Την πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών στην κατανάλωση αντιβιοτικών κατέχει η Ελλάδα, ενώ η κατάχρησή τους αποτελεί πρόβλημα με κοινωνικές προεκτάσεις, όπως επισημαίνει η παιδίατρος- λοιμωξιολόγος επιμελήτρια Α’ ΕΣΥ στη Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής ΑΠΘ Ελένη Παπαδημητρίου.
Σε ανακοίνωση με θέμα «Χρήση και κατάχρηση αντιβιοτικών στην Παιδιατρική», που θα παρουσιάσει στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής, που διοργανώνει ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης (22-23 Μαΐου), η κα Παπαδημητρίου υπογραμμίζει πως η ανακάλυψη των αντιβιοτικών αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις της Ιατρικής, ωστόσο η κατάχρησή τους είναι πρόβλημα και έχει συνέπειες.
«Κατάχρηση σημαίνει μη απαραίτητη, ακατάλληλη και μη βέλτιστη επιλογή αντιβιοτικού. Συμβαίνει κατά την άσκηση της Ιατρικής στην κοινότητα αλλά και στις δομές υγείας και αφορά στη θεραπεία αλλά και στην πρόληψη λοιμώξεων. Οι πιο συχνές λοιμώξεις για τις οποίες τα παιδιά λαμβάνουν αντιβιοτικά αφορούν σε λοιμώξεις του ανώτερου (γρίπη, κοινό κρυολόγημα, φαρυγγοαμυγδαλίτιδα, ωτίτιδα, οξεία ρινοκολπίτιδα) και κατώτερου αναπνευστικού (βρογχιολίτιδα, βρογχίτιδα, πνευμονία)», σημειώνει η κ. Παπαδημητρίου στο ΑΜΠΕ.
Μεταξύ των λόγων υπερκατανάλωσης αντιβιοτικών, η κ. Παπαδημητρίου αναφέρει:
- τη λανθασμένη εντύπωση των γονιών ότι τα αντιβιοτικά αποτελούν πανάκεια για κάθε νόσημα, με αποτέλεσμα είτε να τα χορηγούν στα παιδιά χωρίς τη σύμφωνη ιατρική γνώμη, είτε να ασκούν πίεση σε γιατρούς και φαρμακοποιούς για να τα προμηθευτούν,
- τη μη καλή σχέση ιατρού – ασθενούς και
- τη μέχρι πρόσφατα έλλειψη νομικού πλαισίου.
«Η θεραπεία των κοινών παιδιατρικών λοιμώξεων βασίζεται σε κατευθυντήριες οδηγίες, οι οποίες όταν τηρούνται, εξασφαλίζουν την σωστή χρήση των αντιβιοτικών. Το σημαντικότερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί πριν από την έναρξη αγωγής είναι, αν πραγματικά ο ασθενής χρειάζεται αντιβιοτικό και αν ναι, ποιο, σε ποια δόση και για πόσο διάστημα. Μόνο σκεπτόμενοι ορθολογικά θα μπορέσουμε να περιορίσουμε την υπερκατανάλωσή τους, η οποία οδηγεί στην ανάπτυξη υπερανθεκτικών παθογόνων, από τα οποία κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές. Προς αυτή την κατεύθυνση πολιτεία και υγειονομικοί πρέπει να συμπλεύσουν για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα» επισημαίνει.