάλιστα παλιότερα. Όπως είπε εύγλωττα, «είμαι καλός κλέφτης, όχι όμως και βαποράκι ή απατεώνας». Πλέον προπονεί την ομάδα μπάσκετ της φυλακής του, εκδίδει τη σατιρική εφημεριδούλα των τροφίμων και συνεχίζει να φορά τα εξαίσια κασμιρένια πουλόβερ του. Ο Μανιέρο μπήκε σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων το 1995 και πλέον βοηθά τις Αρχές να γκρεμίσουν το ζοφερό οικοδόμημα που ο ίδιος είχε φτιάξει. Στις 7 Νοεμβρίου 1991, η Αστυνομία της Βενετίας ανακοίνωσε ότι ο πίνακας είχε επιστραφεί μυστηριωδώς. Ο ίδιος ο Μανιέρο, σε μια κίνηση καλής θελήσεως, έδωσε τον πίνακα πίσω λίγο αργότερα, αν και ο δικός του χαρακτηρίστηκε πλαστός! Όλοι ήξεραν ότι και πάλι ο Πιπίνο είχε βάλει το χέρι του. Ο κακοποιός συνέχισε να κλέβει έργα τέχνης μετά τη διαβόητη υπόθεση του Παλατιού των Δόγηδων και ο Παλμόζι δεν σταμάτησε να τον κυνηγά, όπως ακριβώς ήθελε τη ρουτίνα της καθημερινότητάς του ο Βιντσέντσο. Όσες φορές τον έπιασαν μετά το 1991, ήταν πάντα για άλλες εγκληματικές υποθέσεις. Η αυτοβιογραφία του «Rubare ai ricchi non è peccato» («Να κλέβεις τους πλούσιους δεν είναι αμαρτία») έφερε στο εξώφυλλό της έναν πίνακα του Καναλέτο, τον οποίο είχε κλέψει ο Πιπίνο το 1998… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr