Ακούγοντας κάποιος πληροφορίες για μια μικρή νησιωτική χώρα στον Ειρηνικό Ωκεανό συνειρμικά -και ακολουθώντας πολλά στερεότυπα- είναι πολύ πιθανό να σκεφτεί γαλαζοπράσινα νερά, κοκοφοίνικες, ανθρώπους αδύνατους σαν γλυπτά του Τζιακομέττι, και ηλιοκαμένους από τη διαρκή καλοκαιρία και την επαφή με τη φύση. Η Τόνγκα, νησιωτική χώρα στον Ειρηνικό Ωκεανό, έρχεται να καταρρίψει σχεδόν όλα τα στερεότυπα και ολόκληρο τον παραπάνω συνειρμό… Με έκταση σχεδόν 750 τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμό λίγο πάνω από 100.000, σύμφωνα με τη Wikipedia, είναι η χώρα με τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας στον κόσμο. Εκτιμάται πως σχεδόν τέσσερις στους δέκα κατοίκους πάσχουν από διαβήτη τύπου 2 ενώ το προσδόκιμο ζωής μειώνεται. Μία από τις βασικότερες αιτίες είναι ένα φτηνό και λιπαρό είδος αρνίσιου κρέατος που εισάγεται από τη Νέα Ζηλανδία και καταναλώνεται μαζικά στη μικρή Τόνγκα. Με ύφος βλοσυρό, η 82χρονη Papiloa Bloomfield Foliaki, ξενοδόχος στην πρωτεύουσα της Τόνγκα, Nuku A’ Lofa, σπεύδει να δείξει στις δημοσιογράφους του BBC, που την επισκέφθηκαν την για χάρη του ρεπορτάζ, κάτι που, όπως λέει, θα βοηθήσει στην κατανόηση της κατάστασης. Επιστρέφει με μια μικρογραφία μιας παλιάς ξύλινης βάρκας… «Εμείς διανύαμε χιλιάδες και χιλιάδες μίλια στη θάλασσα μέσα σε σκάφη σαν αυτό. Μετά βγαίναμε στη στεριά, τα αναποδογυρίζαμε και μετατρέπαμε τις παλιές βάρκες σε σπίτια. Αλλά κανείς δεν θέλει τέτοια σπίτια πια γιατί κάτι ο κόσμος νομίζει πως κάτι δυτικό, κάτι μοντέρνο είναι καλύτερο. Ο κόσμος συνδέει το παραδοσιακό σπίτι της Τόνγκα με τη φτώχεια. Το ίδιο συμβαίνει και με το φαγητό μας», λέει. Όπως προκύπτει, έχει δίκιο. Η παραδοσιακή διατροφή στην Τόνγκα περιλαμβάνει ψάρια, βολβούς λαχανικών, όπως τα καρότα και τα παντζάρια, και καρύδες- όπως θα περίμενε κανείς σε ένα νησί γεμάτο κοκοφοίνικες μέσα στη μέση του Ειρηνικού Ωκεανού. Το σημείο καμπής εντοπίζεται κάποια στιγμή μέσα στον 20ο αιώνα, όταν άρχισαν να φτάνουν στα νησιά του Ειρηνικού κομμάτια κρέατος και πουλερικών που ουσιαστικά απορρίπτονταν από άλλες χώρες: ουρές γαλοπούλων από τις ΗΠΑ και αρνίσιο κρέας από τη Νέα Ζηλανδία, συγκεκριμένα οι κακής ποιότητας λιπαρές άκρες στα πλευρά του αρνιού. Τα 100 γραμμάρια τέτοιου κρέατος περιέχουν 40 γραμμάρια λίπους και 420 θερμίδες. Ενδεικτικό της κακής ποιότητάς του είναι πως από πλευράς βάρους μπορεί να αποτελεί το 9-12% του αρνιού αλλά από πλευράς αξίας δεν ξεπερνά το 3-5%. Στις χώρες του Ειρηνικού είναι πολλές φορές το μόνο κομμάτι του ζώου που πωλείται ενώ Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία πωλούν μεγάλες ποσότητές τους στην Κίνα, το Μεξικό και χώρες της Αφρικής. Στην Ευρώπη, σύμφωνα με το BBC, χρησιμοποιούνται στα αρνίσια κεμπάμπ. Ήταν φτηνά και η κατανάλωσή τους διαδόθηκε και γιγαντώθηκε πολύ γρήγορα. «Ο κόσμος νομίζει πως οτιδήποτε εισάγεται είναι ανώτερο», εξηγεί η Foliaki, πρώην νοσηλεύτρια, ακτιβίστρια και πολιτικός που σήμερα εργάζεται στον ξενοδοχειακό τομέα- και είναι μία από τους πολύ λίγους πολίτες της Τόνγκα που ζουν σε τέτοια ηλικία. «Κι έτσι διαμορφώνεται μια κατάσταση στην οποία οι ντόπιοι πουλούν τα ψάρια τους και πάνε και αγοράζουν αρνίσιο κρέας. Δεν έχουν την παιδεία για να γνωρίζουν πως είναι κακό για την υγεία τους», προσθέτει. Το 1973, το 7% του πληθυσμού έπασχε από μη μεταδοτική ασθένεια, αυτή είναι η φράση που στην Τόνγκα έγινε συνώνυμο του διαβήτη. Το 2004 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 18%. Σήμερα, στοιχεία του υπουργείου Υγείας της χώρας δείχνουν πως το ποσοστό αυτό έχει εκτοξευτεί στο 34% και ορισμένοι υποστηρίζουν πως είναι πιθανό να έχει φτάσει το 40%. «Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά στην Τόνγκα που ανατράφηκε με αυτά τα αρνίσια απομεινάρια», λέει στο BBC ο Sunia Soakai από τις υπηρεσίες υγείας της Secretariat of the Pacific Community. «Αυτά τα κομμάτια είναι τμήματα του ζώου που πετιούνται στη Νέα Ζηλανδία ως ακατάλληλα προς βρώση. Κατάφεραν όμως να τα ξεφορτωθούν σε χώρες του Ειρηνικού». Οι ψαράδες της Τόνγκα ακόμα ψαρεύουν με τον παραδοσιακό τρόπο που διδάχθηκαν από τους προγόνους τους, με μια λόγχη, κυρίως τη νύχτα. Επιστρέφουν λίγο πριν την αυγή. Οι πελάτες που θέλουν την καλύτερη ψαριά τους περιμένουν δίπλα στις βάρκες τους. Οι άλλοι περιμένουν στη μικρή ψαραγορά που στήνεται στο χώρο στάθμευσης του λιμανιού τα πρωινά. Οι δημοσιογράφοι του βρετανικού δικτύου είδαν εκεί λίγους πελάτες. Τα ψάρια που αλιεύονται ουσιαστικά με τα χέρια δεν είναι φτηνά και μόνο ξένες βάρκες ψαρεύουν με δίχτυα – μια ψαριά που σε κάθε περίπτωση προωθείται κατευθείαν στην εξαγωγή. Εξάγεται επίσης ένα μέρος των ψαριών που πιάνονται με τα χέρια καθώς υπάρχει ζήτηση στη Χαβάη για τα συγκεκριμένα αλιεύματα. Ακόμα και στην ψαραγορά ωστόσο αντί για τη μυρωδιά των ψαριών κυριαρχεί η οσμή ψημένου κρέατος! Σε απόσταση περίπου 50 μέτρων δεκάδες σούβλες περιστρέφονται φορτωμένες κοτόπουλα και τα απορρίμματα από τα αρνίσια παϊδάκια. Από μακριά τα κομμάτια αυτά μοιάζουν με μπέικον πριν κοπεί σε φέτες, το λίπος είναι περισσότερο από το κρέας. Σύμφωνα με τον Soakai είναι σύνηθες για έναν ντόπιο να φάει ένα κιλό τέτοια αρνίσια κομμάτια στην καθισιά του. Μιλάει εξ ιδίας πείρας καθώς αυτό έκανε κάποτε κι εκείνος. «Με τα χρόνια όλο πάχαινα, είχα φτάσει τα 170 κιλά», εξομολογείται και εξηγεί πως έχασε 70 κιλά για τρεις λόγους: «Ο γιος μου είναι πέντε ετών, αν συνέχιζα έτσι θα έμενε ορφανός. Δεύτερον, εργαζόμουν στον τομέα της υγείας, η εικόνα μου και ο τρόπος ζωής μου έθεταν ζήτημα αξιοπιστίας. Και τρίτον, διαγνώστηκα με διαβήτη». Ορισμένοι ειδικοί αποδίδουν το πρόβλημα της Τόνγκα εν μέρει και σε γενετικούς παράγοντες. Υποστηρίζουν πως οι νησιώτες του Ειρηνικού στο παρελθόν κλήθηκαν για μακρές περιόδους να επιβιώσουν χωρίς τροφή κι έτσι τα σώματά τους προσαρμόστηκαν υιοθετώντας την τάση να συγκρατούν το λίπος. Είναι ωστόσο αναμφίβολος και ο ρόλος που παίζει η κοινωνία στην υπόθεση της Τόνγκα. «Όσο παχύτερος είσαι τόσο πιο όμορφος θεωρείσαι», λέει η Drew Havea, επικεφαλής του Society Forum of Tonga. Τα κιλά και το στάτους συμπορεύονται συχνά στη χώρα. Ο βασιλιάς Tupou IV, που πέθανε το 2006, κατέχει το ρεκόρ Γκίνες του παχύτερου μονάρχη: ζύγιζε 200 κιλά. Το να είναι κανείς αδύνατος παραδοσιακά ερμηνευόταν ως ένδειξη κατώτερης κοινωνικής θέσης. «Πρέπει να ξαναδιδαχθούμε πως το να είσαι αδύνατος δεν σημαίνει ότι πεινάς», τονίζει η Havea. Στα τελευταία του χρόνια ο βασιλιάς έχασε κάποια κιλά και μάλιστα φωτογραφήθηκε να γυμνάζεται σε μια προσπάθεια να δώσει το παράδειγμα στους πολίτες της χώρας για το πώς να βελτιώσουν την υγεία τους. «Το καλό φαγητό, με τους όρους της Τόνγκα, είναι το πολύ φαγητό», λέει ο αιδεσιμότατος Dr Ma’afu Palu, που έχει αναλάβει την αποστολή να κηρύξει τη σημασία της υγιεινής διατροφής. Είναι ανάμεσα στους πολλούς επικριτές των ηγετών του κλήρου (οι κάτοικοι της Τόνγκα είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία Χριστιανοί, κυρίως Μεθοδιστές και η κοινωνία είναι βαθιά συντηρητική, σημειώνει η Wikipedia. Σχεδόν κάθε δραστηριότητα διακόπτεται την Κυριακή, η οποία θεωρείται ιερή από το Σύνταγμα) που δεν έχουν καταφέρει να δώσουν το καλό παράδειγμα στους ενορίτες τους. Την ώρα που στη βαθιά θρησκευόμενη κοινωνία της Τόνγκα οι ιερείς είναι πρόσωπα με εξουσία, το 85% εξ αυτών είναι παχύσαρκοι. Η επιδημία της παχυσαρκίας δεν οφείλεται μόνο στα κακής ποιότητας αρνίσια κρέατα και τις ουρές γαλοπούλων. Στην Τόνγκα καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες πολύ λιπαρού κονσερβοποιημένου κρέατος. Οι κονσέρβες αυτές φτάνουν μέχρι και τα 2,7 κιλά! Στον κατάλογο των επιβαρυντικών παραγόντων μπαίνουν και τα ανθρακούχα ποτά. «Πρέπει να καταλάβετε πως στην Τόνγκα ευθυγραμμιζόμαστε με άλλες χώρες με κάποια καθυστέρηση», λέει η Lepaola Vaea, αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών και Τελωνείων. «Παλιά βλέπαμε αμερικανικές ταινίες και εκπομπές και όλοι έπιναν αναψυκτικά. Καθόμαστε και σκεφτόμαστε “ουάου, θα μου άρεσε πολύ να πίνω αναψυκτικό, είμαστε φτωχοί επειδή πίνουμε νερό”. Αλλά σήμερα που όλοι πίνουν νερό, εμείς πίνουμε αναψυκτικά!». Το 2008 η Vaea επιχείρησε να αυξήσει το φόρο στα αρνίσια παϊδάκια, όπως είχαν κάνει με επιτυχία τα νησιά Φίτζι. Το αποτέλεσμα ήταν η δημόσια κατακραυγή! «Ο κόσμος είναι εθισμένος», εξηγεί. Ενδεικτικό των διατροφικών συνηθειών των κατοίκων είναι πως ένα εστιατόριο υγιεινής διατροφής στη χώρα σερβίρει τηγανητό ψάρι και τηγανητές πατάτες. Κι όμως, ακόμα κι αυτό είναι πιο υγιεινό από τα περισσότερα φαγητά που μπαίνουν στο τραπέζι των ντόπιων. Οι συνέπειες αυτής της διατροφής είναι εμφανείς. Το προσδόκιμο ζωής έφτασε τα 64 χρόνια σύμφωνα με το BBC – αν και σύμφωνα με τη Wikipedia το 2015 ήταν στα 75 χρόνια. «Νιώθω πάντα σαν να πνίγομαι», είναι η γλαφυρή περιγραφή μιας γιατρού στο Εθνικό Κέντρο Διαβήτη, η οποία βλέπει τον κόσμο να συνωστίζεται σε ουρές έξω από την κλινική. Χαρακτηριστική είναι και μια οικογένεια που επισκέφθηκαν οι δημοσιογράφοι του βρετανικού δικτύου, της οποίας όλα τα μέλη – πατέρας, μητέρα, τρεις κόρες, γιαγιά- πάσχουν από διαβήτη τύπου 2. Ένα από τα κορίτσια αρρώστησε στα 14 και για σχεδόν τέσσερα χρόνια είχε στο πόδι μια πληγή που δεν κατάφερνε να επουλωθεί. Τελικά αναγκάστηκε να προχωρήσει σε ακρωτηριασμό του ποδιού και φέτος έλαβε προσθετικό πόδι, προσφορά από την εκκλησία των μορμόνων. Παρά τις κυβερνητικές προσπάθειες οι πολίτες να είναι πιο ευαισθητοποιημένοι για τους κινδύνους του διαβήτη και της παχυσαρκίας, η χώρα έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει. Πολλοί από τους πολίτες της Τόνγκα δεν είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν ούτε τον τρόπο ζωής τους ούτε τη διατροφή τους. Η αντιμετώπιση του διαβήτη και ο περιορισμός του αριθμού των πασχόντων θα χρειαστεί πολλές γενιές, διαβεβαιώνει γιατρός της Τόνγκα, προειδοποιώντας πως πριν γίνουν καλύτερα, τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend