Κληρώνει σήμερα για την τύχη των αδειών που έχουν εκδοθεί με βάση τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ) με το προβλεπόμενο bonus. Αναμένεται η δημοσίευση των καθαρογραμμένων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις οικοδομικές άδειες που εκδόθηκαν βάσει των ευεργετημάτων του ΝΟΚ.

Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, που δημοσιεύθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2024, έκρινε αντισυνταγματικά τα κίνητρα που παρείχε ο ΝΟΚ, τα οποία επέτρεπαν την αύξηση του ύψους και του όγκου των κτιρίων, καθώς και τη δημιουργία επιπλέον κοινόχρηστων χώρων σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. Η απόφαση αυτή προκάλεσε σημαντική αναστάτωση και τώρα η αναμονή για τις αποφάσεις που θα καθαρογραφούν του Δικαστηρίου είναι έντονη, καθώς αυτές θα καθορίσουν ποια έργα επηρεάζονται και ποια οικοδομικά σχέδια ενδέχεται να ακυρωθούν.

Η εφαρμογή του ΝΟΚ είχε οδηγήσει σε μια σειρά από οικοδομικές άδειες που επιτρέπουν την κατασκευή μεγαλύτερων κτιρίων, την αύξηση του ύψους τους και τη δημιουργία κοινών χώρων, όπως πάρκα και πλατείες, με στόχο την αναβάθμιση του αστικού τοπίου. Ιδιαίτερα στα νότια προάστια της Αθήνας, αυτά τα «μπόνους» δόμησης είχαν γίνει πολύ δημοφιλή, καθώς επέτρεπαν την ανάπτυξη περιοχών που είχαν ανάγκη από αναπλάσεις και αναζωογόνηση. Οι επενδυτές και οι κατασκευαστές είχαν στηρίξει πολλά από τα σχέδιά τους πάνω σε αυτά τα κίνητρα, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν έργα μεγαλύτερης κλίμακας, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες των πληθυσμιακά πυκνών περιοχών.

Ωστόσο, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έφερε τα πάνω κάτω, καθώς τα «μπόνους» δόμησης κρίθηκαν αντισυνταγματικά. Η απόφαση αυτή αφορά και τα έργα που είχαν ήδη λάβει άδεια, αλλά για τα οποία δεν είχε αρχίσει η υλοποίησή τους πριν από τη δημοσίευση της απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό, η ανακοίνωση του Δικαστηρίου προκάλεσε μεγάλη αβεβαιότητα και ποικίλες ερμηνείες. Ουσιαστικά, το κύριο ζήτημα που παραμένει ανοιχτό είναι ποιες ακριβώς οικοδομικές άδειες επηρεάζονται από την αντισυνταγματικότητα των κίνητρων και ποιες θα παραμείνουν σε ισχύ.

Η αβεβαιότητα προκαλεί ανησυχία

Οικοδομή

Αυτή η αβεβαιότητα έχει προκαλέσει ανησυχία σε πολλούς τομείς, κυρίως στις περιοχές των νοτίων προαστίων της Αθήνας, όπου τα «μπόνους» δόμησης είχαν γίνει ευρέως αποδεκτά και είχαν προγραμματιστεί μεγάλα έργα. Οι κατασκευαστές, οι δήμοι και οι πολίτες που είχαν προγραμματίσει να αναπτύξουν ακίνητα ή να προχωρήσουν σε ανακαινίσεις περιμένουν με αγωνία τις τελικές διευκρινίσεις από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι καθαρογραμμένες αποφάσεις αναμένονται να ξεκαθαρίσουν ποια έργα θα ακυρωθούν, ποια θα συνεχιστούν και ποια θα τροποποιηθούν, ανάλογα με το στάδιο υλοποίησης.

Η απόφαση αυτή ενδέχεται να έχει σοβαρές συνέπειες στην ελληνική κατασκευαστική βιομηχανία και στην αγορά ακινήτων, καθώς θα κληθούν να προσαρμοστούν τόσο οι κατασκευαστές όσο και οι δήμοι, οι οποίοι είχαν ενσωματώσει τα κίνητρα του ΝΟΚ στην αναπτυξιακή στρατηγική τους. Η αβεβαιότητα αυτή δημιουργεί καθυστερήσεις στην υλοποίηση έργων και προκαλεί αυξημένο άγχος για τους επενδυτές και τους ιδιοκτήτες ακινήτων, οι οποίοι φοβούνται ότι τα σχέδιά τους θα βρεθούν σε αδιέξοδο ή θα πρέπει να αναθεωρηθούν σε σημαντικό βαθμό.

Οι καθαρογραμμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου θα προσφέρουν, επιτέλους, τις απαραίτητες διευκρινίσεις για το πώς θα προχωρήσουν οι διαδικασίες και ποιες οικοδομικές άδειες θα παραμείνουν σε ισχύ. Ενδέχεται να υπάρξουν σημαντικές τροποποιήσεις στα σχέδια των έργων, αν οι αποφάσεις κρίνουν ότι τα «μπόνους» δόμησης πρέπει να ανασταλούν ή να περιοριστούν. Επιπλέον, οι νέες ρυθμίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε αναθεώρηση της πολιτικής αστικής ανάπτυξης και να επηρεάσουν τη συνολική στρατηγική για την αναβάθμιση των πόλεων στην Ελλάδα.

Η κατάσταση αυτή αναμένεται να επηρεάσει και την αγορά ακινήτων στην Αθήνα, καθώς τα έργα ανάπτυξης ακινήτων ενδέχεται να καθυστερήσουν ή να τροποποιηθούν. Οι επενδυτές και οι κατασκευαστές καλούνται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να αναθεωρήσουν τα σχέδιά τους σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Οι καθαρογραμμένες αποφάσεις, αναμένοντας να είναι πιο σαφείς και αναλυτικές, θα καθορίσουν το μέλλον των οικοδομικών έργων και την πορεία της αστικής ανάπτυξης στην Αθήνα.