Πώς θα σας φαινόταν αν η μετάφραση του «μνήσθητί μου, κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» ήταν «θυμήσου με αφέντη όταν έρθεις στα πράματα»; Ή πως θα σας φαινόταν αν το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν» είχε μετατραπεί σε «κάτω τις κούτρες σας»; Τέλος, τι θα λέγατε αν κάποιος σας έλεγε πως ο «Μυστικός Δείπνος» αλλάζει σε «κρυφό τσιμπούσι» στη δημοτική;
Μπορεί σήμερα όλα τα παραπάνω να ακούγονται ως αστεία ή υποθέσεις ληγμένες που έχουν οριστικά κριθεί, ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά το 1901 οπότε και μια απόπειρα να μεταφραστούν τα Ευαγγέλια, προκάλεσε μια δίχως προηγούμενο αιματηρή κοινωνική αναταραχή που έμεινε στην ιστορία ως τα «Ευαγγελικά».
Σήμερα το «αμετάφραστο» του Ευαγγελίου είναι κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα, ενώ η Καινή Διαθήκη έχει μεταφραστεί στη δημοτική εδώ και δεκαετίες, για να φτάσουμε, ωστόσο, σε αυτό το σημείο προηγήθηκαν πολλά και συγκλονιστικά γεγονότα πολλά από τα οποία (όπως οι παρανοϊκές μεταφράσεις που αναφέρθηκαν νωρίτερα) χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία προπαγάνδας για τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα με αποτέλεσμα η γραμμή ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα να έχει ξεθωριάσει τόσο πολύ που πλέον είναι δύσκολο να εντοπιστεί.
Μια χώρα που ακροβατεί ανάμεσα σε δυο γλώσσες
Την Άνοιξη του 1897 η Ελλάδα έβγαινε «τραυματισμένη» από τον πόλεμο με την Τουρκία με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Η πρώτη τουφεκιά εκείνου του πολέμου έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου με ήττα της Ελλάδας.
Ένα χρόνο μετά από εκείνη την οδυνηρή εμπειρία, η χώρα πορευόταν ακροβατώντας ανάμεσα σε δύο γλώσσες, την καθομιλουμένη δημοτική και την επίσημη καθαρεύουσα. Ο εκσυγχρονισμός- εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος είχε κριθεί αναγκαίος αλλά όπως θα αποδειχθεί αργότερα θα μετατραπεί σε πεδίο μάχης με φόντο την έξαρση του εθνικισμού. Η αρχή εκείνου του εκσυγχρονισμού επιχειρείται στο πιο λάθος πεδίο. Με τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική.
Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1898 από την ίδια την βασίλισσα Όλγα η οποία έδωσε τη σχετική εντολή στη γραμματέα της και λόγια Ιουλία Σωμάκη. Όπως είναι φυσικό η κίνηση αυτή προκαλεί τη μήνη των αρχαϊστών, επειδή, ωστόσο, η μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική είχε ως σύμμαχο τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Προκόπιο Β’ ο οποίος ήταν πιστός στο παλάτι, οι αντιδράσεις αρχικά ήταν χλιαρές.
Το έργο κυκλοφορεί, αν και ποτέ δεν έλαβε την έγκριση της Ιεράς Συνόδου, σε λιγοστά αντίτυπα, διανέμεται κυρίως στα νοσοκομεία και γρήγορα εξαντλείται. Το έργο έφερε την ένδειξη: «Κείμενον και μετάφρασις του Ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του ελληνικού λαού χρήσιν μερίμνη της Α.Μ. της βασιλίσσης των Ελλήνων Ολγας εκδιδόμενα».
Το «Κρυφό Τσιμπούσι» του Πάλλη που προκάλεσε εξέγερση
Και εκεί που τα πράγματα έδειχναν να εκτονώνονται και η Όλγα αργά αλλά σταθερά να εγκαταλείπει την ιδέα της, έρχεται η εφημερίδα «Ακρόπολις» που στις 9 Σεπτεμβρίου 1901 αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες το Ευαγγέλιο του Ματθαίου σε μετάφραση του λογοτέχνη και μέγα δημοτικιστή Αλέξανδρου Πάλλη!
Το έργο αυτό, μάλιστα, έφερε τον τίτλο «Το έργον της Βασιλίσσης η “Ακρόπολις” το συνεχίζει», γεγονός που συγχέει στο μυαλό πολλών τις δυο προσπάθειες χωρίς ποτέ να αποδειχθεί πως το παλάτι είχε εμπλοκή στη δεύτερη απόπειρα μετάφρασης.
Χωρίς να υπάρχει κάπου στη μέση η εμπλοκή της Εκκλησίας, αυτή τη φορά, οι αντιδράσεις ήταν εντονότερες. Ειδικά η οργή που προκλήθηκε ανάμεσα σε καθηγητές και φοιτητές της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν ενδεικτική. Εκδίδουν ανακοίνωση μέσω της οποίας χαρακτηρίζουν τη μεταγλώττιση του Πάλλη «γελοιοποίηση των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων».
Οι αντιδράσεις σταδιακά γενικεύονται με τις εφημερίδες «Σκριπ», «Καιροί» και «Εμπρός», να εμφανίζουν τους δημοτικιστές ως άθεους, προδότες και πράκτορες των Σλάβων, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας Όλγας. Δεν λείπουν, μάλιστα, και δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για… ρούβλια που έχουν σταλεί σε εφημερίδες, για τον σλαβισμό που απλώνεται. Επικρατούν συνθήματα όπως «Κάτω ο σλαβισμός», «Κάτω η Σλάβα» και πλέον η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι.
Μέσα στον γενικό χαμό ακούγεται για πρώτη φορά πως ο Πάλλης έφτασε στο έσχατο σημείο να μεταφράσει τον «Μυστικό Δείπνο» ως «Κρυφό Τσιμπούσι». Η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Το Πατριαρχείο παρεμβαίνει και χαρακτηρίζει τη μετάφραση «βέβηλη».
Και επειδή «ο λύκος στην ανάμπουμπούλα χαίρεται» τη συνεχώς διογκούμενη γενική δυσαρέσκεια για το παλάτι, εκμεταλλεύτηκαν και οι Γερμανοί που δεν ήθελαν τον Γεώργιο και εμφάνιζαν τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τη Σοφία ως την καλύτερη λύση για την Ελλάδα.
Η «δεληγιαννική» αντιπολίτευση πραγματοποιεί σειρά κινητοποιήσεων με μεγαλύτερη εκείνη της 8ης Νοεμβρίου όπου οι συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας είναι αιματηρές, ενώ μεγάλες ζημιές υπέστησαν και τα γραφεία της «Ακρόπολης» που δέχθηκε την οργή των φοιτητών.
Ο απολογισμός των «Ευαγγελικών» και ο μύθος για το «Κρυφό Τσιμπούσι»
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο εκδότης της «Ακρόπολης» σταματά την έκδοση των μεταφράσεων και ζητά συγγνώμη από τους φοιτητές. Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάζεται σε παραίτηση, ενώ πέφτει η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη αν και μόλις την προηγούμενη ημέρα (11 Νοεμβρίου) είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Ακόμα και ο Ζαϊμης που ανέλαβε την πρωθυπουργία κινδύνευσε να λιντσαριστεί από το εξαγριωμένο πλήθος.
Ο τραγικός απολογισμός των αιματηρών επεισοδίων ήταν οκτώ έως έντεκα νεκροί (ανάλογα με την πηγή πληροφόρησης), 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα.
Οι φοιτητές παρέμειναν ταμπουρωμένοι μέσα στο Πανεπιστήμιο μέχρι και τις 12 Νοεμβρίου αλλά το τυπικό τέλος των «Ευαγγελικών» θα έρθει ένα μήνα αργότερα όταν θα πραγματοποιηθεί ένα ακόμα συλλαλητήριο -ειρηνικό αυτή τη φορά- όπου έκαψαν δημόσια αντίτυπο της μετάφρασης του Ευαγγελίου και απαίτησαν την άμεση λήψη μέτρων ώστε κάτι τέτοιο να αποτραπεί στο μέλλον. Κάτι που τελικά πέτυχαν με το «αμετάφραστο των Γραφών» που επέβαλε η αναθεωρητική Βουλή του 1911.
Τέλος, σε ότι αφορά το «Κρυφό Τσιμπούσι» υπήρξαν πολλοί, κυρίως πολιτικοί, ανάμεσα στους οποίους και ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, που υποστήριζαν με… πάσα βεβαιότητα πως ο Πάλλης είχε «μεταχειριστεί χυδαία γλώσσα και είχε εξοργίσει τους φοιτητές, τον πνευματικό κόσμο και βέβαια τους αρχαϊστές»!
Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετοί ιστορικοί που ισχυρίζονται πως τέτοιου είδους μεταφράσεις ουδέποτε έγιναν. Στηρίζουν, μάλιστα, την άποψη αυτή σημειώνοντας πως πουθενά στα τέσσερα ευαγγέλια (που μετέφρασε ο Πάλλης) δεν υπάρχει η φράση «Μυστικός δείπνος» και άρα αν δεν υπάρχει στο πρωτότυπο δεν μπορεί να υπάρχει και στην μετάφραση!