Κλασικό ρεπερτόριο, σύγχρονοι ρόλοι, αρχαίο δράμα, επιθεώρηση, μιούζικαλ, αν και η σπουδαία διαδρομή της Μάρθας Βούρτση σφραγίστηκε από την εικόνα της πονεμένης και προδομένης στα δακρύβρεχτα δράματα του ελληνικού σινεμά. Η κινηματογραφική βασίλισσα του δράματος που τόσο σπαραξικάρδια έκανε το ελληνικό κοινό να μπήγει το λυτρωτικό κλάμα ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από την εικόνα της στο σελιλόιντ. Η πολύχρονη και πολυεπίπεδη καριέρα της στο σανίδι επισκιάστηκε από τα σπαρακτικά μελό που της έδιναν να παίξει, πλάι στον Νίκο Ξανθόπουλο και άλλους πρωταγωνιστές της εποχής, αφήνοντας παρακαταθήκη στη γλώσσα μας το «Μάρθα Βούρτση» ως συνώνυμο του κλαψιάρη και πονεμένου! Η Βούρτση ξεχώρισε όμως και στην κωμωδία (όπως στα φοβερά «Κίτρινα Γάντια» του 1960), την ίδια ώρα που η υπέροχη φωνή της θα τη φέρει και στην επικράτεια του πενταγράμμου, ακολουθώντας τα βήματα του μαέστρου πατέρα της και συνιδρυτή της Λυρικής Σκηνής. Πλατύτερα γνωστή θα γίνει βέβαια από τη σωρεία των δραματικών φιλμ που την άφησαν σύμβολο του ελληνικού σινεμά, καθώς ο χαρακτήρας της πονεμένης γυναίκας που της επέβαλε το σελιλόιντ δεν την εγκατέλειψε ποτέ, παρά το σπουδαίο υποκριτικό της ταλέντο. Η Βούρτση πήρε μέρος σε περισσότερες από 50 εμπορικές ταινίες και έγινε μια από τις δημοφιλέστερες πρωταγωνίστριες της εποχής, διατηρώντας μια ιδιαίτερη σχέση με τα λαϊκά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Ανήκει δικαιωματικά στο πάνθεο του ελληνικού κινηματογράφου ως ένας από τους πιο αυθεντικούς μύθους του…
Πρώτα χρόνια
Υποκριτική καριέρα
Πολλά ντουέτα του πενταγράμμου έγιναν μάλιστα με τον αγαπημένο παρτενέρ της, Νίκο Ξανθόπουλο…
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Βούρτση λαμβάνει επίσης χώρα νωρίς στην καριέρα της, καθώς ήδη από το 1959 θα κοσμεί τη μεγάλη μας οθόνη. Πρώτη δουλειά, «Ο Μαγκούφης», ενώ από την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει τη συνεργασία με τη Φίνος Φιλμ που θα τη φέρει στα μοναδικά «Κίτρινα Γάντια»!
Χαρακτηριστικές στιγμές της τυποποιημένης υποκριτικής της καριέρας λογίζονται τα φιλμ «Είμαι μια δυστυχισμένη», «Κάθε καημός και δάκρυ», «Περιφρόνα με γλυκιά μου», «Εξιλέωση», «Το φυλαχτό της μάνας» κ.ά. Έπαιξε βέβαια και κόντρα ρόλους σε τελείως διαφορετικού ύφους ταινίες, όπως «Τα κίτρινα γάντια» και «Ο σκληρός άνδρας», αν και αυτές υποχώρησαν στο εμπορικό εκτόπισμα των δακρύβρεχτων παραγωγών.
Μερίδα ταινιών που έπαιξε προβλήθηκαν μάλιστα εξαρχής στη β’ προβολή των κινηματογράφων προσυπογράφοντας το «φτηνό» της παραγωγής, αν και η ίδια διασωζόταν πάντα λόγω του ταλέντου της. Κι έτσι όχι μόνο κανείς δεν αμφισβήτησε ποτέ την καλλιτεχνική της ιδιοσυστασία, αλλά η Βούρτση κατάφερε να ξεπηδήσει ως μια από τις δημοφιλέστερες πρωταγωνίστριες της γενιάς της.
Τελευταία χρόνια