Ένα ήταν το ερώτημα που πλανιόταν για τη δράση του διαβόητου «ταχυδρομικού βομβιστή» που στράφηκε κατά της χώρας του όταν έπειτα από 17 χρόνια τρομοκρατικής δράσης έπεσε τελικά στα χέρια των Αρχών: αν ήταν απλώς ένας μοχθηρός ιδεολόγος ή μια ψυχή βασανισμένη. Η δολοφονική σταυροφορία του Κατσίνσκι απλώθηκε σε δύο σχεδόν δεκαετίες και κόστισε τη ζωή σε τρία άτομα, αφήνοντας άλλους 23 βαριά τραυματισμένους και ακρωτηριασμένους. Κι όλα αυτά γιατί ήθελε να κηρύξει την «επανάσταση ενάντια στο βιομηχανικό σύστημα». Ο αμερικανός εξτρεμιστής που παρέδιδε τις φονικές φουρνιές του με τα παγιδευμένα με εκρηκτικά δέματα σε καθηγητές πανεπιστημίου και στελέχη αεροπορικών πήρε το διαβόητο παρατσούκλι «Unabomber» από την ειδική ομάδα του FBI («Unabomb») που συστήθηκε για να τον φέρει ενώπιον του νόμου. Κι όλα αυτά από έναν λαμπρό νέο με ιδιοφυές μυαλό, που έγινε δεκτός στο Χάρβαρντ σε ηλικία 16 ετών και είχε μπροστά του μια ελπιδοφόρα ακαδημαϊκή καριέρα σε ένα από τα καλύτερα μαθηματικά τμήματα των ΗΠΑ. Αντ’ αυτού, επέλεξε να ζει απομονωμένος σε μια καλύβα στη Μοντάνα χωρίς νερό και ηλεκτρικό και να βάλει το δαιμόνιο μυαλό του να δουλέψει για κακό, κατασκευάζοντας βόμβες τέτοιας ακρίβειας και αποτελεσματικότητας που δεν άφηναν κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο πίσω τους. Μετά τη σύλληψή του μάλιστα, ο αποτραβηγμένος από την κοινωνία Κατσίνσκι συνέχισε να παραμένει εξίσου σιωπηλός στο κελί του όσο και κατά τα 25 χρόνια της αυτοεξορίας του από την ανθρώπινη επικράτεια. Για τις διωκτικές αρχές των ΗΠΑ, ο Unabomber ήταν το σπουδαίο έπαθλο στο πιο μακροχρόνιο και ακριβό ανθρωποκυνηγητό που είχε στηθεί ποτέ στη χώρα για τη σύλληψη εγκληματία. Ενός εγκληματία η περιφρόνηση του οποίου για την τεχνολογική πρόοδο θα τον έφτανε πολύ μακριά σε όρους τρόμου, ενορχηστρώνοντας δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις εντός των αμερικανικών τειχών. Ο Νο 1 εσωτερικός εχθρός των ΗΠΑ συνεχίζει να παραμένει ένα δισεπίλυτο αίνιγμα: είναι ένας φανατισμένος εχθρός της κοινωνίας ή μήπως μια μαθηματική διάνοια που κατάφερε να διεισδύσει στα μυστήρια της επιστήμης χωρίς να γευτεί ποτέ τις απλές χαρές της αγάπης και της φιλίας; Κι αν δεν μάθουμε τελικά ποτέ ποιος πραγματικά είναι και γιατί έκανε ό,τι έκανε, τον Κατσίνσκι φάνηκε να τον κατάλαβε καλά ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του: ο Άντερς Μπρέιβικ, που αιματοκύλισε τη Νορβηγία αφαιρώντας τη ζωή 93 ανθρώπων, καθώς αποσπάσματα από τη δική του προκήρυξη ήταν δανεισμένα από τις εμφατικές διακηρύξεις του Γιουναμπόμπερ…
Πρώτα χρόνια
Ο Θίοντορ Τζον «Τεντ» Κατσίνσκι γεννιέται στις 22 Μαΐου 1942 στο Σικάγο του Ιλινόις ως ένα από τα δύο παιδιά μιας οικογένειας δεύτερης γενιάς πολωνών εμιγκρέδων. Ο μικρός ήταν παιδί-θαύμα στα μαθηματικά και το IQ του μετρήθηκε στα 167, κάνοντάς τον να πηδά τις σχολικές τάξεις τη μία πίσω από την άλλη. Στο Γυμνάσιο μάλιστα δεν πήγαινε καν στην ώρα των μαθηματικών, καθώς παραήταν απλή για κείνον η παραδοτέα ύλη! Ταυτόχρονα βέβαια με τις σχολικές δάφνες που μαζεύει σωρηδόν, η κοινωνική του ζωή δεν είναι καθόλου υγιής: ο μικρός δεν κάνει φίλους και παραμένει κλεισμένος στο δωμάτιό του λύνοντας ασκήσεις και διαβάζοντας πανεπιστημιακά συγγράμματα. Ως παιδί, θα υποστεί σοβαρή αλλεργική αντίδραση και αναρρώνοντας θα περάσει ένα καλό διάστημα σε νοσοκομειακή απομόνωση. Οι γονείς του τον πιέζουν να μελετά περισσότερο, εκείνος αποσύρεται εντελώς από τις παιδικές δραστηριότητες των συνομηλίκων του και βγαίνει από το σπίτι μόνο για να συμμετέχει σε διαγωνισμούς σκακιού και μαθήματα ξένων γλωσσών. Η ιδιοφυία του ωστόσο δεν κρύβεται και στα 16 του (1958) θα γίνει δεκτός στο φημισμένο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ με πλήρη υποτροφία ως παιδί-θαύμα! Στα φοιτητικά του χρόνια στο Μαθηματικό θα διαπρέψει για άλλη μια φορά, αν και ένα γεγονός της εποχής θα αλλάξει ακόμα περισσότερο τον χαρακτήρα του: ως σπουδαστής, θα πάρει μέρος στα διαβόητα ψυχολογικά πειράματα του καθηγητή Χένρι Μάρεϊ, που σε συνεργασία με τη CIA υπέβαλε τα πειραματόζωά του σε πολλές αντιδεοντολογικές δοκιμασίες (όπως τα πειράματα με το LSD). Ο Κατσίνσκι βγαίνει από το Χάρβαρντ το 1962 εντελώς αλλαγμένος, αν και παρά τη χείριστη κοινωνική του ζωή, ακαδημαϊκά συνεχίζει να δρέπει δάφνες: τώρα συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου παράλληλα με τη διδακτορική του διατριβή θα βρεθεί να διδάσκει κιόλας τους προπτυχιακούς φοιτητές. Το διδακτορικό του στα μαθηματικά (1967) γίνεται δεκτό με βραβεία και ενθουσιασμό από την επιστημονική κοινότητα, αν και ως πανεπιστημιακός δάσκαλος δεν είναι καθόλου αποδοτικός, υπολειπόμενος σε κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες. Με τις περγαμηνές στο πλευρό του μετακομίζει δυτικά στην Καλιφόρνια για να διδάξει στο επίσης φημισμένο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ! Ο Κατσίνσκι δεινοπάθησε, κατά τις αναφορές, ως πανεπιστημιακός, καθώς τώρα προσπαθούσε να αποφύγει ακόμα και την οπτική επαφή με τους σπουδαστές του, με τις παραδόσεις του να μετατρέπονται σε παρωδία μαθήματος. Κι έτσι σε λιγότερο από δύο χρονιά θα παραιτηθεί από τα διδακτικά του καθήκοντα, ενώ σύντομα θα αποτραβηχτεί ολότελα από την κοινωνική ζωή. Οι αρχές της δεκαετίας του 1970 θα τον βρουν ερημίτη στις εσχατιές της Μοντάνα, όπου έχτισε με τα χέρια του μια καλύβα κοντά στο Λίνκολν (καθώς ήταν άσος στα μαστορέματα, παρακαταθήκη του πατέρα του) και έκανε ό,τι μπορούσε για να μη χρειάζεται να συγχρωτίζεται με ανθρώπους. Τώρα καλλιεργεί μόνος του τα λαχανικά του, κυνηγά λαγούς, κουβαλά καθημερινά νερό από το ποταμάκι και περνά την υπόλοιπη μέρα διαβάζοντας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό της οριστικής κοινωνικής απομόνωσης θα αναπτύξει τον φανατισμένο αντιτεχνολογικο λόγο του και την αντικυβερνητική ρητορική του, προσπαθώντας να επιβιώσει στο περιθώριο μιας ανθρωπότητας που απέρριπτε εντελώς…
Η γέννηση του Unabomber
Το 1978 ο Τεντ, εντελώς αναπάντεχα, επέστρεψε στον πολιτισμένο κόσμο του Σικάγου και πήγε να δουλέψει στο ίδιο εργοστάσιο που απασχολούνταν ο μικρότερος αδερφός του Ντέιβιντ. Αυτή θα ήταν μία μόνο από μια σειρά κακοπληρωμένων δουλειών που θα έκανε ο Κατσίνσκι στα δύο χρόνια που επέστρεψε στα εγκόσμια και έμενε και πάλι στο πατρικό του. Καχύποπτος για τα αγροτικά προϊόντα, απολάμβανε πολύ τη δουλειά του ως κηπουρός και έκανε μάλιστα αίτηση στον Καναδά να αγοράσει ένα κομμάτι γης στις εσχατιές της παγωμένης χώρας. Όταν έφτασε η αρνητική απάντηση έπειτα από δύο χρόνια, η μητέρα του τον είδε ένα πρωινό στην πόρτα: ο Τεντ την πέρασε χωρίς καν να αποχαιρετίσει τους γονείς του και πίσω δεν ξανακοίταξε. Το πρώτο αυτοσχέδιο φονικό πακέτο παραδόθηκε την ίδια χρονιά με αποδέκτη έναν καθηγητή στο Northwestern University. Το εκρηκτικό δέμα ανοίχτηκε ωστόσο από τον υπεύθυνο ασφαλείας του πανεπιστημίου, ο οποίος υπέστη ελαφρά τραύματα από τη βόμβα. Ένα δεύτερο εκρηκτικό πακέτο παραδόθηκε στο ίδιο πανεπιστήμιο την επόμενη χρονιά, με τον Κατσίνσκι να έχει αποτραβηχτεί οριστικά στο ησυχαστήριό του στη Μοντάνα. Σειρά είχε μετά ο αερομεταφορέας των ΗΠΑ, American Airlines, ο οποίος έλαβε δύο ταχυδρομικές βόμβες, μία το 1979 που δεν έσκασε ευτυχώς μέσα στην πτήση, και μία το 1980, που στάλθηκε στον πρόεδρο της αεροπορικής εταιρίας τραυματίζοντάς τον ελαφρά. Οι μυστηριώδεις αυτές βόμβες που δεν άφηναν εγκληματολογικά ίχνη μπήκαν προοδευτικά στο στόχαστρο του FBI, το οποίο σε συνεργασία με τα Ταχυδρομεία των ΗΠΑ έφτιαξαν μια ερευνητική ομάδα που πήρε το ακρωνύμιο «UNABOM» (UNiversity and Airline BOMbing). Σύντομα ο Τύπος θα κολλούσε το παρατσούκλι «Unabomber» στον αινιγματικό βομβιστή…
Ο Νο 1 εσωτερικός εχθρός
Μέχρι το 1982, οι αυτοσχέδιες βόμβες του Κατσίνσκι έγιναν πιο αποτελεσματικές, κάτι που γνώρισαν με τραγικό τρόπο τόσο μια γραμματέας στο Vanderbilt University όσο και ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, οι οποίοι τραυματίστηκαν σοβαρά. Ο βομβιστής ανέστειλε τη δραστηριότητά του για τρία χρόνια και όταν επέστρεψε στην ενεργό τρομοκρατική δράση το 1985, ήταν τώρα πιο επικίνδυνος από ποτέ. Η πρώτη απώλεια ζωής εξαιτίας της δράσης του θα λάβει χώρα στην παρθενική βομβιστική επίθεση μετά τη μεγάλη παύση, τον Δεκέμβριο του 1985, όταν σκότωσε έναν ιδιοκτήτη εταιρίας πληροφορικής με εκρηκτικό μηχανισμό έξω από το κατάστημά του. Για τα επόμενα δέκα χρόνια, ο Κατσίνσκι θα έστελνε αναρίθμητες βόμβες μέσω ταχυδρομείου, καταλήγοντας σε άλλους δύο θανάτους και δεκάδες τραυματισμούς και ακρωτηριασμούς. Το μεγάλο άλμα στην υπόθεση του αινιγματικού και σιωπηλότατου Unabomber έλαβε χώρα το 1995, όταν ο Κατσίνσκι ξαπέστειλε στα Μέσα μια ογκωδέστατη προκήρυξη 35.000 λέξεων για τα δεινά της σύγχρονης κοινωνίας. Για να βρει μάλιστα βήμα στις εφημερίδες των ΗΠΑ απείλησε πως αν δεν δημοσιευόταν το πόνημά του «Το Μανιφέστο του Unabomber», τότε θα τίναζε στον αέρα μια επιβατική πτήση. Η επαναστατική προκήρυξη δημοσιεύτηκε τελικά στις 19 Σεπτεμβρίου 1995 σε όλο σχεδόν τον πανεθνικής κυκλοφορίας αμερικανικό Τύπο και κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια της συζύγου του αδερφού του, η οποία θεώρησε πως θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί από τον Τεντ, γι’ αυτό και την έδωσε στον Ντέιβιντ να τη διαβάσει, ο οποίος αναγνώρισε αμέσως τόσο τη φιλοσοφία ζωής όσο και το ύφος γραφής του Κατσίνσκι! Παρά το γεγονός πως τα δυο αδέρφια είχαν αποξενωθεί εδώ και χρόνια, ο Ντέιβιντ ένιωθε απρόθυμος να τον καταδώσει. Έβαλε ωστόσο κάποια στιγμή έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ να επαληθεύσει τις υποψίες του και όταν πήρε την επιβεβαίωση που τόσο αποζητούσε, μοιράστηκε με το FBI τους προβληματισμούς του στις αρχές του 1996…
Σύλληψη και καταδίκη
Στις 3 Απριλίου 1996 οι ομοσπονδιακές Αρχές συνέλαβαν τον αναρχικό Τεντ Κατσίνσκι στην καλύβα του στη Μοντάνα, δίνοντας επιτέλους πρόσωπο στον διαβόητο Unabomber, για τον οποίο κυκλοφορούσε απλώς ένα σκίτσο από κάποιον αυτόπτη μάρτυρα εδώ και σχεδόν μια δεκαετία (1987). Το FBI δεν είχε ουσιαστικά τίποτα στα χέρια του μέχρι την αποκάλυψη του Ντέιβιντ, η οποία ήρθε ως από μηχανής θεός στην υπόθεση της εξιχνίασης των βομβιστικών χτυπημάτων. Στο παράπηγμα του Τεντ βρέθηκαν έτοιμες βόμβες και πολλά εξαρτήματα, αλλά και περισσότερες από 40.000 σελίδες ημερολογίου, στις οποίες ανέλυε διεξοδικά τα τρομοκρατικά του χτυπήματα. Τον Ιανουάριο του 1998, περιμένοντας την πολύκροτη δίκη του, ο Κατσίνσκι προσπάθησε να δώσει τέλος στη ζωή του, αν και απέτυχε. Ο ίδιος απαίτησε μάλιστα από τον δικηγόρο του να μην επικαλεστεί παραφροσύνη στην υπερασπιστική του γραμμή, καθώς ήθελε όλος ο κόσμος να ξέρει ότι ό,τι έκανε, το έκανε από άποψη.
Αφού έβαλε σκοπό να υπερασπιστεί μόνος του τον εαυτό του (και απέτυχε παταγωδώς), ο Κατσίνσκι δήλωσε τελικά ένοχος σε 13 κατηγορίες βομβιστικών επιθέσεων. Όλοι είδαν την ξαφνική αλλαγή πλεύσης του ως συμφωνία με την εισαγγελία για να αποφύγει τη θανατική ποινή. Και πράγματι ο λευκός τρομοκράτης έφαγε τελικά τέσσερις φορές ισόβια. Η μαθηματική διάνοια που μεταμορφώθηκε σε βομβιστή εκτίει πλέον την ποινή του σε ομοσπονδιακές φυλακές του Κολοράντο χωρίς δυνατότητα αναστολής… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr