Κουράστηκα, βαρέθηκα, σκεφτόμουν κάθε φορά, που κάποιος είχε τη μοναδική έμπνευση να με αποκαλέσει «χοντρή» στο δρόμο, σε διαμάχη κατά την οδήγηση στη ζούγκλα της πόλης ή πάνω σε άλλη άκομψη διαφωνία. Γιατί, πρέπει να είναι κανείς τρομερά χοντροκομμένος για να καταφέρνει στο συνομιλητή του «χτυπήματα», εμπνευσμένα από τη σωματική του κατάσταση.
Κουράστηκα, βαρέθηκα, σκεφτόμουν, να φοβάμαι, κυρίως και να μαζεύομαι σαν πληγωμένο ζωάκι, πριν ακούσω τη λέξη που με έκανε να ντρέπομαι και όχι να πονάω, σε τελική ανάλυση. Γύριζαν τα γράμματα μέσα στο κεφάλι μου ως τρομερή κατάντια, ως αποτυχία, ως μίασμα και ο ήχος της «απαγορευμένης» λέξης γινόταν εκκωφαντικός όταν το άκουγαν μαζί μου και άλλοι άνθρωποι, τότε γινόταν η απόλυτη ξεφτίλα.
Μεγαλώνοντας, άρχισα να το ακούω λιγότερο, ή να του δίνω λιγότερη σημασία ή και τα δύο μαζί. Τότε άρχισα να σκέφτομαι πώς ξεκίνησε όλο αυτό, που έτρεμα από μικρή και ότι είχε φτάσει η ώρα να αναλάβω ουσιαστική δράση και να προστατέψω τον εαυτό μου.
Θυμήθηκα, τότε που ήμουν 7 ετών και καθόμουν στο σχολικό μου, με τα δημοφιλή κορίτσια από τη Δευτέρα Δημοτικού. Ήθελα τόσο πολύ να με κάνουν παρέα, να μιλάμε στα διαλείμματα να τρώμε μαζί από τα ταπεράκια μας. Αυτές τις σκέψεις έκανα στην επιστροφή από το σχολείο, τα μεσημέρια.
Μια ημέρα, ξεκίνησε, δεν θυμάμαι από ποιον ή ποια, μια πλάκα εις βάρος μου. Μια πλάκα για τα κιλά του «ελέφαντα» της τάξης, μπροστά σε όλη την τάξη. Θυμάμαι όλα τα συναισθήματα, ντροπής, πόνου, θυμού και απόσυρσης που ένιωσα. Θυμάμαι ότι από εκείνη την ημέρα, ξεκίνησε ο αγώνας μου με το φαγητό, με τα κιλά, με την εικόνα μου και με την κουρελιασμένη αυτοπεποίθηση, με τα γκαρνταρόμπα, που ονόμαζα με τις φίλες μου χιουμοριστικά: «Ντέμης Ρούσσος».
Ήρθα πολλές φορές αντιμέτωπη με ανάλογα σχόλια. Κάθε φορά η ίδια εναλλαγή συναισθημάτων, κάθε φορά η ίδια απογοήτευση ότι κάποιος είδε το πραγματικό μου σώμα. Κάποιος είδε πάλι το έξω και όχι το μέσα, τι περίμενα άλλωστε από τους ανθρώπους, να εκτιμήσουν την αξία μου και τα χαρίσματά μου;
Όσο φοβόμουν, τόσο το προκαλούσα, τόσο το διαιώνιζα, γινόμουν σκληρή με τον εαυτό μου, απομακρυνόμουν από τους ανθρώπους και ο φαύλος κύκλος, φαγητού και απόσυρσης, συνεχιζόταν.
Σίγα, σιγά άρχισα διαβάζω τις ιστορίες ζωής από τις Αμερικανίδες bloggers, που ακολουθούσα, οι οποίες μιλούσαν ανοιχτά για το βάρος τους, χωρίς εξωραϊσμούς και συνώνυμα της λέξης «χοντρή».
Δεν έψαχναν ωραία επίθετα, όπως «εύσωμη», «μεγάλη», «αφράτη», παχουλή, αλλά έλεγαν τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς να προβληματίζονται και να νιώθουν ότι μειώνονται.
Δεν αντιμετώπιζαν το πάχος ως αποτυχία, αλλά ως μία σωματική κατάσταση όπως το λίγο ύψος, ή τα λίγα μαλλιά.
Ήταν όλες τους, όπως ήθελα να είμαι, με θετική εικόνα για το σώμα τους, με όμορφα ρούχα και φανταχτερά, τρέντι αξεσουάρ, με κόκκινα κραγιόν, με άλλα λόγια δεν κρυβόντουσαν καθόλου. Το αντίθετο. Ζούσαν τη ζωή τους στο φουλ, χωρίς να περιμένουν να χάσουν τα περιττά κιλά.
Ήταν χαρούμενες και ευλογημένες με αυτό που είχαν.
Άρχισα ψυχοθεραπεία για να μπορέσω να διαχειριστώ όλο αυτό το μπούλινγκ, που είχα «φάει», από την τρυφερή ηλικία των 7 ετών.
Σήμερα αρκετά χρόνια μετά και αρκετά κιλά ελαφρύτερη, κοντεύω να φτάσω στην απέναντι όχθη, όπου τα λόγια που φτάνουν και μένουν στο μυαλό μου, είναι αυτά που έχουν κάτι καλό να μου προσφέρουν.
Δε νιώθω ότι με προσβάλει μια τυχαία χαζοκουβέντα, που θα μου πει κάποιος στο δρόμο. Γιατί, ξέρω ότι δεν ξέρει καλύτερα και απλώς τον προσπερνώ.