Η Ακαδημία Αθηνών αναγνώρισε από νωρίς την καλλιτεχνική και πολιτιστική αξία των βιβλίων της Ραχήλ και του Μωυσή Καπόν, βραβεύοντας το 1982 τον πρώτο τόμο που εξέδωσαν οι εκδότες του («Μαγνησία. Το χρονικό ενός πολιτισμού»), ενώ τριάντα χρόνια αργότερα δεν παρέλειψε να τιμήσει την κ. Καπόν για το σύνολο του καλλιτεχνικού έργου της.
Επιπλέον, άλλα πέντε βιβλία του οίκου έχουν διακριθεί από το κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα της χώρας, με το φετινό ρεκόρ να ξεπερνάει κάθε προηγούμενο, καθώς σε μία μόνο χρονιά τρεις εκδόσεις του απέσπασαν τα ανώτατα βραβεία: «Η Μάχη του Μαραθώνα. Ιστορική και τοπογραφική προσέγγιση» του Χρήστου Διονυσόπουλου, «Εργαλεία της Παράδοσης. Συλλογή Παύλου Κοντέλλη» και τα «Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης» (συλλογικός τόμος). Με αφορμή την πρόσφατη τριπλή διάκριση του Οίκου Καπόν, το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με την εκδότρια για την επιτυχημένη επαγγελματική διαδρομή της που συνεχίζεται για τέταρτη δεκαετία. Άραγε θα άλλαζε γνώμη αν ξεκίναγε από την αρχή;
«Δεν το συζητάω ότι θα είχα την ίδια επιλογή. Όσες ζωές κι αν ξαναζούσα, αυτή τη δουλειά θα ήθελα να κάνω», δηλώνει με έμφαση, επαναλαμβάνοντας με κάθε ευκαιρία το πόσο τυχερή αισθάνεται που ασχολήθηκε με τα βιβλία. «Τα αγαπούσα ανέκαθεν, από πολύ μικρή είχα μια ιδιαίτερη σχέση μαζί τους, τα πρόσεχα, ήμουν πανευτυχής όταν μου έκαναν δώρο βιβλία. Ήταν λοιπόν πολύ μεγάλη τύχη να βρω δουλειά το 1969 στην Εκδοτική Αθηνών, δίπλα στη Χρυσή Δασκαλοπούλου, που οργάνωνε την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». Στην ουσία ήμουν η πρώτη υπάλληλος της επιχείρησης που τότε στηνόταν. Ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, γιατί από τη μία αγαπούσα τα βιβλία και από την άλλη η Χ. Δασκαλοπούλου μου έδωσε πολύ στέρεες βάσεις. Ουσιαστικά εκεί γνώρισα πώς γίνεται ένα βιβλίο, κι επειδή το ήθελα πολύ, έμαθα», επισημαίνει.
Είχαν προηγηθεί οι σπουδές διακόσμησης στη Σχολή Δοξιάδη, που τις διάλεξε αν και ήξερε ότι ήταν ένα επάγγελμα το οποίο δεν θα ακολουθούσε ποτέ.
«Πήγα γιατί εκεί δίδασκαν οι καθηγητές που αγαπούσα, η Ζουζού και ο Δημήτρης Μυταράς, ο Πέτρος Ζουμπουλάκης. Τελείωσα με πολύ καλούς βαθμούς, αλλά δεν με ενδιέφερε να πείσω τις κυρίες και τους κυρίους πώς να διακοσμήσουν το σπίτι τους. Στο κάτω- κάτω, δικό τους ήταν, μπορούσαν να το διαμορφώσουν όπως ήθελαν. Άλλα πράγματα με είλκυαν. Για παράδειγμα, μου άρεσε πολύ η συντήρηση των εικόνων, όμως η Ζουζού Μυταρά με έπεισε να μην ασχοληθώ. “Μπορεί να πάθεις ζημιά στο αναπνευστικό, καλύτερα να ασχοληθείς με άλλα θέματα”, μου είχε πει, αναφερόμενη στα χημικά που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή. Τότε δούλεψα ως βοηθός της Δέσποινας Ιωάννου, που έφτιαχνε βιτρίνες σε γνωστά μαγαζιά της Αθήνας. Θυμάμαι ήταν Αύγουστος, χωρίς κλιματιστικά εκείνη την εποχή, και στη βιτρίνα του Κατράντζος Σπορ λιποθύμησα. Μου λέει η Δέσποινα: “Δεν είσαι για βιτρίνα. Θα σου βρω αλλού δουλειά”. Ήταν φίλη της Χρυσής Δασκαλοπούλου και έτσι βρέθηκα στην Εκδοτική Αθηνών», διηγείται.
Πώς όμως προέκυψε το πρώτο βιβλίο για τη Μαγνησία, που κυκλοφόρησε λίγο πριν την ίδρυση του Οίκου Καπόν το 1982; «Μετά την Εκδοτική Αθηνών, έγινα ελεύθερος επαγγελματίας, κάνοντας την καλλιτεχνική επιμέλεια διαφόρων εκδοτικών οίκων. Κάποια στιγμή, λοιπόν, σκέφτηκα: Αφού φτιάχνω βιβλία για άλλους, γιατί να μην κάνω ένα και για μένα; Κι επειδή αγαπάω ιδιαίτερα τον Βόλο, έκανα τη «Μαγνησία. Το χρονικό ενός πολιτισμού», σε κείμενα του Γιώργου Χουρμουζιάδη, της Παναγιώτας Ασημακοπούλου-Ατζακά και του Κίτσου Μακρή. Το βιβλίο αυτό είχε την τύχη να πάρει βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Οι ακαδημαϊκοί αναγνώρισαν την πρωτοτυπία που υπήρχε τόσο στα κείμενα, που ήταν δομημένα ως προς τον χώρο, την κοινωνία και την τέχνη της περιοχής σε όλες τις εποχές, όσο και ως προς τη φωτογράφηση των αντικειμένων. Γιατί με τη βοήθεια του Γ. Χουρμουζιάδη, που είχε ιδιαίτερα ανοιχτό μυαλό και με την καλλιτεχνική φροντίδα και σκηνογραφική ικανότητα του Μωυσή Καπόν, φωτογραφήθηκαν για πρώτη φορά συνθέσεις αρχαίων αντικειμένων, γεγονός που έδειχνε όχι μόνο την κλίμακα, αλλά και τη χρηστική μορφή τους. Έτσι βγήκε το βιβλίο με δικά μας χρήματα, χωρίς συμβολή τρίτων», εξηγεί η κ. Καπόν.
Αμέσως μετά ιδρύθηκε ο ομώνυμος εκδοτικός οίκος που στην πορεία του εξέδωσε μια σειρά βιβλίων, όχι μόνο αρχαιολογίας και τέχνης, αλλά και ιστορίας, αρχιτεκτονικής, θεάτρου, λογοτεχνίας, περιβάλλοντος και ιατρικής, πάντα με κύριο άξονα την ποιότητα και την καλαισθησία. Όπως εξάλλου αναφέρει η ίδια, «τα βιβλία μας προσπαθούμε να έχουν μια μοναδικότητα, να είναι βιβλία αναφοράς. Τα περισσότερα θέματα είναι δικές μας σκέψεις, φυσικά υπάρχουν και άλλα που μας τα προτείνουν, όπως το «Χαρίλαος Τρικούπης: Μια βιογραφική περιήγηση» της Λύντιας Τρίχα ή το «Χρονικό του Τατοΐου» του Κώστα Σταματόπουλου. Όταν είναι δική μας ιδέα, αναζητούμε εικονογραφικό υλικό από όλα τα μουσεία του κόσμου και όχι μόνο, όπως συνέβη με τον τόμο «Το Χρυσάφι του Κόσμου», που συγκεντρώναμε υλικό επί δέκα χρόνια», τονίζει. Παράλληλα, ξεκίνησε και η συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού, καθώς και με άλλα ιδρύματα και μουσεία, αποφέροντας πολλούς και σημαντικούς καρπούς: Μια πληθώρα από μοναδικούς καταλόγους εκθέσεων, με πιο πρόσφατο τον κατάλογο της έκθεσης «Έλληνες: Από τον Αγαμέμνονα στον Μέγα Αλέξανδρο», που ξεκίνησε στο Μόντρεαλ πριν από δύο βδομάδες, με σκοπό να συνεχιστεί όχι μόνο στον Καναδά (Οτάβα), αλλά και σε μουσεία των ΗΠΑ (Σικάγο και Ουάσινγκτον), με καταληκτική ημερομηνία τον Οκτώβριο του 2016.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ θέλησε να μάθει τη γνώμη της για την κατάσταση που επικρατεί στο βιβλίο σήμερα. Είναι καταλυτική η επίδραση που έχει το Διαδίκτυο στις αναγνωστικές μας συνήθειες;
«Πιστεύω ότι το Διαδίκτυο έχει επικρατήσει όσον αφορά στην ανάγνωση των ειδήσεων. Οι νεότεροι το προτιμούν από την εφημερίδα. Ωστόσο, όσον αφορά στο βιβλίο, με τίποτα δεν πιστεύω ότι θα εξαφανιστεί. Αυτό που είχαν ξεκινήσει να διαδίδουν ότι το βιβλίο θα χαθεί, πως θα επικρατήσουν τα ηλεκτρονικά e-books, δεν το πιστεύω με τίποτα. Κι αυτό το βλέπει κανείς αν επισκεφθεί μια έκθεση βιβλίου. Αυτοί που κάνουν e-books και νόμιζαν ότι θα γίνουν κολοσσοί, τελικά όλο και συρρικνώνονται», σημειώνει. Όσο για την οικονομική κρίση, «που τη νιώθουμε όλοι», πιστεύει ότι δεν πρέπει να μας καταβάλει. «Είναι μια κακή περίοδος κυρίως για το βιβλίο. Γιατί ποιος θα αγοράσει τώρα βιβλία και δη εκδόσεις που απευθύνονται σε ένα πολύ ειδικό κοινό; Αυτός είναι και ο λόγος που κάνουμε πολύ καλές εκπτώσεις. Όμως δεν θα πρέπει να παραιτούμαστε. Εγώ έχω αποβάλει την απαισιοδοξία. Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Από εκεί και πέρα, αν έρθει η στιγμή που δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα, θα το αποδεχτώ. Αλλά δεν θα υποχωρήσω», καταλήγει με αποφασιστικότητα.