Το έτος 2011, λίγους μήνες μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, οι ερευνητές της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σοκαριστικό στοιχείο. Εκτός από τους οικονομικούς δείκτες που είχαν επιδεινωθεί ραγδαία στο σύνολό τους, διαπιστώνουν επίσης ότι ύστερα από πολλές δεκαετίες, οι θάνατοι στην Ελλάδα ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 4.671 άτομα. Η τάση αυτή μόνο παροδική δεν ήταν, καθώς όχι απλώς συνεχίστηκε ακάθεκτη τα επόμενα χρόνια αλλά επιδεινώθηκε ραγδαία, με αποτέλεσμα το 2020 οι θάνατοι να είναι 46.234 περισσότεροι από τις γεννήσεις! Το ίδιο απογοητευτικά αναμένεται να είναι τα στοιχεία και κατά τη διάρκεια της φετινής γενικής απογραφής του πληθυσμού που θα διεξαχθεί το χρονικό διάστημα από 23 Οκτωβρίου έως και 23 Νοεμβρίου.
Θα φτάσουμε στα 8,9 εκατομμύρια το 2050;
Η γενική απογραφή του πληθυσμού που είχε διενεργηθεί πριν από μια δεκαετία, το έτος 2011, είχε δείξει ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 0,88% σε σύγκριση με την απογραφή του 2001 και ανερχόταν σε 10.815.197 κατοίκους. Αυτή η δημογραφική τάση αναμένεται να συνεχιστεί και εάν τα ποσοστά γονιμότητας παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, η Ελληνική Στατιστική Αρχή εκτιμά ότι το 2050 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας θα ανέρχεται στα 9,7 εκατομμύρια. Ανάλογες είναι οι προβλέψεις και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας που εκτιμά ότι χωρίς τη μετανάστευση, ο ελληνικός πληθυσμός θα μειωθεί στα 9,3 εκατομμύρια μέχρι το 2050 ή ακόμη χειρότερα στα 8,9 εκατομμύρια εάν εξακολουθεί να μειώνεται η γονιμότητα, ενώ το κύριο σενάριο της Eurostat κάνει λόγο για 9,1 εκατομμύρια Έλληνες το 2050.
Τίθεται ζήτημα εθνικής επιβίωσης
Θεωρείται σχεδόν σίγουρο, ότι όλο και λιγότερα παιδιά θα συναντά κανείς στις παιδικές χαρές και στις σχολικές μονάδες ενώ αντιθέτως θα αυξάνονται οι χώροι συνάθροισης ηλικιωμένων, μέχρι να εγκαταλείψουν και αυτοί τον μάταιο τούτο κόσμο.
«Στην Ελλάδα, αν και το δημογραφικό ζήτημα παρουσιάζεται στη δημόσια συζήτηση ως ιδιαίτερα κρίσιμο, έως του επιπέδου ακόμα και της ίδιας της «εθνικής επιβίωσης», εντούτοις οι πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος είναι αντιστρόφως ανάλογες των προκλήσεων. Συστηματικά η ελληνική πολιτεία έχει δείξει αδυναμία στην διαμόρφωση μεσομακροπρόθεσμων πολιτικών στήριξης του σύγχρονου τρόπου ζωής, των σύγχρονων τρόπων συγκρότησης των οικογενειών χωρίς αποκλεισμούς και φυσικά των ίδιων των εισοδημάτων που υποστηρίζουν τέτοιες διαδικασίες. Οι προκλήσεις φαίνονται να επιτείνονται καθώς η πανδημία που ήρθε αμέσως μετά την οικονομική κρίση, θα επιδεινώσει το προϋπάρχον αρνητικό περιβάλλον για την απόκτηση παιδιού» αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς.
Κάποτε τα πηγαίναμε καλά…
Όπως σημειώνει η φετινή μελέτη του Ινστιτούτου «Δημογραφικές Εξελίξεις και Προκλήσεις», ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο αυξήθηκε κατά 3,1 εκατομμύρια (7,6 εκατ. το 1951, 10,7 το 2020). Η αύξηση αυτή που ήταν συνεχής μέχρι το 2010, χρονιά από την οποία ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται, έγινε με διαφοροποιημένους ρυθμούς και είχε διαφορετικά αίτια και πηγές τροφοδότησης. Αρχικά τα μεγάλα κύματα εξόδου προς το εξωτερικό των δεκαετιών 1950 και 1960 υπερκαλύφθηκαν από τα ιδιαίτερα υψηλά φυσικά ισοζύγια των ίδιων δεκαετιών. Στη συνέχεια, η συρρίκνωση των φυσικών ισοζυγίων της περιόδου 1980 – 2010 αναπληρώθηκε από τα θετικά μεταναστευτικά ισοζύγια, με αποτέλεσμα την συνέχιση της αύξησης μέχρι και τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ού αιώνα. Τέλος, η μείωση μετά το 2010 του πληθυσμού μας, οφείλεται κυρίως στο ότι για πρώτη φορά στην μεταπολεμική δημογραφική ιστορία της χώρας, τα φυσικό ισοζύγια είναι αρνητικά.
Ένας παράγοντας που δεν θα πρέπει να αγνοείται είναι η ανάδυση μετά το 2010 ενός νέου κύματος μετανάστευσης. Από τη χώρα μας έφυγαν πρωτίστως εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Η φυγή αυτή επικεντρώνεται σε νέους αναπαραγωγικής ηλικίας (25 - 45 ετών) και δεν αναμένεται να ανακοπεί σύντομα – εν αντιθέσει με αυτήν των αλλοδαπών που ζούσαν στον τόπο μας και έφυγαν την περίοδο της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, η ένταση της οποίας βαίνει μειούμενη. Έτσι, το μεταναστευτικό ισοζύγιο της δεκαετίας που ολοκληρώθηκε ήταν αρνητικό.
Η πορεία των θανάτων στην Ελλάδα και οι λόγοι που πεθαίνουμε
Οι θάνατοι μεταπολεμικά στη χώρα μας αυξάνονται ταχύτατα: 59.500 το 1956, 94.200. το 1990, 105.200. το 2005, 125.000 το 2019. Η αύξηση αυτή προφανώς δεν οφείλεται στο ότι ζούμε λιγότερα χρόνια σήμερα σε σχέση με έξι ή επτά δεκαετίες πριν, αλλά στην ταχεία αύξηση του πληθυσμού των ατόμων μεγάλων ηλικιών, οι οποίοι έχουν και υψηλές πιθανότητες θανάτου καθώς το 58% των θανάτων το 1956 και το 87 των θανάτων το 2019 αφορούν άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών. «Η αύξηση αυτή έχει συμβάλει, σε συνδυασμό με την χαμηλή γονιμότητα στην επιτάχυνση της δημογραφικής γήρανσης, στην ανάδυση μιας μη αναστρέψιμης τάσης που ως τέτοια πρέπει να αξιολογηθεί και να αντιμετωπιστεί» αναφέρει η μελέτη του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ υπό τον καθηγητή Δημογραφίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνη.
Παρόλη την αύξηση του πλήθους των θανάτων η προσδοκώμενη ζωή στην γέννηση αυξάνεται ταχύτατα. Έτσι, αν οι άνδρες και οι γυναίκες ζούσαν λίγο περισσότερα από 63 – 66 χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και 75,6 – 80,9 το 2000, σήμερα η προσδοκώμενη ζωή στην γέννηση υπερβαίνει πλέον τα 79 έτη στους άνδρες και τα 84 έτη στις γυναίκες. Τα κέρδη της είναι σημαντικότερα για τις γυναίκες, με αποτέλεσμα η διαφορά στην προσδοκώμενη ζωή στην γέννηση ανάμεσα στα δυο φύλα να διευρυνθεί, καθώς οι γυναίκες ζουν σχεδόν 5 χρόνια περισσότερα από τους άνδρες το 2019 (+ 3,3 έτη το 1951). Αυτό είχε αποτέλεσμα και την αναντιστοιχία στις μεγάλες ηλικίες ανάμεσα στα δύο φύλα, καθώς στην ομάδα των 85 ετών και άνω το 60% είναι γυναίκες.
Γιατί ζούμε περισσότερο
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση οφείλεται αρχικά στη μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, μετά στη συρρίκνωση της θνησιμότητας των ενηλίκων και στη συνέχεια, όλο και περισσότερο, στη μείωση της θνησιμότητας των μεγαλύτερων ηλικιών όπου συγκεντρώνονται και οι περισσότεροι θάνατοι. Έτσι και στη χώρα μας, όπως και σε όλες άλλες τις ανεπτυγμένες χώρες αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μολυσματικές ασθένειες που ήταν προπολεμικά η αιτία ενός μεγάλου % θανάτων μειώθηκαν ακόμη περισσότερο οδηγώντας σε σημαντική αύξηση το προσδόκιμο ζωής των ενηλίκων.
Τις τελευταίες όμως δεκαετίες οι παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και οι καρκίνοι αναδείχθηκαν ως κύριες αιτίες θανάτου. Στο πλαίσιο δε της «καρδιαγγειακής επανάστασης», η προοδευτική καταπολέμηση των καρδιοπαθειών και των νοσημάτων των εγκεφαλικών αγγείων χάρη στη σημαντική εξέλιξη στη πρόληψη και τη θεραπεία οδήγησε στη μείωση της θνησιμότητας από τις αιτίες αυτές, ενώ η θνησιμότητα από τον καρκίνο άρχισε και αυτή να περιορίζεται χάρη σε προηγμένες διαγνώσεις-βελτιώσεις στη θεραπεία του, αλλά και εξαιτίας των αλλαγών των συμπεριφορών (βλ. πχ. κάπνισμα).
«Θερίζουν» οι παθήσεις του κυκλοφορικού και οι καρκίνοι
Τέλος, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 καταγράφεται μια επιβράδυνση των κερδών του προσδόκιμου ζωής. Αν και αυτή δεν αφορά μόνον την Ελλάδα, στη χώρα μας οι ρυθμοί αύξησης των προσδόκιμων είναι βραδύτεροι σε σχέση με άλλα κράτη, με αποτέλεσμα η χώρα μας σήμερα να έχει χάσει την σχετικά προνομιακή θέση που κατείχε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ανάμεσα στις προ της διεύρυνσης της χώρες της Ε.Ε. Η πιο αργή αύξηση των κερδών σε έτη ζωής την περίοδο 1995-2019 οφείλεται στη λιγότερο – σε σχέση με τις χώρες αυτές – αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες και αποδίδεται στις αδυναμίες του δημοσίου συστήματος υγείας μας, ενός συστήματος που βασιζόταν – και βασίζεται ακόμη- κυρίως, στη νοσοκομειακή και στην εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη εις βάρος μιας ολοκληρωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Η υφιστάμενη κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας, οι αδυναμίες και τα προβλήματά του εξηγούν ταυτόχρονα, σε μεγάλο βαθμό, και την θέση της χώρας μας το 2017 με βάση έναν άλλο δείκτη, τα έτη «υγειούς ζωής» μετά τα 65 χρόνια. Ειδικότερα, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση ανάμεσα σε 19 ευρωπαϊκές χώρες (μόλις 7,4 έτη) και την 17η θέση αντίστοιχα στις γυναίκες (7,2 έτη).
Ως εκ τούτου, η διαφορά ανάμεσα στην προσδοκώμενη ζωή στα 65 και στα έτη «υγειούς ζωής» μετά την ηλικία αυτή ανέρχεται στα 11,2 έτη για τους άνδρες και 14,2 για τις γυναίκες (3,6 και 5,7 έτη αντίστοιχα για την Σουηδία). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μόνον το 40% του εναπομείναντα ζωής μετά τα 65 στους άνδρες και το 33% στις γυναίκες διανύονται σε «καλή κατάσταση υγείας», γεγονός που είναι ανησυχητικό, ιδιαίτερα δε σε περιπτώσεις επιδημιών (όπως αυτή της COVID-19).
Η πορεία των γεννήσεων στην Ελλάδα και η μείωση της γονιμότητας
Οι γεννήσεις συρρικνώνονται μετά το 1980 και βρίσκονται σήμερα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτά των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την αύξηση των θανάτων, την εμφάνιση για πρώτη φορά τα τελευταία εκατό χρόνια στη χώρα μας – αν εξαιρέσουμε την Κατοχή – σταθερά αρνητικών φυσικών ισοζυγίων. Στο σημείο αυτό οφείλουμε όμως να σημειώσουμε κάποιες επισημάνσεις:
- Οι γεννήσεις κάθε χρονιά είναι προϊόν δύο ανεξάρτητων παραγόντων: του πλήθους των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και του τελικού αριθμού των παιδιών που θα κάνουν (ως και της ηλικίας που θα κάνουν τα παιδιά τους). Το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στη χώρα μας έχει αρχίσει –και θα συνεχίσει- να μειώνεται τις αμέσως επόμενες δεκαετίες αν δεν υπάρξουν εξαιρετικές αλλαγές (αν δηλαδή δεν έχουμε εκ νέου μια μαζική είσοδο νέων αλλοδαπών). Η μείωση αυτή θα έχει προφανώς αρνητική επίπτωση στις γεννήσεις, μια επίπτωση που θα μπορούσε να αντισταθμισθεί μερικώς εάν: α) οι νεότερες γενεές αρχίσουν να κάνουν όλο και λίγο περισσότερα παιδιά απ’ ότι οι γονείς τους ή/και β) αρχίσουν να τα κάνουν σε όλο και μικρότερη ηλικία.
- Η γονιμότητα υπολογίζεται είτε σε μια χρονιά (συγχρονική γονιμότητα), είτε σε μια γενεά – η ομάδα γενεών – (διαγενεακή γονιμότητα). Υπάρχει δε ένα όριο που είναι σημαντικό, το καθαρό όριο αναπαραγωγής. Είναι μια τιμή (μέσος αριθμός παιδιών /γυναίκα) που προσδιορίζει, λαμβάνοντας υπόψη και την θνησιμότητα, εάν ένας πληθυσμός μέσο-μακροπρόθεσμα θα αυξηθεί, θα μειωθεί η ακόμη θα σταθεροποιηθεί, στη περίπτωση που δεν παρεμβαίνει η μετανάστευση. Η ένταση της γονιμότητας στην συγχρονική ανάλυση δίδεται με τον συγχρονικό δείκτη (ΣΔΓ) στην δε διαγενεακή με τον Διαγενεακό Δείκτη (ΔΔΓ). Αν και οι τιμές των δυο αυτών δεικτών εκφράζονται με το ίδιο μέτρο (μέσος αριθμός παιδιών/γυναίκα), οι διαφορές ανάμεσα στις δυο προσεγγίσεις της γονιμότητας είναι σημαντικές καθώς ο πρώτος δείκτης επηρεάζεται από τη συγκυρία, ενώ ο δεύτερος ελάχιστα.
Η… προσπέραση με το αυτοκίνητο
Έτσι είναι δυνατόν να έχουμε υψηλές μεν τιμές των ετησίως υπολογιζόμενων δεικτών (των ΣΔΓ) και ταυτόχρονα χαμηλότερες αυτών τιμές των δεικτών γονιμότητας των γενεών που τεκνοποιούν την περίοδο που υπολογίζουμε τους ετήσιους ΣΔΓ (και το αντίστροφο). Η άλλως, μεταφορικά, το ότι κάποια στιγμή τρέχουμε με το αυτοκίνητό μας με 160 χιλ. κάνοντας μια προσπέραση, αυτό δεν σημαίνει ότι θα διανύσουμε μια απόσταση 320 χιλιομέτρων, σε 2 ώρες με μέση ταχύτητα 160 χιλ./ώρα. Και αντιστρόφως, αν κάποια στιγμή επιβραδύνουμε και η ταχύτητα μας είναι μόλις 80 χιλ., αυτό δεν σημαίνει ότι θα διανύσουμε τα 320 χιλιόμετρα σε 3ωρες, με μια μέση ωριαία ταχύτητα των 80 χιλιομέτρων.
Κλασικό παράδειγμα των προαναφερθέντων αποτελεί η χώρα μας. Στην Ελλάδα, αντίθετα από τις τρέχουσες απόψεις, η γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1940 και άρχισαν να κάνουν παιδιά μεταπολεμικά δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα υψηλή καθώς καμιά από τις γενεές αυτές (γενεές για τις οποίες μπορούμε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία να υπολογίσουμε την τελική γονιμότητα, τον αριθμό δηλαδή των παιδιών που έφεραν στον κόσμο) δεν εξασφάλισε την αναπαραγωγή της (δηλαδή δεν αντικαταστάθηκε κάθε μητέρα από μια κόρη αν λάβουμε υπόψη και την θνησιμότητα). Στις γενεές δε των γυναικών που γεννήθηκαν μετά τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 η πτώση της γονιμότητας επιταχύνεται καθώς αν οι γυναίκες που γεννηθήκαν 1955-59 έφεραν τον κόσμο 1,9 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν το 1965 1,8, οι δε γεννηθείσες 1980 θα κάνουν πιθανότατα κατά μέσο όρο λιγότερα από 1,50 παιδιά. Ταυτόχρονα, η μέση ηλικία στη γέννηση αυξάνεται συνεχώς: 25,5 έτη στην γενεά του 1960, 31 έτη (εκτίμηση) στην γενεά του 1980.
Η μη αντικατάσταση της κόρης
Σε αντίθεση με την γονιμότητα των γενεών που είναι φθίνουσα οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας (ΣΔΓ) ανάμεσα στο 1950 και το 2019 ακολούθησαν διαφοροποιημένες πορείες: σταθεροποιήθηκαν σε σχετικά ψηλά επίπεδα τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (>2,0 παιδιά), κατέρρευσαν τις δυο επόμενες, ανορθώθηκαν μερικώς την δεκαετία του 2000 και μειώθηκαν μετά το 2010, λαμβάνοντας εκ νέου πολύ χαμηλές τιμές (κάτω από 1,4 παιδιά/γυναίκα).
Με βάση τα προαναφερθέντα, το συμπέρασμα είναι προφανές: ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις των συγχρονικών δεικτών οι γυναίκες που γεννήθηκαν μεταπολεμικά κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά από τις μητέρες τους και καμιά από αυτές δεν αναπαράχθηκε. Η διαφορά δε ανάμεσα στα παιδιά που φέρνουν στον κόσμο και σε αυτά που θα επέτρεπε να κάνουν για να αναπαραχθούν πλήρως (να αντικατασταθεί δηλαδή κάθε μητέρα από μια κόρη) αυξάνεται, με αποτέλεσμα στις νεότερες γενεές το «έλλειμμα» αυτό να ανέρχεται σε 0,6 παιδιά (2,07 – 1,50).
Ο ρόλος των μεταναστευτικών ρευμάτων
Τα μεταναστευτικά ρεύματα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις μεταβολές του μεγέθους του πληθυσμού μας μεταπολεμικά και, εν μέρει, και στην κατανομή του ανά ηλικία. Αναφέρουμε απλώς εδώ ότι η Ελλάδα, παραδοσιακή χώρα εξόδου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, μεταβάλλεται από το 1990 πλέον σε χώρα εισόδου, και τα δεδομένα των τελευταίων απογραφών το επιβεβαιώνουν: οι αλλοδαποί ανέρχονται το 1981 σε 180.000 άτομα (εκ των οποίων 76% από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες αποτελώντας λιγότερο από το 2% του συνολικού πληθυσμού). Μια δεκαετία αργότερα, το 1991, ο πληθυσμός τους δεν μεταβάλλεται σημαντικά, αν και οι προερχόμενοι από τις πλέον ανεπτυγμένες χώρες αποτελούν λιγότερο από το 50% του συνόλου.
Το 2001 όμως υπερτετραπλασιάζονται καθώς καταγράφονται στην απογραφή του έτους 762.000 άτομα μη έχοντα την ελληνική υπηκοότητα (6% του πληθυσμού της χώρας μας που αγγίζει πλέον τα 11 εκατομμύρια). Τέλος, στην τελευταία διενεργηθείσα απογραφή (2011), ο πληθυσμός τους ανέρχεται πλέον στις 912.000, αυξημένος κατά 150 χιλ. σε σχέση με το 2001. Η πρόσφατη κρίση αλλάζει όμως εκ νέου την φορά των ροών και το ισοζύγιο εισόδων και εξόδων γένεται εκ νέου αρνητικό μέχρι και το 2015 (-252.00 κατά την ΕΛΣΤΑΤ), καθώς οι μεν εισερχόμενοι ανέχονται σε 360.000, ενώ οι εξερχόμενοι υπερβαίνουν τις 612 χιλ. Οι έξοδοι οι οποίοι συνεχίζονται μέχρι σήμερα αφορούν κυρίως δύο μεγάλες ομάδες:
- τους εγκατεστημένους τις δυο προηγούμενες δεκαετίες αλλοδαπούς – που επιστρέφουν στις χώρες τους εξ αιτίας της κρίσης και
- νέους (25-34 ετών) ή λιγότερο νέους Έλληνες (35-45 ετών) με έντονη συμμετοχή στις ηλικιακές αυτές ομάδες αυτές των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως και των ατόμων με κάποια μεταναστευτική – άμεση η έμμεση – εμπειρία (δεύτερη η τρίτη γενεά μελών νοικοκυριών που είχαν μεταναστεύσει στο παρελθόν σε κάποια ευρωπαϊκή συνήθως χώρα και επέστρεψαν τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ελλάδα).
Οι είσοδοι δε αφορούν νέους αλλοδαπούς (κυρίως οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες) και Έλληνες μεγαλύτερων ηλικιών.
Οι παράτυποι μετανάστες ήρθαν για να μείνουν
Στο σημείο αυτό οφείλουμε όμως να σημειώσου και τις σημαντικές αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία έτη («προσφυγική κρίση») καθώς, σε αντίθεση με τις δεκαετίες του ’90 και του 2000 ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των μετά το 2013 παρατύπως εισερχομένων αλλοδαπών προέρχεται από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ασίας αρχικά και της Αφρικής στη συνέχεια, καθώς οι συγκρούσεις κυρίως στη ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και, δευτερευόντως σε κάποιες άλλες αφρικανικές χώρες δημιούργησαν νέα μαζικά ρεύματα φυγής.
Αν και οι εισελθόντες μετά το 2010 δεν είχαν στόχο να εγκατασταθούν στη χώρα μας, αλλά να μετακινηθούν σε κάποια από τις «ελκτικές» χώρες της Ε.Ε, ένα τμήμα τους παρέμεινε στην Ελλάδα με αποτέλεσμα, την αύξηση τόσο του πληθυσμού των αλλοδαπών (+ 90.000) όσο και του ειδικού τους βάρους ανάμεσα στο 2015 και το 2020. Έτσι σήμερα ο πληθυσμός μας, με δεδομένα τα αρνητικά πρόσημα του φυσικού ισοζυγίου και τις αλλαγές των πρόσημων των μεταναστευτικών ισοζυγίων την τελευταία δεκαετία υπολείπεται αυτού της 1/1/2011 κατά 400.000 περίπου με τους αλλοδαπούς να αποτελούν το 8,5% του συνόλου.
Τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν για να ανακοπεί η υπογεννητικότητα
«Επιγραμματικά και μόνον μπορούμε να αναφέρουμε ότι για ανορθωθεί η γονιμότητα στις νεότερες γενεές απαιτείται: α) μια αλλαγή των αναπαραγωγικών συμπεριφορών, η οποία χρειάζεται χρόνο και προϋποθέτει την πλήρωση δύο συνθηκών: την προοδευτική αλλαγή των κυρίαρχων αξιών και την αντικατάστασή τους από αξίες που «ευνοούν» περισσότερο την τεκνογονία, και β) τη δημιουργία ενός γενικότερου ευνοϊκού περιβάλλοντος – που σήμερα δεν υπάρχει – και που θα επιτρέψει την υλοποίηση από τις νεότερες γενεές του επιθυμητού μεγέθους οικογένειας (γύρω από τα δύο παιδιά)» επισημαίνει ο καθηγητής Δημογραφίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνης στη μελέτη του «Δημογραφικές Εξελίξεις και Προκλήσεις» που εκπόνησε για το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ.
Μέριμνα για την οικογένεια και το παιδί
Σε τι συνίσταται όμως το ευνοϊκότερο αυτό περιβάλλον, ποιες είναι οι συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν στα νέα ζευγάρια να κάνουν τον επιθυμητό αριθμό παιδιών στον χρόνο που επιθυμούν και ποια μέτρα θα βοηθήσουν στην δημιουργία των συνθηκών αυτών; Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του, ανεξαρτήτως της μορφής της (συμβίωση με/χωρίς σύμφωνο, γάμος, μονογονεϊκή οικογένεια) και ταυτόχρονα, εκτός των άλλων, να στοχεύουν και στη μέγιστη δυνατή μείωση των διαφορών του επιπέδου διαβίωσης των οικογενειών μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων που απορρέουν από την έλευση ενός παιδιού.
Μέτρα επομένως που δεν στοχεύουν μόνον στη μείωση του οικονομικού κόστους (άμεσου/έμμεσου) που προκύπτει από την γέννηση και το μεγάλωμα κάθε παιδιού, αλλά και: α) στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, β) στην άρση των έμφυλων διακρίσεων και εκτός του δημόσιου χώρου, και γ) στη μερική κάλυψη βασικών κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι γονείς (στήριξη στην περίπτωση απώλειας της εργασίας, ενεργές πολιτικές για τη επανένταξη στην αγορά εργασίας, υψηλό σχετικά ελάχιστο διασφαλισμένο κατώτατο εισόδημα, κ.α.).
Έτσι, αν δεχθούμε ότι η χαμηλή γονιμότητα έχει ήδη θέσει –και θα θέσει – προβλήματα, θα πρέπει κατ’ αρχάς να ληφθούν άμεσα μέτρα που να διευκολύνουν τα νέα ζευγάρια /τις νέες γυναίκες να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν, και, επομένως: α) σε μια πρώτη φάση, να ανακοπούν οι πτωτικές τάσεις της γονιμότητας, και, β) σε μια δεύτερη φάση, να αναστραφούν. Στόχος θα πρέπει να είναι κατά την γνώμη μας η προοδευτική αύξηση της τελικής γονιμότητας των νεότερων γυναικών από 1,6 (γενεά 1970) σε 1,9 παιδιά/γυναίκα και η συγκράτηση των γεννήσεων σε μια πρώτη φάση σε επίπεδα υψηλοτέρα των 80.000 ετησίως, στόχος που είναι όμως δύσκολο να επιτευχθεί αν λάβουμε υπόψη και την αναμενόμενη μείωση του πληθυσμού των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας τις επόμενες δεκαετίες.
Ειδικότερα δε μεγαλύτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ανακοπή της αύξησης της τελικής ατεκνίας, της αύξησης δηλαδή του ποσοστού επί τοις εκατό των γυναικών χωρίς παιδιά (μεγαλύτερο από 20% στις γενεές 1970 – 1974, 14% στην γενεά του 1940).
Οφείλουμε τέλος να υπενθυμίσουμε ότι i) τα όποια μέτρα ληφθούν, δεν θα αλλάξουν ριζικά άμεσα τις υφιστάμενες τάσεις, αλλά σε κάποιο βάθος χρόνου και ii) όπως το έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα εάν δεν υπάρχει ένα γενικότερο ευνοϊκό στην τεκνογονία περιβάλλον.
Ποια είναι τελικά η λύση;
Οι όποιες παρεμβάσεις για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος που ταλανίζει τη χώρα μας, ή έστω του περιορισμού του, θα πρέπει όπως τονίζεται και στη σχετική έκθεση της διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για το Δημοκραφικό, «να επικεντρωθούν βασικά στην μετανάστευση και τη γονιμότητα». Ειδικότερα, θα πρέπει καταρχάς, να τεθεί ως κεντρικός στόχος η ανακοπή της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό. Αυτό, προφανώς, συνδέεται, αφενός μεν, με την ριζική αλλαγή της οικονομικής κατάστασης και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μεγέθυνσης και αφετέρου με ενεργές πολιτικές ενσωμάτωσης των εγκατεστημένων αλλοδαπών και προσέλκυσης νέων που θα πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Πρακτικά θα πρέπει να υπάρξει ταχύτατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μείωση της ανεργίας των νέων και αύξηση των αμοιβών. Τέλος, κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν την προηγούμενη δεκαετία και μια ενεργή και συνεκτική́ μεταναστευτική́ πολιτική́. Καλή είναι η θεωρία, δύσκολη όμως η πράξη.