Με σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε., ακύρωσε μερικώς παλαιότερη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προς την Ολυμπιακή Αεροπορία και τις Ολυμπιακές Αερογραμμές.
Αιτιολογώντας την απόφασή του το ευρωδικαστήριο αποφάνθηκε ότι κακώς η Επιτροπή δεν εξέτασε τη σχέση μεταξύ των μισθωμάτων, (ύψους περίπου 91,5 εκατομμυρίων ευρώ), που κατέβαλλαν οι Ολυμπιακές Αερογραμμές για την υπομίσθωση αεροσκαφών και των μισθωμάτων που ίσχυαν στην αγορά.
Παράλληλα αποφάνθηκε ότι κακώς παρέλειψε η Επιτροπή να εξετάσει χωριστά την αξία των διαφόρων άυλων στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στην εταιρία αυτή στο πλαίσιο του μετασχηματισμού της Ολυμπιακής Αεροπορίας (ύψους περίπου 37 εκατομμυρίων ευρώ).
Το ιστορικό της απόφασης
Τον Δεκέμβριο του 2003, η Ολυμπιακή Αεροπορία έπαυσε κάθε πτητική δραστηριότητα. Οι πτήσεις αναλήφθηκαν τότε από τις Ολυμπιακές Αερογραμμές, νέα αεροπορική εταιρία η οποία συστάθηκε από το Ελληνικό Κράτος. Οι ελληνικές αρχές μεταβίβασαν, όπως αναφέρει το ευρωδικαστήριο, τα πλέον αποδοτικά στοιχεία ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ελεύθερα χρεών ως επί το πλείστον, στις Ολυμπιακές Αερογραμμές, οι οποίες έχαιραν ειδικής προστασίας έναντι των πιστωτών. Η Ολυμπιακή Αεροπορία διατήρησε τις δραστηριότητες επίγειας εξυπηρέτησης, συντήρησης και εκπαίδευσης.
Στη συνέχεια, με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή θεώρησε ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις τις διαφόρων μορφών επιδοτήσεις υπέρ της Ολυμπιακής Αεροπορίας και των Ολυμπιακών Αερογραμμών. Επρόκειτο για την καταβολή, εκ μέρους των Ολυμπιακών Αερογραμμών, χαμηλών μισθωμάτων για την υπομίσθωση αεροσκαφών (ύψους περίπου 40 εκατομμυρίων ευρώ), την καταβολή προς την Ολυμπιακή Αεροπορία του ποσού κατά το οποίο υπερεκτιμήθηκε η αξία των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στη νέα αεροπορική εταιρία κατά τον χρόνο της σύστασής της (ύψους περίπου 91,5 εκατομμυρίων ευρώ).
Την πληρωμή, από το ελληνικό δημόσιο, αντί της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ορισμένων τραπεζικών δανείων και μισθωμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης (ύψους περίπου 37 εκατομμυρίων ευρώ), καθώς και την απευθείας προκαταβολή προς την εταιρία αυτή ποσού περίπου 8 εκατομμυρίων ευρώ και, τέλος, για τη συνεχή ανοχή του Ελληνικού Δημοσίου έναντι τις Ολυμπιακής Αεροπορίας όσον αφορά τη μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (ύψους περίπου 354 εκατομμυρίων ευρώ). Κατά την τότε απόφαση της Επιτροπής, η Ελλάδα όφειλε να ανακτήσει αμελλητί τις διάφορες ενισχύσεις.
Στη συνέχεια, και δεδομένου ότι η Ελλάδα παρέβη την υποχρέωση αυτή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο την καταδίκασε, με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008 διότι δεν είχε ανακτήσει τις εν λόγω ενισχύσεις.
Εν τω μεταξύ, τον Νοέμβριο του 2005, η Ελλάδα, η Ολυμπιακή Αεροπορία και οι Ολυμπιακές Αερογραμμές προσέβαλαν την απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου).
Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου
Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, καταρχάς, ότι οι παράνομες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Ολυμπιακή Αεροπορία μετά την ανάληψη του πτητικού έργου της από τις Ολυμπιακές Αερογραμμές δεν μπορούσαν να ζητηθούν από την δεύτερη με μόνο αιτιολογικό ότι η εταιρία αυτή αντλεί έμμεσο όφελος από τις ενισχύσεις αυτές.
Αντιθέτως, οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Ολυμπιακή Αεροπορία πριν από τη δημιουργία των Ολυμπιακών Αερογραμμών μπορούν να ζητηθούν από τη δεύτερη αυτή εταιρία, καθόσον υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο αυτών εταιριών.
Όσον αφορά τα επιμέρους μέτρα ενίσχυσης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση υπέρ των Ολυμπιακών Αερογραμμών τις διαφορές (ύψους περίπου 40 εκατομμυρίων ευρώ) μεταξύ, αφενός, των χαμηλών μισθωμάτων που κατέβαλλαν οι Ολυμπιακές Αερογραμμές στην Ολυμπιακή Αεροπορία και στην Ελλάδα για την υπομίσθωση αεροσκαφών και αφετέρου, των μισθωμάτων που οι δύο τελευταίες είχαν καταβάλει στο πλαίσιο συμβάσεων που είχαν συναφθεί με ιδιώτες εκμισθωτές.
Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή περιορίστηκε να λάβει υπόψη της μόνον αυτές τις διαφορές των μισθωμάτων για να καταλήξει στο συμπέρασμα της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης, χωρίς να εξετάσει τη σχέση μεταξύ των μισθωμάτων που κατέβαλλαν οι Ολυμπιακές Αερογραμμές και εκείνων που θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει υπό τους συνήθεις όρους ανταγωνισμού της αγοράς. Για τον λόγο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε προσηκόντως τον καθ’ υπόθεση μη ανταγωνιστικό χαρακτήρα του ύψους των εν λόγω μισθωμάτων και ακυρώνει τις σχετικές διατάξεις της απόφασης της Επιτροπής.
Περαιτέρω, όσον αφορά τη φερόμενη υπερεκτίμηση (κατά περίπου 91,5 εκατομμύρια ευρώ) των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν στις Ολυμπιακές Αερογραμμές, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κακώς η Επιτροπή δεν εξέτασε χωριστά, στο πλαίσιο του ελέγχου του ποσού της αντιστάθμισης που χορήγησε το Δημόσιο στην Ολυμπιακή Αεροπορία για την απώλεια αυτών των στοιχείων ενεργητικού, αν τα διάφορα άυλα στοιχεία ενεργητικού, όπως οι χρονοθυρίδες, είχαν δική τους εμπορική αξία.
Επιπλέον,σημειώνει το ευρωδικαστήριο, η Επιτροπή παρέλειψε να αιτιολογήσει το γιατί δεν έλαβε υπόψη τα προσδοκώμενα έσοδα από την πώληση δύο αεροσκαφών και να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους έλαβε υπόψη της μόνον την καθαρή λογιστική αξία των μεταβιβασθέντων αεροσκαφών, αντί της τρέχουσας εμπορικής αξίας τους. Το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει, συνεπώς, την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω αυτών των πλημμελειών.
Αντιθέτως, προκειμένου για την εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, αντί της Ολυμπιακής Αεροπορίας, πληρωμή ορισμένων τραπεζικών δανείων και μισθωμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης (ύψους περίπου 37 εκατομμυρίων ευρώ), καθώς και την απευθείας προκαταβολή (ύψους περίπου 8 εκατομμυρίων ευρώ) μέρους του ποσού που κατέθεσε η Ολυμπιακή Αεροπορία σε δεσμευμένο λογαριασμό, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Επιτροπή ορθώς θεώρησε, ιδίως λόγω της μικρής πιθανότητας επιστροφής των ποσών αυτών, ότι οι καταβολές αυτές συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση.
Το Γενικό Δικαστήριο επικυρώνει τέλος το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η συνεχής ανοχή του Ελληνικού Δημοσίου έναντι της Ολυμπιακής Αεροπορίας όσον αφορά τους φόρους και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (ύψους περίπου 354 εκατομμυρίων ευρώ) πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.