Στον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη και σε μέλη της κυβέρνησής του την περίοδο 2000-2001 «σκόνταψε» η εισαγγελική έρευνα για την υπόθεση μετατροπής μέρους του δημόσιου χρέους μετά τη συμφωνία για ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ.
Τις μεθόδους, δηλαδή, δημιουργικής λογιστικής με τη χρήση παράγωγων προϊόντων (swaps) ώστε να αποκρυβεί το μέγεθος του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα.
Από τα στοιχεία της προκαταρκτικής έρευνας φαίνεται πως προέκυψαν ενδείξεις εμπλοκής τους, γεγονός που οδήγησε την προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Ελένη Ράικου, στο να κλείσει τη σχετική δικογραφία και να τη διαβιβάσει «αμελητί» στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε «για τις δικές του ενέργειες».
Ο φάκελος έφτασε στον Άρειο Πάγο στις 20 Δεκεμβρίου και αμέσως ο εισαγγελέας του ανωτάτου δικαστηρίου ανέθεσε στον αντεισαγγελέα Αθ. Κατσιρώδη να διερευνήσει αν πρέπει η υπόθεση να διαβιβαστεί στη Βουλή, η οποία είναι και η μόνη αρμόδια να κρίνει αν πρέπει στην περίπτωση αυτή να εφαρμοστούν οι διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Η προκαταρκτική έρευνα, όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η «Real news», ξεκίνησε έπειτα από καταγγελία που έκανε στις 30 Απριλίου του 2010 ο δικαστής Φαγιάντ Μουλά Καλί, κάτοικος Βιέννης.
Στην καταγγελία του ο δικαστής έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για συνδρομή και υποκίνηση σε παραποίηση ισολογισμού, εξαπάτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έκθεση σε κίνδυνο της ευρωζώνης από την Τράπεζα Goldman Sachs.
Στο διαβιβαστικό έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών προς τον Άρειο Πάγο σημειώνει ότι «κατά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής έρευνας προέκυψαν καταγγελίες σχετικές με αξιόποινες πράξεις που φέρονται να τελέστηκαν από τον πρώην πρωθυπουργό και μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου την περίοδο 2000-2001».
Γι’ αυτόν τον λόγο κρίθηκε πως η δικογραφία πρέπει να διαβιβαστεί στη Βουλή, αφού ο νόμος περί ευθύνης υπουργών προβλέπει σαφώς ότι σε περίπτωση εμπλοκής πολιτικών προσώπων σε μια υπόθεση η Δικαιοσύνη σταματά και τον λόγο έχει πλέον το Κοινοβούλιο.