Ο Ζέλικο Ρασνάτοβιτς έδειξε το ποιόν του από πολύ νωρίς, παίρνοντας πολλαπλές προαγωγές από έφηβος εγκληματίας σε μαφιόζο της Ευρώπης πριν μετατραπεί σε εθνικιστή χούλιγκαν και εγκληματία πολέμου τελικά. Ο σκοτεινός αρχηγός των παραστρατιωτικών ομάδων της Σερβίας και ηγέτης της διαβόητης Σερβικής Εθελοντικής Φρουράς προχώρησε με τους ζοφερούς «Τίγρεις» του σε εθνοκάθαρση πληθυσμών και γενοκτονίες σε Βοσνία, Κροατία και Κόσοβο, στο όνομα πάντα του σερβικού εθνικισμού. Μέχρι τότε βέβαια ο «νονός» Αρκάν είχε γίνει ζάπλουτος χάρη στις ληστείες τραπεζών, το λαθρεμπόριο, τη μαύρη αγορά και τις τόσες παράνομες δραστηριότητές του και φιγούραρε ως ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Γιουγκοσλαβίας, αν και τίποτα απ’ αυτά δεν προμήνυαν τη μετατροπή του αρχιμαφιόζου του κυκλώματος εκβιαστών και των νυχτερινών κέντρων της Γερμανίας στο ανηλεές τέρας του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Ταυτόχρονα με τη δράση των μαυροντυμένων μελών της παραστρατιωτικής ομάδας του «Τίγρεις του Αρκάν» στον πόλεμο της Βοσνίας και του Κοσσυφοπεδίου, ο βουλευτής Αρκάν (με το κόμμα του Σερβική Ενότητα) ζούσε τη μεγάλη ζωή με την ποπ σταρ γυναίκα του και τις υψηλόβαθμες διασυνδέσεις του με την ηγεσία και τις μυστικές υπηρεσίες, όντας στο απυρόβλητο όλων. Ήρωας πολέμου και σωστός θρύλος για τους Σέρβους, τους οποίους υπερασπίστηκε με τους μαύρους εθελοντές του στον πόλεμο της διάσπασης της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, και εγκληματίας πολέμου για τους Κροάτες και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έκανε ο Αρκάν στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, απ’ όπου ξεπήδησε ως ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της σκοτεινής αυτής περιόδου. Πλέον τον κυνηγούσε η Ιντερπόλ, καθώς εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψής του από το Ειδικό Δικαστήριο της Χάγης. Όταν έπεσε νεκρός στο Βελιγράδι στις 15 Ιανουαρίου 2000, η βιογραφία του με τη μετεωρική άνοδο και την ηχηρή του πτώση ενσάρκωνε την ίδια την ιστορία της γιουγκοσλαβικής κοινωνίας των τελευταίων 20 ετών. Οι «Τίγρεις» του εκτέλεσαν μια σειρά από τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα κατά της Βοσνίας, κι αυτό δυστυχώς θα ήταν ένα μόνο από τα εγκλήματα του διεθνούς κακοποιού Ζέλικο Ρασνάτοβιτς…
Πρώτα χρόνια
Ο Σέρβος Ζέλικο Ρασνάτοβιτς γεννιέται στις 17 Απριλίου 1952 σε μια μικρή πόλη της σλοβενικής μεθορίου ως ένα από τα τέσσερα παιδιά ενός παρασημοφορημένου πιλότου της γιουγκοσλαβικής Αεροπορίας, που είχε διακριθεί ιδιαιτέρως στον Β’ Παγκόσμιο με τις τάξεις των παρτιζάνων. Η οικογένεια ακολουθεί τις μεταθέσεις του Βέλικο στη Γιουγκοσλαβία και κάποια στιγμή εγκαθίσταται στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας, όπου και θα περάσει ένα καλό μέρος της παιδικής του ηλικίας ο Ζέλικο. Αργότερα η φαμίλια θα περάσει από μια σειρά σερβικές πόλεις και θα βρει τελικά το μόνιμο σπίτι της στο Βελιγράδι, την πόλη που θεωρούσε γενέτειρά του ο μαχητής Αρκάν. Εκεί θα ανδρωθεί μέσα στη σιδηρά πειθαρχία του πατέρα και τους συχνούς ξυλοδαρμούς του, όπως αποκάλυψε σε συνέντευξή του πριν εκλεγεί βουλευτής το 1992, κάνοντας όνειρα να γίνει κι αυτός πιλότος. Αντί για ιπτάμενος θα γίνει βέβαια ανήλικος κακοποιός, βουτώντας πορτοφόλια από περαστικούς και αναγκάζοντας τον Βέλικο να στραφεί στη μυστική αστυνομία για να απομακρύνουν τον 14χρονο γιο του από τον κακό δρόμο (1966). Τον στέλνει έτσι εσώκλειστο την επόμενη χρονιά, όταν βγήκε από το αναμορφωτήριο, σε ναυτική ακαδημία, αν και ο Ζέλικο έχει άλλα σχέδια: το σκάει για το Παρίσι, γίνεται κακοποιός πλήρους απασχόλησης και το 1969 οι γαλλικές αρχές τον στέλνουν πακέτο στη Γιουγκοσλαβία, όπου θα περάσει άλλα τρία χρόνια στη φυλακή για ένοπλες ληστείες. Βγαίνοντας το 1972, ο 20χρονος Ζέλικο θα οργώσει την Ευρώπη γινόμενος σύντομα βίος και πολιτεία. Με τη βοήθεια των γιουγκοσλαβικών μυστικών υπηρεσιών (ο πατέρας του ήταν καρδιακός φίλος του διοικητή τους Στάνε Ντόλαντς), ο «Αρκάν» πια (από το όνομα που πήρε σε ένα από τα τόσα πλαστά διαβατήριά του) εκτελεί ληστείες τραπεζών στη Δυτική Ευρώπη και συλλαμβάνεται τελικά στο Βέλγιο, όπου καταδικάστηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη. Αφού το σκάσει από τη φυλακή το 1979, συνεχίζει τη ληστρική επιδρομή του σε Σουηδία και Ολλανδία, όπου θα περάσει άλλα 2 χρόνια στη φυλακή (από τα 7 της ποινής του), καθώς με τη βοήθεια της μυστικής αστυνομίας της Γιουγκοσλαβίας δραπετεύει και πάλι! Μέσα σε δέκα χρόνια, από το 1975-1985 δηλαδή, το όνομα του Ζέλικο Ρασνάτοβιτς φιγουράρει πια στις λίστες της Ιντερπόλ ως ο πλέον καταζητούμενος γιουγκοσλάβος μαφιόζος, με τον τεράστιο φάκελό του να περιλαμβάνει ληστείες τραπεζών, απάτες και εκβιασμούς, αλλά και φοροδιαφυγή και ξέπλυμα μαύρου χρήματος σε κυκλώματα εμπορίας λευκής σαρκός και ναρκωτικών. Το πέρασμά του από τις φυλακές της Σουηδίας και της Γερμανίας θα είναι ένα μικρό μόνο μέρος της πλούσιας εγκληματικής του δράσης, απ’ όπου θα ξεπηδήσει ως ένα ιδιαιτέρως μοχθηρό αφεντικό του υποκόσμου, με έφεση στις αιμοβόρες τιμωρίες αλλά και τον πολυτελέστατο τρόπο ζωής. Πριν το 1980, είχε ήδη δύο γάμους στο ενεργητικό του και περίπου 8 παιδιά (νόμιμα και μη αναγνωρισμένα). Ήταν ωστόσο η αρχή της πτώσης της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο που θα αποδεικνυόταν η πιο επικερδής περίοδος της ζωής του, όταν θα αναλάβει έναν ακόμα ρόλο: ηγέτης των ακροδεξιών παραστρατιωτικών του Βελιγραδίου, του κύκλου δηλαδή εκείνου που ονειρευόταν την εθνοκάθαρση της Γιουγκοσλαβίας…
Ο άρχων του πολέμου
Το 1982 εντάχθηκε επισήμως στις τάξεις των μυστικών υπηρεσιών της Γιουγκοσλαβίας, που είχαν ήδη περιέλθει στα χέρια του ακραίου σερβικού εξτρεμισμού, και αναλαμβάνει συμβόλαια θανάτου για γιουγκοσλάβους αντιφρονούντες που είχαν αυτοεξοριστεί στην Ευρώπη και κυρίως τη Γερμανία. Πράγμα εύκολο για τον ίδιο, καθώς οι διασυνδέσεις του με τη μαφία της Ευρώπης ως «νονός» του γιουγκοσλαβικού παραρτήματος δεν μπορούσαν να κρυφτούν. Οι αναφορές θέλουν τον ίδιο να λειτουργεί ως εκτελεστής των μυστικών υπηρεσιών καθώς ήταν ιδιαιτέρως καλός στο να ξετρυπώνει τους αντιφρονούντες εμιγκρέδες. Ο ρόλος που τον εκτόξευσε στην κορυφή και τον έκανε να φαντάζει εθνικός ήρωας ήταν στα χρόνια του εμπορικού εμπάργκο της Γιουγκοσλαβίας, όταν ως μέγας λαθρέμπορος προμήθευε με πρώτες ύλες και αγαθά τον τοπικό εμπορικό μηχανισμό, δραστηριότητα που θα τον έκανε κυριολεκτικά πάμπλουτο. Το 1988 ένωσε τις δυνάμεις του με τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, τον κυριότερο εκφραστή του σερβικού εθνικισμού και κατοπινό πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας, προσφέροντάς του ένα φοβερό πακέτο: τη στρατολόγηση και εκπαίδευση παραστρατιωτικών ομάδων για την υπεράσπιση των σερβικών συμφερόντων μέχρις εσχάτων. Ήταν μετά το 1989 όταν ο Αρκάν θα μεταμορφωνόταν στον πλέον διαβόητο εγκληματία πολέμου στις ένοπλες περιπέτειες της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Το οικοδόμημα του Τίτο κατακρημνιζόταν γοργά (Κροατία το 1990, Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1991) και ο Αρκάν ανέλαβε να διαφυλάξει τον σέρβικο πατριωτισμό εξολοθρεύοντας όποιον στεκόταν στον δρόμο του. Οι «Τίγρεις του Αρκάν» έβαλαν σκοπό να δείξουν σε όλους ποιος ήταν το μεγάλο αφεντικό της Γιουγκοσλαβίας, διαπράττοντας θηριωδίες και φρικαλεότητες που δεν τις χωρά ο νους. Σύμφωνα με την αντίστοιχη έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η πρώτη «παρέμβαση» της παραστρατιωτικής σέχτας του Αρκάν στον Πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας έλαβε χώρα το 1991 στο Βούκοβαρ της Κροατίας, όταν οι 200 μαχητές του εισέβαλαν στο νοσοκομείο της ισοπεδωμένης πόλης και οδήγησαν 250 περίπου αμάχους στα δάση, όπου τους εκτέλεσαν μαζικά.
Την επομένη ο Αρκάν ήταν ασφαλής από τις συνέπειες στο Βελιγράδι, καθώς ετοιμαζόταν να ενταχθεί στη σερβική Βουλή του προέδρου Μιλόσεβιτς (κάτι που θα συνέβαινε πράγματι την επόμενη χρονιά!). Ταυτοχρόνως, συνεχίζει να μεταφέρει παρανόμως καύσιμα, σπάζοντας το εμπάργκο…
Ο χουλιγκανισμός ως παρακρατισμός
Το πώς έφτιαξε ο Αρκάν τον παραστρατιωτικό του θύλακα αξίζει ειδικής αναφοράς. Μέσω των υψηλών διασυνδέσεών του, είχε αναλάβει στη δεκαετία του 1980 ένα από τα οπαδικά κλαμπ του Ερυθρού Αστέρα στο Βελιγράδι, απ’ όπου στρατολόγησε τους καλύτερους χούλιγκαν στη Σερβική Εθελοντική Φρουρά του κι από κει στους «Τίγρεις του Αρκάν». Οι «Τίγρεις» έδρασαν για πρώτη φορά το 1991. Ο πανίσχυρος Αρκάν, όπως έγραψε η αθλητική εφημερίδα «Επιθεώρηση του Αστέρα»: «εκτιμήθηκε γιατί συμφιλίωσε ξανά μια μερίδα ανυπάκουων χούλιγκαν με τη διοίκηση του Αστέρα, έβαλε σε τάξη και αρμονία τις διάφορες αντιμαχόμενες ομάδες και ακόμη, κάτι πιο σημαντικό, γιατί κατάφερε να διαχωρίσει τις ενέργειες που αφορούσαν στην υποστήριξη της ομάδας από πολιτικά πάθη και συμφέροντα». Ο Αρκάν μεταμόρφωσε τους βίαιους οργανωμένους της ομάδας σε πραγματικούς μαχητές, παίρνοντας πάσα από τον αγώνα Διναμό Ζάγκρεμπ-Ερυθρού Αστέρα στις 13 Μαΐου 1990 στο Ζάγκρεμπ: «Στις 13 ήταν ο αγώνας», διηγήθηκε χρόνια αργότερα, «αμέσως μετά οργανωθήκαμε … Προέβλεψα τον πόλεμο ακριβώς μετά το τέλος εκείνου του αγώνα στο Ζάγκρεμπ, προέβλεψα τα πάντα και ήξερα πως το μαχαίρι των Ουστάσι θα άρχιζε να σφάζει γυναίκες και παιδιά της Σερβίας». Αυτός ο αγώνας έμελλε να είναι η πρώτη πράξη πολέμου μεταξύ Σέρβων και Κροατών, καθώς κάτω από τις διαταγές του Αρκάν, 3.000 οπαδοί του Αστέρα ταξίδεψαν στο Ζάγκρεμπ και συγκρούστηκαν για περισσότερο από μια ώρα με τους αντίπαλους Κροάτες μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Η εμπλοκή του Αρκάν με το ποδόσφαιρο δεν τελειώνει όμως εδώ: το 1998 όλος ο κόσμος είδε έκπληκτος τη νεοφώτιστη Όμπιλιτς του Αρκάν να κατακτά τον τίτλο του σερβικού πρωταθλήματος, αφήνοντας πίσω Παρτιζάν και Ερυθρό Αστέρα, καθώς ο πρόεδρος είχε τον τρόπο του να αποσπά τα αποτελέσματα που ήθελε, είτε με το καλό είτε με το κακό. Τα καμώματα του κακοποιού μέσα και έξω από τα γήπεδα έμειναν θρυλικά στο παραλειπόμενα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, καθώς ακόμα και συμβόλαιο θανάτου έφτασε να υπογράψει για τον πρόεδρο της UEFA, Λέναρτ Γιόχανσον, όταν ο τελευταίος απέκλεισε την Όμπιλιτς από τις διεθνείς διοργανώσεις!
Εγκλήματα πολέμου
Το περιστατικό στο Βούκοβαρ δεν ήταν παρά η αρχή μιας μακράς σειράς εθνοκαθάρσεων των σέρβου πατριώτη. Πέρα από τις νυχτερινές εκτοπίσεις των Κροατών από τα σπίτια τους για να ζήσουν εκεί σερβικές οικογένειες, μια πρακτική που γενίκευσε ο Αρκάν, υπήρχε και το ασύλληπτο σε έκταση πάρτι θανάτου που έκανε απερίσπαστος και με τις ευλογίες της ηγεσίας. Άλλοι 1.000 μουσουλμάνοι της Ανατολικής Βοσνίας εξοντώθηκαν ανηλεώς τον επόμενο χρόνο, αν και οι αναφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και στον ΟΗΕ μιλούν για θηριωδίες με το τσουβάλι. Στο εσωτερικό της Σερβίας όμως το πρωτοπαλίκαρο του Μιλόσεβιτς ήταν σωστός εθνικός ήρωας, ειδικά στις τάξεις των εθνικιστών, και ο πρόεδρος τον αντάμειψε με μια εκστρατεία για την καλύτερη δημόσια εικόνα του. Η αιματοβαμμένη δράση του Αρκάν δεν θα τέλειωνε ωστόσο εδώ, καθώς μετά το σύμφωνο ειρήνης Σέρβων και Κροατών θα γινόταν για άλλη μια φορά πρωτοσέλιδο προσφέροντας τώρα τις υπηρεσίες του στον Ράντοβαν Κάραζιτς. Περίπου ένα εκατομμύριο βόσνιοι μουσουλμάνοι ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους χάρη στην έκνομη δράση του Αρκάν και εκατοντάδες συνάντησαν τον άδικο θάνατο από τα τάγματα θανάτου του στο Σαράγεβο, τη Μόσταρ και αλλού. Το 1995, για παράδειγμα, δεν γλίτωσαν ούτε τα μωρά των 200 βόσνιων εκτελεσθέντων στην Μπάντζα Λούκα. Ο βουλευτής του σερβικού κοινοβουλίου το 1992 ίδρυσε την επόμενη χρονιά το ακραία εθνικιστικό κόμμα της Σερβικής Ενότητας, συνεχίζοντας κανονικά τις μαφιόζικες μπίζνες του σε όλη την Ευρώπη. Ο αμερικανός ειδικός μεσολαβητής Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ ρώτησε άλλοτε τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς γιατί δεν έκανε κάτι για να σταματήσει το ανατριχιαστικό πρωτοπαλίκαρό του και πήρε την αποστομωτική απάντηση του πρώην προέδρου: «Τον φοβάμαι»! Ο Αρκάν, με τις κυβερνητικές ευλογίες και τη μυστική παρακρατική δράση, είχε συγκεντρώσει όλο το οργανωμένο έγκλημα στα χέρια του και είχε τους κακόφημους «Τίγρεις» του να κλείνουν στόματα και να επηρεάζουν συνειδήσεις. Συνεχίζοντας κανονικά τη ζωή του ως εγκληματίας πολέμου, παντρεύτηκε το 1996 την πιο προβεβλημένη ποπ αοιδό της χώρας, Τσέτσα, αν και έλαβε ως γαμήλιο δώρο την κλήτευση από το Διεθνές Δικαστήριο που τον κατηγορούσε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (1997). Την ώρα που γίνονταν βέβαια αυτά, οι «Τίγρεις» του δρούσαν τώρα ανεξέλεγκτοι στο Κόσοβο συνεχίζοντας τις εκτοπίσεις, τις εκτελέσεις και τους μαζικούς τάφους των αλβανών αυτή τη φορά εχθρών. Άλλη μια εθνοκάθαρση έφερε τη σφραγίδα του Αρκάν, καθώς περισσότεροι από 30.000 αλβανοί κοσοβάροι κατέφυγαν στα Σκόπια το 1998…
Η δολοφονία
Μέσω των σχέσεών του με τις μυστικές υπηρεσίες και το οργανωμένο έγκλημα, ο Αρκάν ζούσε ανενόχλητος στο Βελιγράδι παρά το διεθνές ένταλμα για τη σύλληψή του. Όταν ωστόσο τα «έσπασε» με τον Μιλόσεβιτς αποκαλώντας τον δημοσίως «προδότη» και το ΝΑΤΟ παρενέβη στο Βελιγράδι, η παντοκρατορία του κόντεψε να γκρεμιστεί, αν και φάνηκε πως αυτός ήταν ο πραγματικός κινητήριος μοχλός της χώρας: «άρχων του τρόμου» και «αφέντη της Γιουγκοσλαβίας» αποκαλούσαν τον πανίσχυρο και ζάμπλουτο Αρκάν φίλοι και εχθροί.
Ο ίδιος έμοιαζε στο απυρόβλητο και ακόμα και σήμερα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ποιος υπέγραψε το συμβόλαιο θανάτου του. Ήταν αντίπαλη μαφία; Παρακρατικοί; Μυστικοί πράκτορες άλλων κυβερνήσεων; Παλιοί του συνεργάτες; Πολλές θεωρίες έχουν προταθεί, αν και η δολοφονία του παραμένει ακόμα αντικείμενο ιστορικής έριδας. Στις 15 Ιανουαρίου 2000, την ώρα που βρισκόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου του στο Βελιγράδι καταμεσής της προσωπικής του φρουράς, δέχτηκε τρεις σφαίρες στο κεφάλι και πέθανε μέσα στο ασθενοφόρο. Ο αιμοσταγής φονιάς της γιουγκοσλαβικής ιστορίας ενδέχεται να υπέκυψε στο παρακράτος που ο ίδιος εξέθρεψε και γιγάντωσε… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr