Κατά τουλάχιστον 50% μειώνει τη λεγόμενη «κακή» χοληστερίνη ή λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας (LDL) το πειραματικό φάρμακο evinacumab, ένα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα, σε ασθενείς με σοβαρή οικογενή (κληρονομική) υπερχοληστερολαιμία, των οποίων η κατάσταση είναι ανθεκτική στις συνήθεις θεραπείες.
Όπως ανακοίνωσαν Αμερικανοί επιστήμονες, τα αποτελέσματα της πολυκεντρικής, τυχαιοποιημένης, διπλά τυφλής και ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο (πλασίμπο) κλινικής δοκιμής φάσης 2 σε 272 ασθενείς, η οποία έγινε από ερευνητές της Ιατρικής Σχολής και του Νοσοκομείου του Όρους Σινά στη Νέα Υόρκη, με επικεφαλής τον καθηγητή Καρδιολογίας Ρόμπερτ Ρόζενσον, παρουσιάστηκαν σε διαδικτυακό συνέδριο των Αμερικανών καρδιολόγων, καθώς και σε δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine».
Ένα όχι αμελητέο ποσοστό ανθρώπων (στις ΗΠΑ γύρω στο 7%) πάσχουν από σοβαρή υπερχοληστερολαιμία, δηλαδή από δύσκολα θεραπεύσιμη χοληστερίνη LDL σε επίπεδα άνω του 190, όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ. Η οικογενής (κληρονομική) μορφή της υπερχοληστερολαιμίας είναι σπανιότερη (περίπου τρεις στους 1.000 στις ΗΠΑ), αλλά πολύ συχνότερη (ένας στους 15 στις ΗΠΑ) σε ασθενείς με πρώιμη καρδιαγγειακή νόσο.
Οι επιστημονικοί φορείς των Αμερικανών καρδιολόγων συνιστούν η LDL να μην ξεπερνά το 70 στους ασθενείς με πολύ υψηλό κίνδυνο αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου, ενώ οι Ευρωπαίοι καρδιολόγοι συμβουλεύουν να μην υπερβαίνει το 55. Όμως, αυτοί οι στόχοι έχουν αποδειχθεί δύσκολο να επιτευχθούν από τους ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία μέσω της συνήθους τριπλής θεραπείας (ισχυρής στατίνης, αναστολέα PCSK9 και εζετιμίμπης).
Το νέο μονοκλωνικό αντίσωμα έρχεται να καλύψει αυτήν την ανάγκη για έξτρα θεραπεία. «Αν εγκριθεί από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), το evinacumab μπορεί να καλύψει το κλινικό κενό για αυτούς τους ασθενείς, μειώνοντας την πολύ υψηλή χοληστερίνη LDL. Το evinacumab μπορεί να εφοδιάσει τους καρδιολόγους με μία σημαντική νέα θεραπεία», δήλωσε ο Ρόζενσον.
Το πειραματικό φάρμακο έγινε αποδεκτό από τους περισσότερους ασθενείς (μόνο ένας εμφάνισε δύσπνοια και άλλος ένας ήπια αντίδραση αναφυλαξίας). Ήδη οι εποπτικές Αρχές ΗΠΑ και Ευρώπης εξετάζουν κατά πόσο θα εγκρίνουν την κυκλοφορία του φαρμάκου.