Την παραίτησή της από τη θέση της γενικής γραμματέως Διαχείρισης Κοινοτικών και Άλλων Πόρων του υπουργείου Εργασίας υπέβαλε η Δήμητρα Χαλικιά.
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείο, που επικαλείται το ΑΜΠΕ, η παραίτηση έγινε αποδεκτή.
Υπενθυμίζεται ότι η Δήμητρα Χαλικιά κατήγγειλε ότι με ευθύνη της αναπληρώτριας υπουργού Εργασίας Ράνιας Αντωνοπούλου πραγματοποιήθηκαν απευθείας αναθέσεις προγραμμάτων ανέργων, μόνο σε μεγάλα ΚΕΚ, με τον παράλληλο αποκλεισμό των μικρότερων.
Για το θέμα εξάλλου έχουν σταλεί πλήθος επιστολών και καταγγελιών στο Μέγαρο Μαξίμου.
«Ο ένας μετά τον άλλον οι γενικοί γραμματείς καταγγέλλουν τους υπουργούς τους για αδιαφανή διαχείριση των κονδυλίων και η κυβέρνηση αντί να διαλευκάνει τις υποθέσεις, απλώς ζητά τις παραιτήσεις των καταγγελλόντων». Με αυτήν τη φράση η Δημοκρατική Συπαράταξη σχολίασε την παραίτηση της γγ του υπουργείου Εργασίας, Δ. Χαλικιά.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας, «την Κυριακή, 16 Οκτωβρίου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» δισέλιδο ρεπορτάζ, με βασικό τίτλο «Τα λεφτά για τους ανέργους πάνε σε κολλητούς» και υπότιτλο «Κατασπατάληση των κονδυλίων που προορίζονται για την επιδότηση και κατάρτιση των ανέργων από την αναπληρώτρια υπουργό Εργασίας καταγγέλλει η γενική γραμματέας». Το ρεπορτάζ συμπληρώνεται από ένθετο θέμα, με τίτλο «Απευθείας αναθέσεις εκατομμυρίων»».
Όπως ανέφερε η κ. Αντωνοπούλου, «πρόκειται για ακόμη ένα «αποκαλυπτικό» ρεπορτάζ, που επιχειρεί να πλήξει την προσπάθεια που καταβάλλει η σημερινή κυβέρνηση να σταματήσει αυτό ακριβώς που καταγγέλλεται: Την κατασπατάληση των κονδυλίων για τους ανέργους σε «κολλητούς», από όποιο χώρο και αν προέρχονται και, για την ακρίβεια, σε ένα κρατικοδίαιτο σύστημα υποτιθέμενης επαγγελματικής κατάρτισης με ελάχιστο όφελος για τους ανέργους. Η «κατάρτιση» των ανέργων λειτουργεί εδώ και χρόνια αφενός μεν ως επιδοματική πολιτική αφετέρου δε ως μηχανισμός εξυπηρέτησης επιχειρήσεων μικρών, μεσαίων και μεγάλων».
«Όσον αφορά τη βασική «πηγή» του ρεπορτάζ», σύμφωνα με την κ. Αντωνοπούλου, «η επιλογή τροφοδότησης με ανυπόστατες, ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες στην εφημερίδα και τη συντάκτρια του ρεπορτάζ, δημιουργεί μείζον θέμα πολιτικής δεοντολογίας, το οποίο ασφαλώς και θα αντιμετωπιστεί αποφασιστικά το αμέσως προσεχές διάστημα».