Είναι γεγονός πως την πορεία μιας ταινίας δεν μπορεί να την προδιαγράψει κανείς.
Άλλες ξεκινούν με τις καλύτερες προδιαγραφές και πατώνουν τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά και άλλες πάλι αρχίζουν ακόμα και ως φάρσες, καταλήγοντας να γίνουν ακόμα και κοινωνικά φαινόμενα!
Για τις τελευταίες θα μιλήσουμε εδώ, ταινίες που απασχόλησαν το ελληνικό κοινό με αναρίθμητους τρόπους και λογίζονται πλέον κλασικά ορόσημα του καλτ σινεμά.
Ένα φιλμ ταξιδεύει άλλωστε ως εκεί που το βλέπει ο κόσμος. Και ζει πάντα στις καρδιές όσων το αγάπησαν και το εκτίμησαν πραγματικά.
Ό,τι κι αν ήταν στην αρχή του…
Ακόμα και σήμερα, δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που κάθε Δεκαπενταύγουστο ανελλιπώς βάζουν να ξαναδούν με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια το «ελληνικό Trainspotting». Την απόλυτη καλτιά του Μάκη Παπαδηματράτου που έγινε σωστό πειρατικό φαινόμενο και διανεμήθηκε εξωκινηματογραφικά σε κάθε ελληνικό σπίτι.
Ένα τρελό και χαώδες γαϊτανάκι ανεπιτήδευτου χιούμορ και απροσχημάτιστης κινηματογραφικής απλότητας στο φόντο των περιπετειών ενός ναρκομανούς που αναζητεί τη δόση του στην έρημη Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου. Πίσω από τα ευτράπελα που λαμβάνουν χώρα, η ταινία είναι μια πραγματικά γνήσια καταγραφή ενός τμήματος της αθηναϊκής καθημερινότητας, μια ακομπλεξάριστη ανατομία του περιθωρίου.
Μια μικρή και ένοχη απόλαυση δηλαδή είναι αυτή η δαιμόνια φάρσα για τον κόσμο των ναρκωτικών που τιμήθηκε αναπάντεχα με βραβείο στο 46ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ένα φιλμ με σχεδόν μηδενικό προϋπολογισμό. Ένα φιλμ με ανεπιτήδευτο μαύρο χιούμορ και θανατηφόρες ατάκες που κόλλησαν στα στόματα όλων…
Το φιλμ του Ρένου Χαραλαμπίδη γυρίστηκε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1999 και βγήκε τελικά σε μια χούφτα αίθουσες για μία εβδομάδα. Ούτε εισπρακτική επιτυχία ήταν στην εποχή της ούτε ακριβώς καλλιτεχνικός θρίαμβος. Κι όμως, ήταν ένα αψεγάδιαστο καλτ διαμάντι που έπρεπε να περάσουν δύο δεκαετίες για να αναγνωριστεί και να αποκατασταθεί η καλλιτεχνική του αρτιότητα.
Καλοκαίρι χωρίς «Φτηνά τσιγάρα» δεν νοείται πλέον για τον έλληνα σινεφίλ, πάει και τέλειωσε! Η αυγουστιάτικη Αθήνα ξανά σε πρώτο πλάνο, ένα γλυκόπικρο πορτρέτο μιας πόλης που τα έχει όλα, από φλερτ στον δρόμο μέχρι και μαφιόζους. Υπαρξιακή και ενδοσκοπική, είναι μια λυρική βόλτα σε μια μητρόπολη που αρέσκεται να φιλοσοφεί ακόμα και μέσα στα αδιέξοδά της.
Ό,τι ξένισε το ελληνικό κοινό το 2000 και σηκώθηκε κι έφυγε από την προβολή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έμελλε να κάνει την ταινία να αναβιώσει στις μέρες μας, αναγκάζοντας παρέες και παρέες να θρονιάζονται μπροστά στην οθόνη του laptop. Ένας σωστός και εξόχως μελαγχολικός θρύλος για αυτά τα μικρά και ξαφνικά της ζωής μας…
Η ίδια η αποθέωση της λεκτικής βίας, ένα καταιγιστικό σφυροκόπημα με γκαρίλες και βρισιές, ήταν από την αρχή πολλά περισσότερα από μια οικογένεια που ξερνά χολή και ύβρεις. Το φιλμ του Γιάννη Οικονομίδη για όσα κωμικοτραγικά επικρατούν πίσω από τις κλειστές πόρτες του ελληνικού νοικοκυριού ήταν επίτηδες καλτ από γεννησιμιού του.
Μια εξαιρετική αναπαράσταση της νεοελληνικής καθημερινότητας που φέρνει σε πρώτο πρόσωπο την υστερία και την υπερβολή, καθώς αποζητά να ενοχλήσει. Τα εκκωφαντικά ντεσιμπέλ από την αρχή ως το τέλος και οι ανέξοδες διενέξεις με τα μπινελίκια και τη χυδαιότητα δεν είναι παρά μια διεισδυτική ανατομία του οικογενειακού μικροαστισμού.
Θέλει γερά νεύρα για να δεις αυτό το πειραματικό φιλμ για τη λειτουργία του ήχου στην έβδομη τέχνη. Ένα μωσαϊκό καυγάδων, εντάσεων και στριγκλιών που ξεπερνά κατά πολύ την ηθογραφία για να φτάσει στο ζουμί: το οικογενειακό μακελειό και τα ανεξίτηλα σημάδια που αφήνει στον ψυχισμό όλων. Καθώς λύτρωση από το δράμα δεν φαίνεται να υπάρχει…
Ο πάντα ιδιοσυγκρασιακός Νίκος Νικολαΐδης έπρεπε να επιστρατεύσει τον Γιάννη Αγγελάκα για τον καλτ σίφουνα της νέας χιλιετίας. Ένα παρακμιακό έπος που αποκαλύπτεται και αποκαλύπτει ταυτοχρόνως όσα βασιλεύουν τη νύχτα και σπανίως τα βλέπει η μέρα με άλλο τρόπο από τους τίτλους ειδήσεων.
Ναρκωτικά, νονοί της νύχτας, αστυνομία και ολίγη από αναρχία έχει το σπιρτόζικο φιλμ του Νικολαΐδη που μοιάζει να βγήκε κατευθείαν από τα 60s. Με δύο Κρατικά Βραβεία Ποιότητας στις αποσκευές του έφυγε το καλτ διαμαντάκι που ισορροπεί μεταξύ πραγματικού και ονειρικού, σοβαρού και ανάλαφρου. Ένα sui generis φιλμ νουάρ που όλοι πήγαν να δουν για τον Αγγελάκα, η έκπληξη καραδοκούσε ωστόσο στη γωνιά.
Γιατί πίσω από τη θρυλική φωνή του κρυβόταν μια κυνική και αντισυμβατική σε όλα της καταγραφή που αρνείται να καταταχθεί σε κάποιο είδος. Τόσο ανορθόδοξη όσο και ο δημιουργός της, αγαπά όσα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα και δεν το κρύβει, βρίσκοντας στο περιθώριο και το λούμπεν εκείνη την τρυφερή γοητεία που μόνο όσοι έφαγαν τη ζωή με το κουτάλι μπορούν να νιώσουν.
«Το πρώτο ελληνικό σπλάτερ», όπως πολύ ειλικρινώς διαφημίστηκε το αιμοβόρο διαμαντάκι του Γιώργου Νούσια, είπε να φέρει τα ζόμπι στην ελληνική επικράτεια. Για καλό και για κακό δηλαδή. Προβοκατόρικο και μαστορεμένο ως καλτ, είναι ένα φιλμ που αυτοσαρκάζεται σε κάθε σεκάνς του.
Καθαρόαιμη εμπειρία ζόμπι με ελληνικό χρώμα που δεν θα έπαιρνε ακριβώς πολύ για να φτάσει στον θρόνο του είδους. Ένα είδος που λίγο-πολύ υπηρέτησε μόνο του το «Κακό»! Η επιβίωση στην Αθήνα έχει πλέον απέναντι τους νεκροζώντανους, κι αν θες να βρεις αλληγορίες και συμβολισμούς, τους βρίσκεις μια χαρά. Όπως και στα ζόμπι έπη του Ρομέρο δηλαδή.
Διασκεδαστική φρίκη, απολαυστικός τρόμος και ανίερη καφρίλα σε μια καινοφανή για τα ελληνικά δεδομένα παραγωγή που δεν στοίχισε παρά ψίχουλα. Καθώς όλα πήγαν σε αυτά τα «40 λίτρα αίμα» που έχει το φιλμ, άντε και τα «400 προσθετικά make up effects». Ή και τις «15 κούκλες για πτώματα».
Αν πρέπει να το πούμε, το εξωφρενικά διασκεδαστικό «Κακό» έκανε μια λαμπρή πορεία στα φεστιβάλ της οικουμένης και πυροδότησε το sequel του το 2009. Η φήμη του πρώτου έφερε τώρα στα πλατό τον… Μπίλι Ζέιν, που ήθελε διακαώς να παίξει!