Είναι μια υπόθεση που προβλημάτιζε πολλούς ιστορικούς τέχνης και είχε διχάσει σύμπασα την τεχνοκριτική κοινότητα του Ηνωμένου Βασιλείου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα. Τελικά, μετά από έρευνες και κόπους πολλών ετών, η επιστήμη αποφάνθηκε ότι το έργο «Σαμψών και Δαλιδά» του Ρούμπενς, που ανήκει στην συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, δεν ανήκει στον ίδιο τον Ρούμπενς, αλλά σε έναν από τους μαθητές του.
Το έργο αγοράστηκε το 1980 για 2,5 εκατομμύρια λίρες (τότε 1,3 δισ. δραχμές) και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο ποσό που είχε διατεθεί μέχρι τότε για την αγορά ενός πίνακα.
Είναι ένας πίνακας που ο Ρούμπενς υποτίθεται ότι το ζωγράφισε έχοντας επιστρέψει από την Ιταλία και έχοντας δει τα φοβερά έργα του Ιταλού ζωγράφου Καραβάτζο που ήταν γεμάτα από εκπληκτικές φωτοσκιάσεις. Κατά την επιστροφή του, κάπου μεταξύ 1608 και 1609, χρησιμοποίησε αυτές τις νέες τεχνικές που έμαθε στην Ιταλία για να ζωγραφίσει τον εν λόγω πίνακα κατόπιν σχετικής παραγγελίας από τον ίδιο τον Μαικήνα των τεχνών της Αμβέρσας και δήμαρχο της βελγικής πόλης, Νίκολας Ρόκοξ.
Ο πίνακας αμφισβητείται ως έργο του Ρούμπενς εδώ και πολλές δεκαετίες, καθώς ήδη από την πώλησή του από τον οίκο δημοπρασιών Christies, το 1980, δεν ήταν καν χρονολογημένο, όπως πρέπει και επιβάλλεται να είναι ένα έργο τέχνης που πουλιέται σε δημοπρασία. Όπως αναφέρει ο Guardian, οι όποιες αμφιβολίες κάμφθηκαν τότε εξαιτίας του πιστοποιητικού γνησιότητας που έδωσε στον συγκεκριμένο πίνακα ο γερμανός ιστορικός τέχνης Λούντβιχ Μπούρχαρντ.
Το πρόβλημα είναι ότι ο Μπούρχαρντ μετά από αρκετά χρόνια φάνηκε ότι κάθε άλλο παρά αξιόπιστος ήταν, καθώς είχε δώσει λανθασμένα πιστοποιητικά γνησιότητας σε πάνω από εξήντα έργα του Ρούμπενς, τα οποία στη συνέχεια αποδείχτηκαν ότι ζωγραφίστηκαν από μαθητές του.
Η ελληνίδα εικαστικός και ιστορικός τέχνης Ευφροσύνη Δοξιάδη, ήταν μια εκ των πρώτων που υποστήριξαν ότι ο εν λόγω πίνακας δεν φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο τον Ρούμπενς. Η κα Δοξιάδη και δυο συνάδελφοί της, ο Στίβεν Χάρβεϊ και η Σίαν Χόπκινσον, έσπευσαν από το 1992 κιόλας να υποβάλουν μια σχετική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη της Αγγλίας περί της μη γνησιότητας του πίνακα.
Η ίδια ασχολείται με τον συγκεκριμένο πίνακα για σχεδόν 35 χρόνια, όπως θυμάται και ήταν από τους πρώτους ιστορικούς τέχνης που παρατήρησαν «ύποπτες» δυσαναλογίες στον πίνακα του Ρούμπενς. Μάλιστα, για το λόγο αυτή, η 73χρονη ιστορικός τέχνης θα κυκλοφορήσει ένα σχετικό με τον εν λόγω πίνακα βιβλίο, το οποία και θα κυκλοφορήσει στα αγγλικά καταρχήν. Όπως είχε αναφέρει προ ετών μιλώντας για την περίσταση αυτή στο Spiegel, «ο Ρούμπενς είναι ο κατεξοχήν ζωγράφος των χρωμάτων. Οταν λοιπόν είδα για πρώτη φορά τον πίνακα αυτό στην Εθνική Πινακοθήκη στο Λονδίνο το 1987, αμέσως σκέφτηκα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον έχει ζωγραφίσει το χέρι του Ρούμπενς. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι έβλεπα ένα αντίγραφο – και μάλιστα ένα του 20ου αιώνα. Ήταν προσβλητικό για ένα μουσείο όπως η Εθνική Πινακοθήκη να εξέθετε έναν τέτοιο πίνακα».
Οι ιστορικοί τέχνης και οι μελετητές του Ρούμπενς ισχυρίζονταν με θέρμη ότι το έργο ανήκει σε άλλον ζωγράφο καθώς, λόγου χάρη, δεν ήταν ζωγραφισμένο σε πάνελ βαλανιδιάς, όπως όλα τα έργα του Ρούμπενς. Ή, επίσης, γιατί τα δάχτυλα του ποδιού του Σαμψών ήταν κομμένα από τον πίνακα, κάτι που ο ζωγράφος δεν έκανε ποτέ. Και ότι, το κυριότερο, ο πίνακας διέθετε χρώματα απολύτως μη χαρακτηριστικά της τυπικής παλέτας του Ρούμπενς.
Ο τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, Νιλ ΜακΓκρέγκορ, παραδέχτηκε ότι τα στοιχεία «είναι αξιοσέβαστα και ότι ο μελετητής θέτει μερικά σοβαρά ερωτήματα, στα οποία δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα». Ωστόσο, τα χρόνια πέρασαν και αυτές οι ερωτήσεις δεν απαντήθηκαν ποτέ.
Η έλευση των νέων τεχνολογιών
Φτάνουμε αισίως στο σήμερα και στο σημείο της δικαίωσης για την Ευφροσύνη Δοξιάδη. Όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, μια σειρά επιστημονικών δοκιμών με τη χρήση της πρωτοποριακής τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης που πραγματοποιήθηκε από την Art Recognition, μια ελβετική εταιρεία με έδρα στη Ζυρίχη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όντως ο Ρούμπενς δεν θα μπορούσε να έχει ζωγραφίσει αυτό το έργο.
Η σύγκριση του έργου «Σαμψών και Δαλιδά» έγινε με 148 μη αμφισβητούμενους πίνακες του Ρούμπενς και η ανάλυση έδωσε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μη γνησιότητας που έχουν βρεθεί ποτέ.
«Τα αποτελέσματα είναι εκπληκτικά», δήλωσε η δρ. Καρίνα Ποπόβιτσι, επιστήμονας που πραγματοποίησε τη μελέτη. «Ο ειδικός αλγόριθμος μάς έδωσε πιθανότητα 91% να μην είναι αυθεντικό το έργο τέχνης», προσθέτοντας εμφατικά ότι: «Επαναλάβαμε τα πειράματα για να είμαστε πραγματικά σίγουροι ότι δεν κάναμε λάθος και το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Κάθε κομμάτι, κάθε τετραγωνάκι του πίνακα, βγήκε ψεύτικο, σε ποσοστό άνω του 90%».
Ο Μάικλ Ντέιλι, διευθυντής του «ArtWatch UK», ο οποίος έχει ερευνήσει εκτενώς τον πίνακα, περιέγραψε ότι η έκθεση της τεχνητής νοημοσύνης είναι «εξαιρετικά καταδικαστική».
«Για τρεις δεκαετίες η Εθνική Πινακοθήκη απέρριπτε καλλιτεχνικά, τεχνικά και ιστορικά κάθε αποτέλεσμα έρευνας γι’ αυτό το έργο. Όταν μια εικόνα είναι λάθος, όλα είναι λάθος», είπε ο Ντέιλι.
Βέβαια, όπως σχολιάζει με νόημα ο ιστότοπος τέχνης ArtNews, «το βρετανικό κράτος πολύ δύσκολα θα μπορούσε να ομολογήσει ότι ο πίνακας είναι όντως πλαστός καθώς αυτό θα αποτελούσε ένα ανυπολόγιστο πλήγμα για την αξιοπιστία της Εθνικής Πινακοθήκης της Βρετανίας».
Σε περίπτωση πάντως που ο πίνακας – η αξία του οποίου εκτιμάται σήμερα γύρω στις 40 εκατ. λίρες – δεν είναι αυθεντικός, τότε η αξία του, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν μπορεί να ξεπερνά το ένα εκατομμύριο λίρες.