Σύζυγος του διεστραμμένου ναζιστή και διοικητή του κολαστηρίου Μπούχενλβαντ, Καρλ Ότο Κοχ, η Ίλσε κατάφερε να τον επισκιάσει σε όρους θηριωδίας, αχρειότητας και απανθρωπιάς, γινόμενη σύμβολο πελώριο της κτηνωδίας του Γ’ Ράιχ. Τα σαδιστικά της εγκλήματα και η δίψα της για πόνο και αίμα συνόψισαν τη ναζιστική διαστροφή και την πλήρη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, κάνοντάς τη να μοιάζει περισσότερο σε τέρας παρά σε ανθρώπινη ύπαρξη. Μεθυσμένη από την απόλυτη εξουσία του συζύγου της πάνω στους κρατουμένους του κολαστηρίου, η Ίλσε συνήθιζε να περιφέρεται στο στρατόπεδο γυμνή καβάλα στο άλογό της με ένα μαστίγιο, δελεάζοντας τους τροφίμους να την κοιτάξουν κι έτσι να προσυπογράψουν την πρόωρη θανατική τους καταδίκη, καθώς όποιος σήκωνε τα μάτια του πάνω της εκτελούνταν επιτόπου. Αν και τα πλέον διαβόητα εγκλήματά της, αν μπαίνουν στην πλάστιγγα οι θηριωδίες, ήταν η συλλογή της από τατουάζ: μόλις έβλεπε κάποιο που της κινούσε το ενδιαφέρον, έστελνε τον όμηρο στον θάλαμο αερίων για να βάλει στο χέρι το δέρμα του με το τατουάζ, σουβενίρ αποτρόπαιο της απαράμιλλης αχρειότητάς της. Η διεστραμμένη αγάπη της για το ανθρώπινο δέρμα θα την έφερνε μάλιστα μέχρι το σημείο να φτιάχνει λαμπατέρ, γάντια και καλύμματα βιβλίων από το μακάβριο αυτό υλικό. Τα φρικιαστικά εγκλήματα που αποδίδονταν στη «Σκύλα του Μπούχενβαλντ» θεωρήθηκαν μάλιστα μεταπολεμικά υπερβολικές φήμες των τροφίμων, αν και όταν ανακαλύφθηκαν αρκετά κειμήλια της απάνθρωπης συλλογής της (όπως τα συρρικνωμένα ανθρώπινα κρανία) όλοι κατάλαβαν τι ανθρωπόμορφο κτήνος ήταν η Ίλσε Κοχ. Τέτοιο θρασύδειλο κτήνος που όταν καταδικάστηκε τελικά, προτίμησε την αυτοκτονία από το να πληρώσει ισόβια για τα απάνθρωπα εγκλήματά της…
Πρώτα χρόνια
Η Μάργκαρετ Ίλσε Κόλερ γεννιέται στις 22 Σεπτεμβρίου 1906 στη Δρέσδη της Γερμανίας ως κόρη ενός αρχιεργάτη φάμπρικας. Για τα παιδικά της χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό και την ξαναβρίσκουμε στα 15 της, όταν φοιτά σε λογιστική σχολή και λίγο αργότερα πιάνει δουλειά σε λογιστικό γραφείο. Από τα μητρώα του ανερχόμενου ναζιστικού κόμματος μαθαίνουμε ότι η Ίλσα έσπευσε να ενταχθεί στις τάξεις του το 1932. Σε εκδήλωση της παράταξης θα γνωρίσει μέσω κοινών γνωστών το 1934 τον Καρλ Ότο Κοχ, ακολουθώντας τον στη γρήγορη αναρρίχησή του στην ιεραρχία του κόμματος. Όταν παντρεύτηκαν στις 29 Μαΐου 1937, ο Κοχ ήταν πια συνταγματάρχης των SS και διοικητής σε ένα από τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών αντιφρονούντων και εχθρών του καθεστώτος έξω από το Βερολίνο. Η Ίλσε θα αφήσει αμέσως τη δουλειά της για να βοηθήσει τον σύζυγό της στη διοίκηση του στρατοπέδου ως προσωπική του γραμματέας. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ο Κοχ αναλαμβάνει τη διοίκηση του νεοϊδρυθέντος Μπούχενβαλντ κοντά στη Βαϊμάρη, όταν και θα πάρει υπόσταση το γυναικείο τέρας…
Η «Σκύλα του Μπούχενβαλντ»
Σύντομα η σύζυγος του διοικητή θα αποκτούσε τη ζοφερή της φήμη ως σαδίστρια και νυμφομανής, επιδεικνύοντας μια λυσσαλέα δίψα για αίμα και θάνατο. Τα πρώτα της καμώματα ήταν να υποχρεώνει τους ηλικιωμένους τροφίμους να επιδίδονται σε σωματικά εξαντλητικές και μάταιες εργασίες προς τέρψη των οφθαλμών της. Όταν το θύμα δεν πέθαινε από την κακουχία, τη χαριστική βολή την έδινε το πιστόλι κάποιου πρόθυμου πρωτοπαλίκαρού της. Κατόπιν άρχισε να περιφέρεται στο στρατόπεδο γυμνή πάνω στο άλογό της μαστιγώνοντας αλύπητα όποιον είχε την αναίδεια να κοιτάξει το σώμα της. Οι εκτελέσεις ήταν τώρα σε ημερήσια διάταξη, καθώς ο διοικητής Κοχ δεν χαλούσε χατίρι στην όμορφη σύζυγό του και μητέρα των παιδιών του. Και βέβαια υπήρχαν και τα μακάβρια και απάνθρωπα πειράματα του γιατρού του στρατοπέδου Έριχ Βάγκνερ για τη συσχέτιση δερματοστιξίας και εγκληματικότητας(!), στα οποία έσπευσε να βοηθήσει η Ίλσε. Εκείνη παρατηρούσε τα τατουάζ των νεοφερμένων και όταν κάποιο της γυάλιζε, διέταζε τον φόνο του κρατουμένου και την αφαίρεση του δέρματός του με το τατουάζ. Αν και δεν γίνονταν όλα για χάρη της αντιδεοντολογικής επιστήμης, καθώς στην προσωπική της συλλογή βρέθηκαν αμπαζούρ, γάντια και εξώφυλλα βιβλίων από ανθρώπινο δέρμα, ακόμα και ανθρώπινα κρανία. Τα ανατριχιαστικά εγκλήματα της αρρωστημένης ναζίστριας θα χρειάζονταν τόνους και τόνους μελανιού για να περιγραφούν, καθώς ο χαρακτηρισμός «Σκύλα του Μπούχενβαλντ» μόνο άδικος δεν ήταν. Το εγκληματικό ζευγάρι διοικούσε το στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης (μετά το 1943) όπως ήθελε. Χαρακτηριστική είναι η κατασκευή ενός κλειστού γυμναστηρίου το 1940 για την ατομική της προπόνηση και μόνο, το οποίο στοίχισε ένα υπέρογκο ποσό. Το πράγμα ξέφυγε από κάθε έννοια ελέγχου όταν η Ίλσε έμεινε μόνη στο Μπούχενβαλντ, καθώς το 1941 ο Καρλ στάλθηκε επικεφαλής του κολαστηρίου Μαϊντάνεκ στο Λούμπλιν της Πολωνίας. Τώρα τα φονικά καμώματά της έγιναν αλόγιστα, μετατρέποντας το κολαστήριο σε προσωπικό παιχνιδότοπό της. Η Ίλσε θα δικαιώσει πλήρως τον χαρακτηρισμό της «σκύλας» στα επόμενα δύο χρόνια, μέχρι τις 24 Αυγούστου 1943 δηλαδή, όταν τόσο ο σύζυγός της όσο και η ίδια συνελήφθησαν από τους ίδιους του ναζί για κατάχρηση εξουσίας και υπεξαίρεση. Ο επικεφαλής των SS στη Βαϊμάρη κατηγόρησε το εγκληματικό δίδυμο για παράνομο πλουτισμό, υπεξαίρεση κεφαλαίων, ακόμα και για προμελετημένους φόνους όσων γνώριζαν και ήταν έτοιμοι να καταθέσουν εναντίον τους. Το ζευγάρι και τα δύο τους παιδιά (το τρίτο πέθανε σε τρυφερή ηλικία) έχτισαν μια πολυτελέστατη έπαυλη μέσα στο Μπούχενβαλντ, αγόρασαν ένα πανάκριβο αυτοκίνητο και άνοιξαν τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία με τα χρήματα που απομυζούσαν από τους φυλακισμένους και αντί να τα δίνουν στα SS, τα κρατούσαν για πάρτη τους. Καταμεσής των κρατουμένων που πέθαιναν από την ασιτία και τα βασανιστήρια, οι Κοχ ζούσαν μέσα στη χλιδή, με το φαγητό και το αλκοόλ να ρέουν άφθονα. Ταυτοχρόνως υπήρχαν φήμες για όργια που διοργανώνονταν στην οικία τους αποκλειστικά για τους αξιωματούχους των SS. Κατηγορούμενοι τώρα για διαφθορά και αρπαγή κρατικών κονδυλίων, οι Κοχ πέρασαν από δίκη στο στρατοδικείο των SS στο Μόναχο. Εκείνος κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε τον Απρίλιο του 1945 στο στρατόπεδο που ήταν άλλοτε επικεφαλής, το Μπούχενβαλντ, ενώ η Ίλσε αθωώθηκε τελικά λόγω έλλειψης στοιχείων…
Οι δίκες και το τέλος
Αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, η Κοχ πήρε τα δυο της παιδιά και πήγε να ζήσει με συγγενείς σε προάστιο της Στουτγκάρδης, πιστεύοντας πως εκεί θα ήταν ασφαλής από τις διώξεις των Συμμάχων. Με τη φήμη της να προηγείται βέβαια, δεν θα περνούσε καιρός μέχρι να πέσει στα χέρια των Αμερικανών, οι οποίοι τη συνέλαβαν στις 30 Ιουνίου 1945. Η δίκη της ξεκίνησε στο κολαστήριο του Νταχάου το 1947 από αμερικανικό στρατοδικείο, από κοινού με άλλους 30 ναζί που συνδέονταν με τα ανατριχιαστικά χρονικά του Μπούχενβαλντ. Τα πρακτικά της δίκης σόκαραν τη γερμανική κοινή γνώμη και σύντομα ο παγκόσμιος Τύπος έβαλε να κάνει στα πέρατα του κόσμου γνωστή την αρρωστημένη φύση της «Σκύλας του Μπούχενβαλτ». Παρά τα μακάβρια σουβενίρ της που ανασύρθηκαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και τις τόσες μαρτυρίες των τροφίμων, το δικαστήριο δεν μπορούσε να αποδείξει την αναμφίβολη εμπλοκή της στο κατηγορητήριο, κι έτσι καταδικάστηκε απλώς ως συνεργάτης των ναζί στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης μάλιστα η έγκλειστη Ίλσε γέννησε άλλο ένα παιδί (Οκτώβριος του 1947), πιθανότατα καρπός ναζί συγκρατούμενού της, το οποίο δόθηκε αμέσως για υιοθεσία. Παρά το γεγονός ότι είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, η ποινή της μειώθηκε από επόμενο στρατοδικείο των ΗΠΑ και έχοντας ήδη εκτίσει την ποινή της μέχρι τον Οκτώβριο του 1949, έφυγε από τη φυλακή ως ελεύθερη και ωραία! Αυτό είχε να κάνει φυσικά με την έκρυθμη κατάσταση που δημιούργησε ο Ψυχρός Πόλεμος αλλά και τον κατευνασμό των υποψιών των Δυτικογερμανών για τις εξαντλητικές ποινές σε φερόμενους ναζί εγκληματίες. Η αποφυλάκισή της σήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη Δύση, αν και δεν θα έμενε πολύ έξω από τα κάγκελα να το χαρεί, καθώς την ίδια μέρα που απελευθερώθηκε (1η Οκτωβρίου) συνελήφθη από την κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας για τα εγκλήματά της κατά γερμανών πολιτών στην περίοδο του Μπούχενβαλντ. Στη δίκη που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1950 και κράτησε περισσότερο από εφτά εβδομάδες κατέθεσαν 250 κρατούμενοι, με την πλειονότητά τους να επιβεβαιώνουν το κατηγορητήριο. Η Ίλσε καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη τον Ιανουάριο του 1951, αν και δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει εφέσεις και εκκλήσεις σε διεθνή δικαστήρια.
Η Ίλσε Κοχ απαγχονίστηκε στο κελί της με τα σεντόνια του κρεβατιού της την 1η Σεπτεμβρίου 1967, όντας πια 60 ετών. Ο 20χρονος γιος της που γεννήθηκε μέσα στα κάγκελα το 1947 ήταν ο μόνος που την επισκεπτόταν στη φυλακή… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr