«Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. […] Αυτό που, άπαξ και το ‘βρισκε κανείς, θα ξεκαθάριζαν και όλα τα υπόλοιπα», είχε πει κάποια στιγμή ο συγγραφέας ενός από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, Χέρμαν Μέλβιλ. Κι η αλήθεια είναι πως για τον Μόπμι Ντίκ, η πλειονότητα των κριτικών δέχεται ότι το μυθιστόρημα στέκεται στο ίδιο δημιουργικό ύψος με τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και τα έργα του Σαίξπηρ.
Άλλωστε ο ίδιος ο Μέλβιλ, είναι ο συγγραφέας που κατάφερε να αναδείξει τις ατέλειες των πιο βασικών αρχών της αμερικανικής ιδεολογίας και κοσμοαντίληψης, με τους ήρωές του να είναι άλλοτε αδικημένοι και καταθλιπτικοί και άλλοτε εξεγερμένοι και αυτοκαταστροφικοί, κινούμενοι σχεδόν πάντα από μία βαθύτερη εσωτερική παρόρμηση που τους κάνει να αναμετρώνται με την κοινωνία, με τη φύση και με τις κάθε λογής επιβολές.
Η ιστορία είναι ίσως σε πολλούς μέσες άκρες γνωστή. Ο Μόμπι Ντικ είναι μια θαλασσινή περιπέτεια, γεμάτη συμβολισμούς και μεταφορές. Με αφηγητή τον ναύτη Ισμαήλ, παρακολουθούμε το ταξίδι ενός σαλεμένου καπετάνιου, ονόματι Αχαάβ, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ανακαλύψει και να σκοτώσει μια θηριώδη λευκή φάλαινα με το όνομα Μόμπι Ντικ, η οποία σε μια προηγούμενη μονομαχία τους στη θάλασσα, κατά την διάρκεια ενός άλλου ταξιδιού, του είχε κόψει το πόδι.
Περισυλλογή και νερό είναι ενωμένο για πάντα μας λέει πριν ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι ο Ισμαήλ. Μόλις παρατηρήσει στον εαυτό του συμπτώματα υποχονδριακά, που στο μυαλό σχηματοποιούνται σε «ηθικούς» φραγμούς και δικαιολογίες που τον αποτρέπουν να βγει στον έξω κόσμο, αποφασίζει πως είναι η ώρα για ταξίδι, για να μην κυκλωθεί εντελώς από τα φαντάσματα των σκέψεών του.
Πρώτη στάση πριν το ταξίδι είναι το Πανδοχείο του Φυσητήρα μ’ εκείνη τη μεγάλη ελαιογραφία που παρασταίνει ένα μισοβυθισμένο πλοίο και μια εξαγριωμένη φάλαινα. Από εκεί ο Ισμαήλ ξεκινά να ξεπερνά τις προκαταλήψεις του· ο Πανδοχέας διαθέτει μόνο ένα διπλό κρεβάτι, το οποίο πρέπει να μοιραστεί μ’ έναν νέγρο που τα πρωινά λείπει στην αγορά για να πουλήσει ανθρώπινα κεφάλια! Την ώρα που τον βλέπει μέσα στο σκοτάδι τρομάζει, καταφέρνει όμως με τους συλλογισμούς του να καταλύσει τον τρόμο που εκπέμπουν τα αλλόκοτα φερσίματά του.
«Θα δοκιμάσω έναν ειδωλολάτρη για φίλο, σκέφτηκα, αφού η χριστιανική φιλία έχει αποδειχτεί κούφια ευγένεια». Κι εντέλει η φιλία εγκαθιδρύεται ισχυρότατα μεταξύ τους, και τους κάνει να ξεχωρίζουν ανάμεσα σε ένα πλήρωμα που τους κοιτά απορημένο.
Ο Μέλβιλ, που είχε δουλέψει χρόνια ως ναυτικός, εστιάζεται σ’ έναν «άνθρωπο που δε φοβάται Θεό, που μοιάζει με Θεό, είναι υπέροχος άνθρωπος ο Καπετάν Αχαάβ».
Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Ισμαήλ μαζί με το πλήρωμα αντιμετωπίζει σα φαντάσματα τις διάφορες δυσκολίες όπως το μπουρίνι και τα μπαταρίσματα του πλοίου, ονόματι Πίκουοντ. Όπως πιστεύει πρέπει να ζει σαν φάντασμα, σα να ’χει ξεγράψει τον εαυτό του ούτως ώστε να μπορέσει να ανεβαίνει ζωντανός στην επιφάνεια μετά την κάθε βουτιά στο θάνατο…Γι’ αυτό πρέπει να διατηρεί σταθερή την θερμοκρασία του αίματος, είτε βρίσκεται στον Ισημερινό είτε στον Πόλο, και το ίδιο συμβουλεύει να κάνει κι ο αναγνώστης.
Οι εμπειρίες του άλλωστε έχουν ως βάση την πορεία μιας σκληρής εργασίας που παρατείνεται πέραν της καθαρόαιμης ναυτικής. Όλοι τους πρέπει ν’ αφαιρούν το λίπος από τη φάλαινα και να το αποθηκεύουν ως λάδι σε βαρέλια στο αμπάρι. Αυτή η επίπονη εργασία δημιουργεί μεταξύ του πληρώματος ισχυρούς δεσμούς, δεσμούς μιας ζωής πρωτόγνωρης, είναι όμως συγχρόνως και μια εργασία κωμικά επικίνδυνη…
Κι όλα αυτά ενόσω ο καπετάνιος Αχαάβ, υπέρ του δέοντος επιβλητικός, ταξιδεύει αδιάκοπα για να σκοτώσει με το καμάκι του τον Μόμπι-Ντικ. Παρόλο που οι αξιωματικοί ανησυχούν για την κατάληξη του Πίκουοντ, υποχωρούν συνεχώς στις παράλογες διαταγές του καπετάνιου, την ώρα που το φέρσιμό του δημιουργεί δέος και συμπόνια και το δράμα του δεν προκαλεί ανταρσία αλλά κατά παράδοξο τρόπο αίσθημα για προσευχή. «Να τον χτυπήσω ή να πέσω εδώ χάμω στα γόνατά μου και να προσευχηθώ γι’ αυτόν» αναρωτιέται ο δεύτερος αξιωτικός Σταμπ.
Στην πραγματικότητα, ο Αχαάβ έβλεπε την άσπρη φάλαινα ως μία ενσάρκωση της θεϊκής δύναμης, η οποία είναι -κατά κανόνα- καταστροφική: Ο Θεός ηδονίζεται να βασανίζει τον άνθρωπο, λέει ο Μέλβιλ, με τον Αχαάβ να θεωρεί το Θεό σαδιστή και δολοφόνο. Το πείσμα του είναι τέτοιο που υπερβαίνει της λογικής, ακόμα κι όταν οι αντικειμενικοί κίνδυνοι επισημαίνονται από τα λοιπά μέλη του πληρώματος.
Αυτή η εξαιρετικά βλάσφημη θέση έρχεται να ανατρέψει τα ήθη τις εποχής της και να εξωθήσει τον Αχαάβ με το πλήρωμα του στα άκρα: σε μια καταδικασμένη αποστολή, μία υπερβατική -θα έλεγε κανείς- επιχείρηση αυτοκτονίας.
Το ταξίδι κόντρα στον άνεμο αποβαίνει μοιραίο και η κάθαρση έρχεται μόνο με την επιβίωση ενός και μόνο μέλους του πληρώματος, του Ισμαήλ…
Βέβαια, ο καπετάνιος δεν παρακινείται μόνο από την ηδονή της αντιπαλότητας, η οποία καταργεί τα μεγέθη και τον οδηγεί στη συντριβή, αλλά και από μια οργή απέναντι στον αφερέγγυο Δημιουργό που τον οπλίζει με την απαραίτητη αποφασιστικότητα για να προχωρήσει σε μια συμβολική -έστω- απόπειρα εναντίον του: Όταν προηγείται μία μάχη μέχρι εσχάτων απέναντι στο αδυσώπητο πεπρωμένο, η επερχόμενη ήττα δεν έχει, πια, καμία σημασία…
Η σύγκρουση επικών διαστάσεων μεταξύ του Αχαάβ και του Μόμπι Ντικ, είναι μια παραβολή για τη σύγκρουση των δυνάμεων της Φύσης και του Ανθρώπου. Ταυτόχρονα εκτός από μια ναυτική περιπέτεια είναι κι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τη φύση του καλού και του κακού, για τον άνθρωπο και τη μοίρα του.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ καταφέρνει να ενσωματώσει στον Μόμπι Ντικ χωρίς κανένα ρήγμα στην πλοκή τη συνειδητή εμπειρία και το όνειρο, την καθημερινή συγκεκριμένη πραγματικότητα με την υποκειμενικότητα, το μύθο με την ιστορία.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μέλβιλ ελέγχει απολύτως το αλληλοσυγκρουόμενο και εκτενές υλικό του δημιουργώντας μια στέρεη θαλασσινή περιπέτεια, η οποία εναλλάσσει ρυθμικά την ιστορία με το μεταφυσικό δοκίμιο, ενώ στοιχεία αγωνίας με αιφνίδιες κλιμακώσεις δημιουργούν ένα συγκλονιστικό κλίμα προσμονής της τελικής και ανελέητης σύγκρουσης.
Όπως αναφέρει κι ο μεταφραστής του βιβλίου, Α.Κ. Χριστοδούλου, πιστοποιώντας με αυτή του την ανησυχία την αδιάσειστη αξία του λογοτεχνικού έργου «δε μπορώ να μην κατονομάσω τα δυο καρφιά που είχα μπηγμένα στην καρδιά, όλον ετούτο τον καιρό: το καρφί της ακρίβειας και το καρφί της (μουσικής) πλαστικότητας που κρύβει –σαν πειρασμό και χρέωση- ο ελληνικός προφορικός λόγος. Διαβάζοντας αυτή τη μετάφραση ο Έλληνας ποιητής, μακάρι να τραγουδήσει όπως τραγούδησε μεταφράζοντας το βιβλίο ο μεταφραστής».
Εκείνο, όμως, που -πρωτίστως- επιτυγχάνει ο Μέλβιλ είναι η εντυπωσιακή σκιαγράφηση του ακραίου και μοναχικού χαρακτήρα, του κωμικοτραγικού -σχεδόν καφκικού- εκείνου ανθρώπου, του οποίου η στάση διακηρύσσει μια βαθιά άρνηση του κόσμου.
Αντιστρόφως, ο συγγραφέας διατυπώνει ένα εύστοχο και αιχμηρό σχόλιο που παραμένει ενοχλητικά επίκαιρο: το εκάστοτε κοινωνικό σύνολο τείνει να συνθλίψει το διαφορετικό.
Το κολοσσιαίο έργο του «Μόμπι Ντικ», αυτό το μνημειώδες μυθιστόρημα που αποτελεί -μαζί με την «Οδύσσεια» και τον «Δον Κιχώτη- ένα οριακό έπος στην ιστορία της λογοτεχνίας, ο Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891) κατόρθωσε -μέσα από μία χαοτική, σκοτεινή πρόζα και με πολλαπλούς μεταφορικούς συνειρμούς- να δώσει μια συναρπαστική ναυτική περιπέτεια, αλλά και ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τις από καταβολής κόσμου αντιμαχόμενες δυνάμεις της φύσης, το καλό και το κακό.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1851, σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε μια φάση μεταμόρφωσης, από μια συνομοσπονδία αποικιών σε ένα κράτος με επεκτατικές βλέψεις (Πόλεμοι κατά των Μεξικανών και Ινδιάνων, Επέκταση στη Δύση), αλλά και στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, με τις μεγάλες κοινωνικές διαφορές Βορείων και Νοτίων. Ήταν, όμως, και μια περίοδος αρκετά δημιουργική για τα αμερικανικά γράμματα. Ένα μόλις χρόνο πριν ο Ναθάνιελ Χόθορν δημοσίευσε το δικό του αριστούργημα, το Άλικο Γράμμα, μια εμβριθή μελέτη για το καλό και το κακό, που επηρέασε σημαντικά τον γείτονα και φίλο του Μέλβιλ στη συγγραφή του Μόμπυ Ντικ.
Βέβαια, το μυθιστόρημα του Μέλβιλ πέρασε απαρατήρητο, με αρνητική στο μεγαλύτερο μέρος της, την κριτική. Χρειάστηκε να φθάσουμε στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα για να αναγνωρισθεί από τους Μοντερνιστές η σπουδαιότητα του Μόμπυ Ντικ, να ανακαλυφθεί η πολυεδρική δράση του μαζί με τις ηθικές, φιλοσοφικές και ηθογραφικές πτυχές της ανυπέρβλητης γραφής του Μέλβιλ που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη και η Αμερική να ανακαλύψει ένα μεγάλο συγγραφέα.
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»