Με καζάνι που βράζει περιγράφεται η ατμόσφαιρα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα των Χριστιανικών κομμάτων. Όσο πλησιάζει η εκπνοή του τρέχοντος προγράμματος χωρίς προοπτική λύσης, τόσο περισσότερο αυξάνεται η οργή, αλλά και η απογοήτευση γερμανών βουλευτών για την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην εφαρμογή των όρων της συμφωνίας του περασμένου Φεβρουαρίου.
Ελπίδες για συνεργασία στο ευρώ εξανεμίζονται
Την ΚΟ του Χριστιανοδημοκρατικού και Χριστιανοκοινωνικού κόμματος ενημέρωσε χθες το απόγευμα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για τη συνάντησή του με τον Γιάνη Βαρουφάκη, αλλά δεν είχε να μεταφέρει κάτι νεώτερο. Σύμφωνα με την εκτίμησή του το κλειδί για την επίλυση της κρίσης συνεχίζει να βρίσκεται στα χέρια της Αθήνας. «Από τη δική μου οπτική γωνία ένα Grexit αποτελεί λύση, γιατί για μένα ο πρωταρχικός στόχος συνοψίζεται στην απόδοση της οικονομίας και στην ανταγωνιστικότητα», μας είπε μετά την ενημέρωση ο χριστιανοδημοκράτης βουλευτής Μαρκ Χάουπτμαν. «Το 2012 και το 2013 επισκέφθηκα την Αθήνα, είδα τις προσπάθειες ιδιωτικοποιήσεων στο λιμάνι του Πειραιά, συνομίλησα με συνεργάτες της TASK FORCE, με θεσμούς, με πολλούς Έλληνες από όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Η εντύπωσή μου ήταν ότι η Ελλάδα βρίσκονταν σε ένα πολύ καλό μονοπάτι μεταρρυθμίσεων. Δυστυχώς η νέα κυβέρνηση Τσίπρα εγκατέλειψε αυτό το μονοπάτι και παίζει ένα παιγνίδι, όπου από τη μια πλευρά ζητά αλληλεγγύη χωρίς να είναι διατεθειμένη από την άλλη να εφαρμόσει του όρους γι’ αυτήν την αλληλεγγύη. Υπό αυτό το πρίσμα οι ελπίδες για συνέχιση της συνεργασίας μέσα στο ευρώ τείνουν προς το τέλος».
Οι επικριτικές θέσεις του Μαρκ Χάουπτμαν απηχούν ανάλογες μεγάλης μερίδας κομματικών συναδέλφων του. Δεν είναι βουλευτές της πρώτης γραμμής, γνωστοί σε ένα ευρύτερο γερμανικό κοινό, αλλά βρίσκονται στον πυρήνα του κόμματος και η ψήφος τους θα φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την καγκελάριο, εάν χρειαστεί να συγκληθεί η Ολομέλεια για να εγκρίνει τυχόν τρίτο πακέτο στήριξης ή διορθωτικές παρεμβάσεις στο τρέχον πρόγραμμα.
«Δεν θα είχε νόημα τρίτο πακέτο»
Η γκρίνια για την πολιτική της καγκελαρίου γίνεται πιο έντονη στην οικονομική πτέρυγα του Χριστιανοδημοκρατικού και Χριστιανοκοινωνικού κόμματος. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να διακρίνει μια ενιαία γραμμή, αλλά ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής πτέρυγας που εκφράζει τους μικρομεσαίους, Κρίστιαν φον Στέτεν, του οποίου η άποψη έχει ειδικό βάρος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να πουν με ειλικρίνεια ότι «το πείραμα με τους αρνητές των μεταρρυθμίσεων Έλληνες στη ευρωζώνη απέτυχε και πρέπει να τελειώσει». Σε αυτήν την πτέρυγα ανήκουν 188 από τους 311 βουλευτές της ΚΟ των συντηρητικών κομμάτων. Όπως και ο Κρίστιαν φον Στέτεν, έτσι και ο Μάριαν Βέντ, τον περασμένο Φεβρουάριο δεν ψήφισε υπέρ της παράτασης του δεύτερου προγράμματος μέχρι τον Ιούνιο. Ο Βεντ ανήκει στους νεώτερους βουλευτές του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, εξελέγη μόλις το 2013 ομοσπονδιακός βουλευτής του CDU. Και δεν κρύβει ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει υπέρ ενός τρίτου πακέτου, εάν χρειαστεί. «Για μένα είναι σαφές ότι η Ελλάδα, πολύ δύσκολα θα κάνει μεταρρυθμίσεις με νέα δάνεια, διότι επιβαρύνεται περισσότερο με την αύξηση των επιτοκίων και θα πρέπει να επιστρέψει αυτά τα νέα δάνεια. Γι αυτό δεν θεωρώ ότι ένα τρίτο πακέτο θα είχε νόημα και λόγω των γερμανών φορολογουμένων και των ευρωπαίων», υποστηρίζει στη Deutsche Welle ο Μάριαν Βεντ. «Η Ελλάδα θα πρέπει να βγει με άλλον τρόπο από το φαύλο κύκλο. Ο Τσίπρας το είπε πολύ εύστοχα στην αρχή. Όταν κάποιος είναι υπερχρεωμένος δεν του δίνεις μια πιστωτική κάρτα, αλλά προσπαθεί με τα υπάρχοντα μέτρα να βγει από την κρίση και όχι με την ανάληψη νέου χρέους».
Ο Μάριαν Βεντ συντάσσεται ανάμεσα στην πλειοψηφία των συντηρητικών βουλευτών που θέτει ως αναγκαία νέα ψηφοφορία στο γερμανικό κοινοβούλιο σε περίπτωση σημαντικών αναπροσαρμογών του υπάρχοντος προγράμματος. Αν και είναι νωρίς για προβλέψεις, το αποτέλεσμα μπορεί να αποτελέσει έκπληξη και να φέρει την καγκελάριο σε δεινή θέση. «Γιατί η οργή των βουλευτών ακόμη και εκείνων που δεν εξέφρασαν άποψη για την παράταση του δεύτερου προγράμματος συνεχώς διογκώνεται και μεταφέρεται στον υπουργό Οικονομικών και στην καγκελάριο», παρατηρεί ο Μαρκ Χάουπτμαν.