Με 1 δισ. ευρώ κέρδη το 2009 και με αυξήσεις τιμολογίων συνολικά 32% την περίοδο 2005-2009 η ΔΕΗ εξακολουθεί να στηρίζεται στις ανατιμήσεις που πληρώνουν οι καταναλωτές. Η πολιτική εφησυχασμού με τις συνεχείς αυξήσεις τιμολογίων την περίοδο αυτή άφησε ανεξέλεγκτες τις λειτουργικές δαπάνες, οι οποίες μετακυλίονταν στους καταναλωτές, ενώ οι διοικήσεις της ΔΕΗ θα έπρεπε να τρέχουν πίσω από τη μείωση του κόστους.

Οι περισσότεροι ενεργειακοί αναλυτές, ακόμη και ουδέτεροι τεχνοκράτες της ΡΑΕ, θεωρούν ότι τα τελευταία πέντε χρόνια η επιχείρηση «στραβά αρμενίζει και βαδίζει ολοταχώς σε ξέρα», αφού στηρίζεται μόνο στα έσοδα από τις ανατιμήσεις των τιμολογίων και έχει «ξεχάσει» τις οικονομίες κλίμακας που θα μπορούσε να κάνει (εννοείται χωρίς απολύσεις) ή τις επενδύσεις υποδομής που χρειάζεται για να θωρακιστεί, πέρα από τη στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι αναλυτές, σύμφωνα με το Βήμα, υποστηρίζουν μάλιστα ότι παρά τα κέρδη του 1 δισ. ευρώ το 2009, ούτε τώρα, που είναι η τελευταία ευκαιρία για προσαρμογή στον ανταγωνισμό που έρχεται, γίνεται μεθοδική προετοιμασία για την επόμενη ημέρα, η οποία θα είναι σκληρή και δύσκολη, και όλα έχουν εναποτεθεί στις αυξήσεις των τιμολογίων.

Σε μια εποχή όπου η ύφεση έχει εγκατασταθεί για τα καλά στη χώρα μας και η ανεργία φαίνεται ότι θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, θα έπρεπε να υπάρχει και από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο είναι ιδιοκτήτης της ΔΕΗ, μια ισορροπημένη επενδυτική δραστηριότητα που να επιτρέπει στη ΔΕΗ να κρατάει χαμηλά τα τιμολόγια για τα νοικοκυριά και παράλληλα να φροντίζει να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Αντίθετα, με τον σημερινό προσανατολισμό είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα υπάρχει ανάγκη για νέες θέσεις εργασίας στη ΔΕΗ. Είναι βέβαιο ότι η επιχείρηση μπορεί να τα καταφέρει ακόμη και μειώνοντας τα οικιακά τιμολόγια σε μια δύσκολη στιγμή, ενώ το Δημόσιο πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι οποίες για τα επόμενα δύο χρόνια αποφάσισαν μείωση της επιδότησης στην τιμή αγοράς ρεύματος από ΑΠΕ κατά 20%-40%.

Σχετικά με τις τελευταίες αυξήσεις στα οικιακά (ιδιαίτερα στις χαμηλές καταναλώσεις) και αγροτικά τιμολόγια της ΔΕΗ, η διοίκησή της εκτιμά ότι θα συμβάλουν στην απελευθέρωση της αγοράς για να σταματήσει να επιδοτείται το κόστος). Όπως έλεγε όμως μέλος της κυβέρνησης που δεν ανήκει στο οικονομικό επιτελείο, «Κανείς δεν έχει σκεφθεί ότι η αναδιάρθρωση επιτυγχάνεται και προς τα κάτω, δηλαδή με μειώσεις τιμολογίων της ΔΕΗ που τις χρειαζόμαστε τώρα με τις μεγάλες δυσκολίες;». «Περιμένουμε πολλά από τα θέματα που εκκρεμούν, όπως οι οικονομίες που μπορούν να γίνουν μέσα στην επιχείρηση και οι χρηματικές ποινές που περιμένουν τη ΔΕΗ λόγω λιγνίτη, να λυθούν μέσω του business plan,το οποίο πάντως δεν έχει έλθει ακόμη στο ΔΣ και δεν γνωρίζουμε πότε θα έλθει» λέει ο Π. Αλεξάκης, πρώην πρόεδρος του Χρηματιστηρίου, ο οποίος σήμερα είναι ανεξάρτητο μέλος του ΔΣ της ΔΕΗ, εκλεγμένος από τους μικρομετόχους. Πολλοί θυμούνται ότι ο πρόεδρος της ΔΕΗ Αρθ. Ζερβός στη Βουλή τον Ιανουάριο ήταν υπέρ της αύξησης των τιμολογίων, αφού από το 2013 η ΔΕΗ θα αναγκαστεί να πληρώνει τεράστια ποσά για τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα (CΟ2), τα οποία θα επιβαρύνουν τα τιμολόγια της ΔΕΗ κατά 30%-40%. Μάλιστα σε δηλώσεις του είχε προτείνει τα τιμολόγια να αυξάνονται γύρω στο 4%-5% ετησίως προκειμένου να μη γίνει απότομα τόσο μεγάλη αύξηση. Στελέχη της αγοράς παρατηρούν ότι η μεγάλη αύξηση του τέλους ΑΠΕ από 0,3 ευρώ σε 5,57 ευρώ ανά 1.000 κιλοβατώρες, παρ’ ότι δεν αφορά ακόμη τους οικιακούς καταναλωτές, δείχνει τον δρόμο που θα ακολουθηθεί στη συνέχεια προκειμένου να επιδοτηθεί η πράσινη ανάπτυξη. Με βάση τα στοιχεία κόστους της ΔΕΗ φαίνεται ότι υπάρχουν κατηγορίες τιμολογίων (όπως το εμπορικής χρήσης) που επιδοτούν άλλα. Ωστόσο, όπως αναγνωρίζουν οι τεχνοκράτες μέσα στη ΡΑΕ αλλά και στον ΔΕΣΜΗΕ, ουδείς έχει ελέγξει αν το κόστος κάθε τιμολογίου είναι εύλογο ή υπερβολικό και πώς μπορεί να μειωθεί.

Σύμφωνα με μελέτη της Βooz Αllen η οποία είχε παραγγελθεί από την προηγούμενη διοίκηση (στοιχεία του 2007), η ΔΕΗ σε σύγκριση με τη λειτουργία ομοειδών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων επιβαρύνει την αποδοτικότητα στη λειτουργία της με κόστος που υπολογίστηκε στα 750 εκατ. ετησίως. Ούτε η διοίκηση Αθανασόπουλου ούτε η σημερινή επιχείρησαν να εφαρμόσουν το πρόγραμμα.

Το ετήσιο αυτό κόστος των 750 εκατ. ευρώ η ΔΕΗ, αντί να προσπαθήσει να το μειώσει, έστω και σταδιακά, το μετακύλισε, μέσω μεγάλης αύξησης των τιμολογίων, σε όλους τους καταναλωτές. Τα οικιακά τιμολόγια αυξήθηκαν κατά 24% μεσοσταθμικά μέσα σε μόλις ένα 20μηνο (από τα μέσα του 2007 ως τις αρχές του 2009).