Η κολονοσκόπηση ή ένα παρεμφερές γαστρεντερολογικό τεστ μπορεί μια ημέρα να παρέχει έγκαιρη διάγνωση της νόσου Πάρκινσον, αρκετά χρόνια προτού εμφανιστούν καθαρά τα πρώτα συμπτώματα.
Αυτό αποδεικνύει νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, που υποστηρίζει ότι τα πρώτα σημάδια της νευροεκφυλιστικής ασθένειας δεν εμφανίζονται μόνο στον εγκέφαλο, αλλά και στο έντερο.
Οι ερευνητές εξέτασαν δείγματα ιστών που ελήφθησαν σε εξετάσεις του εντέρου τριών ανθρώπων, οι οποίοι αργότερα ανέπτυξαν Πάρκινσον. Οι γαστρεντερολογικές εξετάσεις είχαν γίνει δύο έως πέντε χρόνια προτού οι ασθενείς εμφανίσουν νευρολογικά συμπτώματα.
Η ανάλυση των ιστών έδειξε ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι εμφάνιζαν στα τοιχώματα του εντέρου τους αυξημένες ποσότητες μίας πρωτεΐνης που είναι χαρακτηριστική στον εγκέφαλο των ασθενών με Πάρκινσον. Μάλιστα αυτή η πρωτεΐνη δεν εμφανίζεται στο έντερο των ανθρώπων που είναι υγιείς, ούτε στο έντερο όσων έχουν άλλη ασθένεια, δηλαδή υπάρχει μόνο σε όσους θα αναπτύξουν Πάρκινσον αργότερα.
Η ανακάλυψη αυτή δημιουργεί την αισιοδοξία ότι μελλοντικά θα είναι δυνατό να λαμβάνεται δείγμα από το έντερο και να γίνεται μία αξιόπιστη πρόβλεψη για όσους αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν Πάρκινσον. Όμως η έρευνα θα πρέπει να επαναληφθεί σε μεγαλύτερο δείγμα ανθρώπων και τα ευρήματά της να επιβεβαιωθούν.
Μέχρι σήμερα οι γιατροί δεν είναι σε θέση να διαγνώσουν τη νόσο Πάρκινσον, έως ότου οι ασθενείς εμφανίσουν χαρακτηριστικά συμπτώματα, όπως το τρέμουλο, την επιβράδυνση των κινήσεων, την μυϊκή ακαμψία κ.α. Δυστυχώς, όμως, τότε πια είναι αργά, επειδή η καταστροφή των εγκεφαλικών κυττάρων έχει προχωρήσει αρκετά. Η εύρεση ειδικών βιοδεικτών που θα επιτρέψουν την πρόωρη διάγνωση, θα βοηθήσει στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου.
Το Πάρκινσον προκαλείται από την καταστροφή των εγκεφαλικών κυττάρων που παράγουν ντοπαμίνη, τη χημική ουσία, η οποία, μεταξύ άλλων, ελέγχει την κίνηση των μυών. Μία πρόσφατη έρευνα συμπέρανε ότι, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η διαδικασία της βλάβης ξεκινά στα νευρικά κύτταρα του εντέρου και, στη συνέχεια, εξαπλώνεται στους νευρώνες του εγκεφάλου, κάτι που οι περισσότεροι επιστήμονες εμφανίζονται επιφυλακτικοί να δεχτούν.