Ο ιός Marburg, ο οποίος πρόσφατα ανιχνεύθηκε στην Ευρώπη, είναι ένας από τους πιο επικίνδυνους και θανατηφόρους ιούς παγκοσμίως, με ποσοστά θνησιμότητας που αγγίζουν έως και το 90%. Η παρουσία του στην Αφρική είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες, με πολυάριθμες εξάρσεις σε χώρες όπως η Ουγκάντα, η Ανγκόλα και η Ρουάντα, αλλά η πιθανότητα εξάπλωσής του στην Ευρώπη έχει σημάνει συναγερμό στις υγειονομικές αρχές.

Ο συναγερμός στο Αμβούργο

Πανικός ξέσπασε πριν από δύο ημέρες στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αμβούργου στη Γερμανία, όταν δύο επιβάτες που επέστρεψαν από τη Ρουάντα εμφάνισαν συμπτώματα που έμοιαζαν με εκείνα της γρίπης και θεωρήθηκαν ως πιθανά κρούσματα του Μάρμπουργκ. Πρόκειται για έναν 26χρονο φοιτητή ιατρικής και τη σύντροφό του, οι οποίοι είχαν ταξιδέψει σε χώρα της Αφρικής και, όπως φαίνεται, ήρθαν σε επαφή με άτομα που είχαν μολυνθεί από τον ιό. Οι δυο τους απομονώθηκαν άμεσα και μεταφέρθηκαν σε ειδικευμένο νοσοκομείο της πόλης, με τις αποσκευές τους να δεσμεύονται από τις υγειονομικές αρχές.

Τι είναι ο ιός Marburg

Ο ιός Marburg ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον Έμπολα και είναι γνωστός για τη σφοδρότητα των συμπτωμάτων που προκαλεί. Οι δύο αυτοί ιοί θεωρούνται «ξαδέλφια», καθώς προκαλούν παρόμοιες αιμορραγικές ασθένειες. Ο ιός αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 1967, όταν αρκετοί επιστήμονες στη Γερμανία μολύνθηκαν κατά τη διάρκεια ερευνών με αφρικανικούς πιθήκους που είχαν εισαχθεί από την Ουγκάντα. Έκτοτε, η ασθένεια έχει προκαλέσει δώδεκα μεγάλες επιδημίες, κυρίως σε αφρικανικές χώρες.

Πώς μεταδίδεται ο ιός

Ο ιός Μάρμπουργκ είναι ζωονόσος, δηλαδή η μετάδοσή του γίνεται αρχικά από ζώα στον άνθρωπο. Ο κύριος φυσικός ξενιστής του ιού είναι οι φρουτονυχτερίδες, ενώ μπορεί επίσης να μεταδοθεί μέσω της επαφής με αίμα, σωματικά υγρά ή μολυσμένες επιφάνειες. Από άνθρωπο σε άνθρωπο η μετάδοση συμβαίνει κυρίως μέσω στενής επαφής με μολυσμένα σωματικά υγρά, καθιστώντας τους γιατρούς και το υγειονομικό προσωπικό τις ομάδες υψηλότερου κινδύνου.

Η μετάδοση αυξάνεται δραματικά στα τελικά στάδια της νόσου, όταν η ιαιμία (η ποσότητα του ιού στο αίμα) είναι εξαιρετικά υψηλή. Συνεπώς, η προσεκτική διαχείριση των μολυσμένων ασθενών και η απομόνωση των ύποπτων κρουσμάτων είναι κρίσιμης σημασίας για τον περιορισμό της εξάπλωσης.

Ποια είναι τα συμπτώματα του Μάρμπουργκ

Τα συμπτώματα του ιού εμφανίζονται ξαφνικά και περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο και έντονη κόπωση. Μέσα στις πρώτες τρεις ημέρες, οι ασθενείς μπορεί να υποφέρουν από διάρροια, ναυτία και κοιλιακό άλγος. Στα προχωρημένα στάδια, εμφανίζεται αιμορραγία από το στόμα, τη μύτη ή ακόμη και από τα μάτια, προκαλώντας σοβαρές αιμορραγικές ενδείξεις.

Στις θανατηφόρες περιπτώσεις, ο θάνατος επέρχεται περίπου οκτώ με εννέα ημέρες μετά την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων, συνήθως λόγω σοβαρής αιμορραγίας και πολυοργανικής ανεπάρκειας.

Η κατάσταση στην Ευρώπη και οι προκλήσεις

Αν και το ECDC (Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων) θεωρεί προς το παρόν χαμηλή την πιθανότητα εξάπλωσης του ιού στην Ευρώπη, η εμφάνιση ύποπτων κρουσμάτων στην καρδιά της Γερμανίας δείχνει ότι τα όρια εξάπλωσης των τροπικών ασθενειών είναι πλέον πιο ευάλωτα από ποτέ. Τα μέτρα περιορισμού και οι κατευθυντήριες οδηγίες για τους ταξιδιώτες από πληγείσες περιοχές είναι πλέον πιο αυστηρά, ενώ οι αρχές παρακολουθούν στενά την εξέλιξη της κατάστασης.

Υπάρχει θεραπεία ή εμβόλιο;

Δεν υπάρχει ακόμη εγκεκριμένο εμβόλιο ή θεραπεία για τον ιό Marburg. Ωστόσο, αρκετά πειραματικά εμβόλια και αντιικά φάρμακα βρίσκονται υπό ανάπτυξη. Ο ΠΟΥ έχει ορίσει τον ιό Marburg ως κορυφαία προτεραιότητα για την ανάπτυξη εμβολίων, δεδομένου του υψηλού κινδύνου που ενέχει η εξάπλωσή του. Το 2023, η Οξφόρδη ξεκίνησε τις πρώτες κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους, και τα αποτελέσματα αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον.

Τι πρέπει να κάνουν οι ταξιδιώτες

Οι ταξιδιώτες που επιστρέφουν από πληγείσες περιοχές, όπως η Ρουάντα, θα πρέπει να αναζητήσουν άμεσα ιατρική φροντίδα εάν εμφανίσουν συμπτώματα συμβατά με τον ιό Marburg και να αναφέρουν το ταξιδιωτικό τους ιστορικό. Οι υγειονομικές αρχές συνιστούν επίσης αποφυγή επαφής με νυχτερίδες, πιθήκους και κάθε είδους άγρια ζώα κατά την παραμονή τους σε περιοχές υψηλού κινδύνου.