«…Κάθε φορά που από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου ακούγαμε τη λέξη “Σελέξιον”, δηλαδή διαλογή, λέγαμε: ώς εδώ ήταν, τώρα θα μας πάρουν για το κρεματόριο. Και προσπαθούσαμε να σκαρφιστούμε τρόπους να ξεφύγουμε». Το καθημερινό παιχνίδι με τον θάνατο κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπίρκεναου, για τρεις ανήλικες εβραιοπούλες, αδελφές από το Διδυμότειχο. Και στο τέλος κέρδισαν, χάρη στην ευρηματικότητά τους αλλά και την τύχη.
Επέζησαν και οι τρεις. Αν το να γλιτώσει κάποιος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν «λαχείο», η επιβίωση τριών μικρών κοριτσιών, μάλλον σε θαύμα, όπως λένε οι ίδιες στην εφημερίδα «Καθημερινή» τόσα χρόνια μετά, θα πρέπει να αναχθεί.
Δεκατριών, δέκα και εννιά χρόνων, οι αδερφές Σουλτάνα,Τζούλια και Κολόμπα Αλκαμπές μεταφέρθηκαν το 1943 μαζί με τον πατέρα, τη μητέρα και τα πεντάχρονα δίδυμα αδελφάκια τους με μία απο τις αποστολές θανάτου Ελλήνων Εβραίων στο Μπίρκεναου. Με την άφιξή τους οι Γερμανοί πήραν αμέσως για το κρεματόριο, μαζί με άλλους, τη μητέρα και τα δίδυμα νήπια και έστειλαν σε άλλη πτέρυγα τον πατέρα. Τα τρία κοριτσάκια κλείστηκαν σε ένα κολαστήριο από το οποίο η διοίκησή του φρόντιζε να υπενθυμίζει μέσω μεγαφώνων καθε λίγο και λιγάκι ότι κανείς δεν έχει βγει ζωντανός.
«Ημασταν πάντα μαζί» αφηγείται η Κολόμπα, που μαζί με τις άλλες δύο αδερφές της ζουν σημερα στη Θεσσαλονίκη. «Οταν φώναζαν τα μεγάφωνα “σελέξιον”, ήμασταν υποχρεωμένες όλες οι κρατούμενες να συγκεντρωθούμε μπροστά στο μπλογκ γυμνές και εκεί δύο άντρες Ες Ες και μια γυναίκα διάλεγαν όσους θα πήγαιναν για το κρεματόριο. Ηταν ένα λαχείο το να επιζήσεις και αυτό γιατί έπαιρναν όποιες να ήταν, άρρωστες, γερές, δεν είχε σημασία. Ετσι, εμείς, ενώ ήμασταν πάντα μαζί, σαν ένα σώμα, φροντίζαμε να μην μπαίνουμε ποτέ στη γραμμή η μία μετά την άλλη ώστε να μειώσουμε τις πιθανότητες να μας πάρουν όλες ή και μια μια. Αλλες φορές κρυβόμασταν στους υπονόμους ή κάτω από κρεβάτια στον θάλαμο του νοσοκομείου. Πρέπει να πω ότι μας βοήθησε πολύ μια “μπλοκόβα”, Εβραία capo δηλαδή, από την Πολωνία, η οποία μας συμπαθούσε και έκανε τα στραβά μάτια όταν εξαφανιζόμασταν μέχρι να τελειώσει η διαλογή».
Οι ίδιες, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Καθημερινή», γνώριζαν ότι αν οι υπεύθυνοι για τη «σελέξιον» αντιλαμβάνονταν την απουσία τους θα τις έστελναν κατ’ ευθείαν στους φούρνους. Παρ’ όλα αυτά ρίσκαραν, έχοντας αποδεχθεί τη μοίρα, που υπό τις υφιστάμενες συνθήκες τις προόριζε να γίνουν κάποια στιγμή βορά στο αδηφάγο κρεματόριο. Η θεά Τύχη όμως είχε άλλη γνώμη. «Στα μέσα του ’44 έκαναν τη μαζικότερη διαλογή. Τους πήραν σχεδόν όλους», αφηγείται η Σουλτάνα. «Η Κολόμπα και εγώ κρυφτήκαμε στο νοσοκομείο, αλλά ο έλεγχος έγινε με διαφορετικό τρόπο. Σε αντίθεση με άλλες φορές, όσες θα έγραφαν στον κατάλογο, εκείνες θα ζούσαν.
Πράγματι έγραψαν από 700 γυναίκες γύρω στα 5 ονόματα, μεταξύ των οποίων η “μπλοκόβα” συμπεριέλαβε και εκείνο της Τζούλιας. Τότε ένα κοριτσάκι έτρεξε στο νοσοκομείο και μας είπε: “ελάτε γρήγορα γιατί το κοντρόλ γίνεται διαφορετικά”. Με το που πήγαμε έπιασε μια δυνατή βροχή και το χαρτί με τον κατάλογο διαλύθηκε. Οταν σταμάτησε να βρέχει και έγραψαν πάλι τον κατάλογο η “μπλοκόβα” έβαλε και τα δικά μας ονόματα και έτσι γλιτώσαμε μόνο 8 άτομα…».
Οι τρεις αδελφές ήρθαν αμέτρητες φορές πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο, αλλά την τελευταία στιγμή γλίτωναν! «Προς το τέλος του πολέμου μεταφερθήκαμε, χάρη στο γεγονός ότι η Κολόμπα είχε μάθει καλά τη γερμανική γλώσσα, σε εργοστάσιο πολεμικού υλικού στην Τσεχοσλοβακία όπου μας απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός», λέει η Σουλτάνα. Πολλά χρόνια αργότερα σε ένα κομμωτήριο στην πόλη Μπρεσέβα του Ισραήλ μια γυναίκα ονόματι Φράνια Ερσκοβιτς, φλυαρώντας, μίλησε για τρεις Ελληνίδες αδερφές που βοήθησε στο Μπίρκεναου. Ηταν η «μπλοκόβα»… Μια άλλη πελάτισσα που την άκουσε έτυχε να κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη και τις ήξερε.
Ο επίλογος θα γραφτεί με την πρόσκληση και το ταξίδι της Capo του Μπίρκεναου στη Θεσσαλονίκη…
Μνημείο Ολοκαυτώματος
Δεκαπέντε επιτύμβιες πλάκες από μαύρο γρανίτη, ύψους τριών μέτρων η καθεμία, στις οποίες θα είναι χαραγμένα τα ονόματα των 50.000 Εβραίων της πόλης που εξοντώθηκαν στο Αουσβιτς, θα πλαισιώσουν το υπάρχον μνημείο του Ολοκαυτώματος στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Οι πλάκες, που θα κοπούν και θα διαμορφωθούν με κονδύλια της Γερμανίας, αλλά και Εβραίων των ΗΠΑ, αναμένεται να τοποθετηθούν, όταν ολοκληρωθεί από τον δήμο η ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται ως υπαίθριο πάρκινγκ. Μέχρι τότε θα φυλάσσονται στο εβραϊκό μουσείο της πόλης. Με την ανάπλαση της πλατείας και την ολοκλήρωση της σύνθεσης, ίσως τεθεί οριστικό τέλος στην «Οδύσσεια» του μνημείου. Οι προσπάθειες της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης για να τιμήσει η πόλη τους εξοντωθέντες Εβραίους, τοποθετούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, αλλά οι τοπικές αρχές το απέφευγαν με διάφορα προσχήματα. Χρειάστηκε να πιέσουν οι Εβραίοι της Διασποράς, ο διεθνής Τύπος, αλλά και οι Ελληνες των ΗΠΑ για να αποφασίσει το 1997 ο δήμος την εγκατάστασή του στα ανατολικά της πόλης. Ο χώρος επελέγη παρά τις διαφωνίες της Ισραηλιτικής Κοινότητας που πρότειναν την πλατεία Ελευθερίας, όπου οι Γερμανοί συγκέντρωναν τους Εβραίους για να τους οδηγήσουν σε καταναγκαστικά έργα.
Το 2006 το μνημείο μεταφέρθηκε στην πλατεία Ελευθερίας, καθώς στην μέχρι τότε θέση του επρόκειτο να γίνει υπόγειο πάρκινγκ, αλλά η απόφαση προέβλεπε μόνο… «προσωρινή εγκατάσταση».