Οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους μια απλοϊκή εικόνα για την Επανάσταση του 1821. Γνωρίζουν ότι πριν από δύο αιώνες το Γένος ξεσηκώθηκε κατά του Οθωμανού κατακτητή και πως χάρις στον ηρωισμό των Ελλήνων και τη συνδρομή των φιλελλήνων αποκτήσαμε ανεξάρτητο κράτος. Εν πολλοίς σωστό μέχρι εδώ.
Δεν υπεισέρχονται όμως σε λεπτομέρειες που αφορούν τη φρίκη του εννεαετούς πολέμου, την κτηνωδία των στρατευμάτων του σουλτάνου, τη βαρβαρότητα των Τούρκων αλλά ενίοτε και τις «μαύρες σελίδες» των Ελλήνων, όσον αφορά την εφευρετικότητα των βασανιστηρίων.
Δυστυχώς ένας πόλεμος έχει πολλά τέτοια περιστατικά…
Έβαλαν σε τσουβάλι με φίδια, γυναίκα οπλαρχηγού
Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων στην περιοχή της Μακεδονίας το 1822, δεν στέφθηκε με επιτυχία όπως συνέβη με τον Μοριά και τη Ρούμελη. Οι Τούρκοι έλαβαν από νωρίς προληπτικά μέτρα, φυλακίζοντας μεταξύ άλλων ως ομήρους, μέλη των σημαντικότερων τοπικών οικογενειών. Οπλαρχηγοί όμως όπως ο Αναστάσιος Καρατάσος, ο Αγγελής Γάτσος και ο πρόκριτος Ζαφειράκης Θεοδοσίου αρνήθηκαν να προσέλθουν στο «κάλεσμα» του Οθωμανού διοικητή της Θεσσαλονίκης και έχοντας εκτεθεί με αυτή τους την πράξη, κήρυξαν την Επανάσταση.
Μέσα Απριλίου ωστόσο, η στρατιά του πασά της Θεσσαλονίκης με 20.000 άνδρες (εκ των οποίων οι μισοί ανήκαν στον τακτικό στρατό) κατέστρεψε την πόλη της Νάουσας κατόπιν πολιορκίας, παραδίδοντάς την σε μια κόλαση φωτιάς. Σφαγιάστηκαν χιλιάδες κάτοικοι, ενώ όσοι γλίτωσαν πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Κάποιες απ’ τις γυναίκες μάλιστα, για να γλιτώσουν την ατίμωση κατευθύνθηκαν τρέχοντας μαζί με τα παιδιά τους προς τον ποταμό Αράπιτσα και προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό.
Ο 50χρονος πρόκριτος Ζαφειράκης Θεοδοσίου σκοτώθηκε στην Επισκοπή Βεροίας. Κατόπιν Οθωμανοί στρατιώτες του έκοψαν το κεφάλι και το έμπηξαν σε ένα κοντάρι προς εκφοβισμό των υπόλοιπων Ελλήνων), ενώ οι οπλαρχηγοί Αναστάσιος Καρατάσος και Αγγελής Γάτσος, κατάφεραν να διαφύγουν. Σκληρή όμως ήταν η μοίρα που περίμενε τις συζύγους των τριών ηρώων. Ο πασάς επιχείρησε με απειλές να τις εξαναγκάσει να ασπαστούν το Ισλάμ. Υπό το φόβο των βασανιστηρίων, ενέδωσε μονάχα η γυναίκα του Γάτσου. Οι άλλες δύο υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια μπροστά από το μέγαρο του διοικητηρίου της Νάουσας. Τις έβαλαν μέχρι το λαιμό σε σάκους γεμάτους με ποντίκια και γάτες, ενώ τη γυναίκα του Καρατάσου εκτός των άλλων, πριν ξεψυχήσει, την έβαλαν και σε ένα τσουβάλι γεμάτο με φίδια.
Τους ανάγκαζαν να σουβλίζουν τους συγγενείς τους
Η βαρβαρότητα είχε ξεκινήσει όμως από τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί Ιωάννης Γρυντάκης, Γεώργιος Δάλκους, Άγγελος Χόρτης και Έκτορας Χόρτης στο βιβλίο τους «Όσα δεν γνωρίζατε για την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821» (εκδόσεις Μεταίχμιο), οι Τούρκοι προκειμένου να εκφοβίσουν τους εξεγερμένους, προχωρούσαν συστηματικά σε αγριότητες.
Στην Πάτρα συνέλαβαν έναν πατέρα με τον γιο του. Αφού τους ανασκολόπισαν περνώντας από τα σπλάχνα ένα μυτερό σιδεροπάλουκο που έφτανε μέχρι το στήθος, άναψαν μια φωτιά και ανάγκασαν τους άλλους αιχμαλώτους να τους ψήνουν σαν να ‘ταν αρνιά. Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής των Ιωαννίνων, διακατεχόταν από ακόμη μεγαλύτερη διαστροφή. Ανάγκαζε να γυρίζουν τη σούβλα οι συγγενείς των βασανισμένων. Όσοι δεν το έπρατταν είχαν την ίδια μοίρα με τους ανασκολοπισμένους.
Κρέμασαν το ήδη νεκρό σώμα του μητροπολίτη και το πέταξαν στη θάλασσα
Σε μια άλλη περίπτωση, μετά τον απαγχονισμό του εθνομάρτυρα Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγόριου Ε’, ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα το 1821, οι Τούρκοι συνέλαβαν μέσα στα επόμενα λεπτά και τους μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιο, Εφέσου Διονύσιο, Νικομήδειας Αθανάσιο, Δέρκων Γρηγόριο, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ Αδριανουπόλεως Δωρόθεο και Τυρνάβου Ιωαννίκιο. Οι τρεις πρώτοι απαγχονίστηκαν λίγες ώρες αργότερα σε διάφορα σημεία της Κωνσταντινούπολης, ενώ στο στήθος τους είχε τοποθετηθεί υβριστική επιγραφή που τους χαρακτήριζε προδότες και αποστάτες.
Ο μητροπολίτης Νικομήδειας Αθανάσιος όμως, είχε αφήσει την τελευταία του πνοή πριν φτάσει στον τόπο της εκτέλεσης. Αυτό όμως όπως φαίνεται δεν πτόησε τους μουσουλμάνους που έκριναν σκόπιμο να του περάσουν τη θηλιά στο κεφάλι και να τη σφίξουν δυνατά στο λαιμό, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο πλέον για ένα άψυχο κορμί. Το πτώμα του ανώτατου ορθόδοξου ιεράρχη (όπως και των άλλων δύο), παρέμεινε κρεμασμένο επί τρεις ημέρες. Μετά την αποκαθήλωσή του σύρθηκε και διαπομπεύτηκε ατιμωτικά στους δρόμους της Πόλης από τον όχλο, πριν πεταχτεί στη θάλασσα. Το ανέσυραν όμως ευσεβείς χριστιανοί και το έθαψαν. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τα πτώματα των μητροπολιτών Αγχιάλου Ευγένιου και Εφέσου Διονύσιου.
Ένα εξάχρονο αγόρι έκοψε τα μάτια και τ’ αυτιά αιχμαλώτου
Ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου, θεωρούταν ικανός στρατηγός αλλά ήταν ταυτόχρονα πολύ απάνθρωπος στη συμπεριφορά του έναντι των αιχμαλώτων.
Όπως αναφέρει ο αείμνηστος ιστοριοδίφης Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Βασανιστήρια και εξουσία – Από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία ως την εποχή μας» (εκδόσεις Πιρόγα) για να διασκεδάσει κάποτε ο διοικητής που παραλίγο να καταπνίξει την ελληνική Επανάσταση, διέταξε έναν Έλληνα αιχμάλωτο να γονατίσει μπροστά του. Ακολούθως πρόσταξε ένα εξάχρονο Αιγυπτιόπουλο να τον αποκεφαλίσει. Το παιδάκι, που είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους φρικαλεότητες, για να… «διασκεδάσει» έβγαλε με το σπαθί που του έδωσαν τα μάτια του αιχμαλώτου, του έκοψε τ’ αυτιά και τον χτύπησε πολλές φορές στον αυχένα, αλλά δεν είχε τη δύναμη να του κόψει το κεφάλι.
Μερικοί Γάλλοι αξιωματικοί που παρακολουθούσαν το μακάβριο θέαμα ζήτησαν από τον Ιμπραήμ να διατάξει τον μικρό να σταματήσει και να χαρίσει τη ζωή του αιχμαλώτου. Ο Ιμπραήμ συναίνεσε. Λίγες ώρες αργότερα όμως, ο Έλληνας υπέκυψε στα τραύματά του.
Τον έχτισαν για να τον φάνε οι μύγες
Όπως αναφέραμε, «μαύρες σελίδες» έγραφαν ενίοτε και οι Έλληνες εκείνη την εποχή, ιδίως όσον αφορά τις μορφές των βασανιστηρίων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα σκληρή και βρισκόμαστε μεσούντος του πολέμου. Η τιμωρία για όποιον Έλληνα πρόδιδε μυστικά του Αγώνα στον εχθρό, ήταν πολύ σκληρή και λειτουργούσε παραδειγματικά.
Στο στρατόπεδο του επιφανή Ιθακήσιου οπλαρχηγού Οδυσσέα Ανδρούτσου έφεραν το 1822 έναν παπά, που είχε πάνω του γράμματα του πασόμπεη Ομέρ Βρυώνη τα οποία απευθύνονταν στους Τούρκους του Ακρόκορθου, όπως έλεγαν τότε τον βράχο του Ακροκόρινθου. Ήταν προφανές ότι ο ιερέας πρόσφερε υπηρεσίες στον εχθρό. Επειδή όμως αρνιόταν την ενοχή του, άρχισαν να τον βασανίζουν μέχρι να ομολογήσει. Αρχικά του έκαψαν τα νύχια με πυρωμένο σίδερο και άρχισαν να του σπάνε ένα – ένα τα δάχτυλα του χεριού. Στη συνέχεια τον έχτισαν μέχρι το λαιμό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κουνηθεί και ακολούθως του άλειψαν ολόκληρο το πρόσωπο με μέλι. Σε λίγη ώρα χιλιάδες μύγες γέμισαν το πρόσωπό του και άρχισαν να τον τσιμπούν. Επί μέρες υπέφερε φρικτά σε αυτή την κατάσταση μέχρι που ξεψύχησε.
«Να της κόψουμε το δάχτυλο»
Ένα άλλο επαχθές περιστατικό καταγράφηκε στην περιοχή της Άρτας, το πρώτο έτος του πολέμου. Μετά τις μάχες που διεξήχθησαν στην περιοχή (από τις 12 Νοεμβρίου μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου του 1821) και την υποχώρηση των Ελλήνων εξαιτίας την υπεροπλίας των Τούρκων, πολλοί συμπατριώτες μας έμειναν σχεδόν γυμνοί να περιπλανώνται στην ύπαιθρο. Στο διάβα τους όμως, βρέθηκαν διάφοροι «αγωνιστές» που όχι μόνο δεν έκαναν προσπάθειες να τους περιθάλψουν, αλλά τους άρπαξαν και ό,τι πολύτιμο τους είχε απομείνει. Μια ευκατάστατη γυναίκα φορούσε ένα δαχτυλίδι που όμως δεν μπορούσαν να της το βγάλουν.
Οι αδίστακτοι φουστανελοφόροι ήταν έτοιμοι να της κόψουν το δάχτυλο. Εκείνη άρχισε να κλαίει σπαρακτικά και να τους παρακαλεί να μην της κάνουν τέτοιο κακό. Τους εξηγούσε τα όσα είχε ήδη βιώσει κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Άρτας Τελικά με τα χίλια ζόρια, επέλεξαν να κόψουν προσεκτικά το δαχτυλίδι προκειμένου να αφαιρεθεί από το δάχτυλο.
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.